Το δικό τους σινεμά
Ο Κώστας Κόκλας και ο Μέμος Μπεγνής, λίγο πριν από την πολυαναμενόμενη πρεμιέρα του νέου έργου του Θανάση Παπαθανασίου και του Μιχάλη Ρέππα όπου πρωταγωνιστούν, μιλούν για το θέατρο και τα πράγματα που τους κάνουν ευτυχισμένους.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
«Από εμένα θα ξεκινήσει η ανάκριση;» μου λέει γελώντας ο Κώστας Κόκλας, καθώς προσπαθεί να βρει ένα ήσυχο μέρος για να μιλήσουμε. Είναι ένα καλοκαιρινό απόγευμα Πέμπτης και η πρόβα στο ανακαινισμένο ιστορικό Θέατρο Αλσος στο Πεδίον του Αρεως για την πολυσυζητημένη παράσταση «Το δικό μας σινεμά», το νέο έργο των Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα, θα ξεκινήσει σε μία ώρα, με την πρεμιέρα να έχει οριστεί για τις 12 Ιουνίου. Ηδη γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι κάτω από τη σκηνή κάθονται ο Σπύρος Παπαδόπουλος, η Δέσποινα Βανδή, η Κατερίνα Λέχου, ο Γιώργος Κωνσταντίνου, η Ελένη Γερασιμίδου και η Πηνελόπη Πιτσούλη, ενώ ο Παύλος Χαϊκάλης προβάρει πιο πέρα μια χορογραφία με τον Φωκά Ευαγγελινό.
Η παράσταση ουσιαστικά «τρυπώνει» στα στούντιο της θρυλικής Finos Film, αφηγούμενη την ιστορία μιας παρέας καλλιτεχνών που ξεκινούν περίπου το 1955, όταν και αρχίζει η μεγάλη άνοδος του κινηματογράφου, ζουν τη μεγάλη δόξα της δεκαετίας του ’60 και ακολουθούν την πτώση του μέχρι το ’77, τη χρονιά που πεθαίνει ο Φιλοποίμην Φίνος, και στην ουσία κλείνει και το κεφάλαιο του παλιού ελληνικού σινεμά. Ολα αυτά σε ένα έργο με πολύ χορό, τραγούδι, ένα 24μελές μπαλέτο και μια 12μελή ζωντανή ορχήστρα.
Κυριακές με τον Φίνο
«Εγώ είμαι ο Γιώργος. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος του στούντιο που στήνει ο Φίνος, και είμαι παντρεμένος με τη Δέσποινα Βανδή, η οποία ερμηνεύει τους ρόλους στις ταινίες που σκηνοθετώ» αναφέρει ο Κώστας Κόκλας. Οπως εξομολογείται μεγάλωσε με τις ταινίες της Finos Film. «Η Κυριακή ήταν αφιερωμένη σε αυτές. Γελούσα με τον Κωνσταντάρα, θαύμαζα την ενέργεια του Βέγγου και την τόλμη του στο αστείο, τους χαρακτήρες που έκανε ο Γκιωνάκης. Εζησα την εποχή που τα αστεία του Γκιωνάκη κυκλοφορούσαν σε βινύλιο. Τα βάζαμε το μεσημέρι και τα ακούγαμε. Θέλω να πω ότι όλη η Ελλάδα αγάπησε αυτές τις ταινίες. Μπήκαν στο υποσυνείδητό μας. Οταν τις παρακολουθούμε, βλέπουμε τα παιδικά μας χρόνια. Η αγάπη μας όμως δεν έχει να κάνει μόνο με τη νοσταλγία, έχει να κάνει με κάτι πολύ ζωντανό που φέρουν. Γιατί και ο γιος μου, που είναι 12 ετών, ξέρει τη Βουγιουκλάκη, τον Παπαμιχαήλ, τον Βέγγο. Και νομίζω ότι μας αφορούν ακόμη γιατί ο χαρακτήρας του Ελληνα δεν έχει αλλάξει στον σπόρο του: έχει αυτοσαρκασμό, έχει φιλότιμο, έχει και πονηριά. Είναι και φυγόπονος, αλλά και μέχρι θανάτου εργατικός. Είναι ευσυνείδητος, αλλά με μεγάλη ευκολία μπορεί να κάνει μια ασυνείδητη πράξη και να συγχωρήσει τον εαυτό του. Και αυτοί οι χαρακτήρες των ταινιών το αποτυπώνουν αυτό. Την ίδια στιγμή μού φαίνεται αξιοθαύμαστο αυτό που πέτυχαν εκείνη τη δεκαετία στο σινεμά οι Ελληνες. Δεν υπήρχαν πόροι. Δεν υπήρχαν πολλές σχολές κινηματογράφου. Υπήρχε μόνο αγάπη και λαχτάρα. Είναι αναλογικά σαν να πάτησαν στο φεγγάρι κάνοντας κινηματογράφο στην Ελλάδα εκείνης της εποχής».
Ο ίδιος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο. «Μεγάλωσα σε ένα παραμυθένιο μέρος. Υπήρχε πάντα μία χορωδία, μία μαντολινάτα, είτε υπήρχε ένας θίασος θεατρικός, είτε ένα συγκρότημα χορευτικό. Ολα τα παιδικά μου χρόνια κινούμουν ανάμεσα σε μουσικά όργανα, σε χορευτές, σε ηθοποιούς. Στην πορεία της ζωής μου δοκίμασα και άλλα πράγματα, αλλά σιγά-σιγά συνειδητοποίησα ότι μόνο αν ήμουν ανάμεσα σε τέτοιους ανθρώπους ένιωθα χρήσιμος, ήρεμος στην ψυχή μου. Οταν ήμουν αλλού έκανα τα πράγματα αδέξια, μισά. Γιατί δουλεύω από πολύ μικρός, όχι τόσο γιατί είχε ανάγκη η οικογένειά μου, αλλά επειδή μου άρεσε να είμαι ανεξάρτητος. Ετσι τελικά έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο».
Τα τελευταία χρόνια ο Κώστας Κόκλας έχει συνδεθεί με την κωμωδία. Αναρωτιέμαι αν του λείπει καθόλου το δράμα. «Οχι, δεν έχω τέτοιο θέμα. Υστερα βρίσκω την ευκαιρία πάνω στη σκηνή και στην πιο τρελή κωμωδία να παίξω μια σκηνούλα δράματος, γιατί είμαι και ψωνάρα (γέλια), και αυτό διασκεδάζει και τους συναδέλφους μου, γιατί ξαφνικά ακούν έναν τόνο τραγικότητας σε μια κωμωδία και νομίζω την ίδια στιγμή ότι έχει ενδιαφέρον και για τον θεατή».
Ο ίδιος πιστεύει ότι καταλαβαίνει καλά τις γυναίκες. «Τις θαυμάζω, τις κατανοώ. Μπορώ να κάνω παρέα μαζί τους, έχω πολλές φίλες. Είμαι φίλος με τις πρώην μου. Είμαι συμφιλιωμένος με τη γυναικεία πλευρά μου, θα έλεγα. Μπορώ να συγκινηθώ όπως μια γυναίκα. Ενδεχομένως δεν μπορώ να γίνω τόσο σκληρός όσο μια γυναίκα. Γιατί είστε πιο δυνατές και πιο αποφασιστικές από τους άνδρες. Η μητέρα μου ήταν μοδίστρα. Το σπίτι ήταν γεμάτο γυναίκες που ξεφύλλιζαν φιγουρίνια. Εγώ έπαιζα με τα καρούλια από τις κλωστές, με τις κιμωλίες και τα σαπούνια, ακούγοντας όλες αυτές τις κουβέντες που έκαναν». Ποιο είναι όμως το πιο τρελό πράγμα που έχει κάνει για έναν έρωτα; «Που πήγα και παντρεύτηκα δύο φορές. Τι πιο τρελό να κάνω;» απαντά γελώντας.
Ασπρόμαυρες ταινίες στην αυλή
Στη συζήτηση μπαίνει τώρα και ο Μέμος Μπεγνής. Είναι ο Στέφανος, ο ζεν πρεμιέ της παράστασης. «Πρόκειται για ένα παιδί που ξεκινά από τον εμπορικό κινηματογράφο, αλλά έχει και μια «αριστερή» θέση στα πράγματα» περιγράφει. «Εχω στο έργο μια σκηνή με έναν μεγάλο καβγά με τη Δέσποινα Βανδή. «H Eλλάδα αιμορραγεί και εσείς κάνετε φρου φρου κι αρώματα, φτερά και πούπουλα» της λέω. Μάλιστα τραγουδάω Θεοδωράκη και Σαββόπουλο στην παράσταση».
Και εκείνος μεγάλωσε με τις ταινίες της Finos Film. «Εχω την εικόνα στην αυλή της γιαγιάς μου, στη Σαλαμίνα, όπου και μεγάλωσα, καλοκαίρια με ζέστη, να βγάζουμε την ασπρόμαυρη τηλεόραση έξω με τα ροδάκια και να καθόμαστε να βλέπουμε Βουγιουκλάκη, Παπαμιχαήλ, Σταυρίδη, Παπαγιανόπουλο».
Η γιαγιά του υπήρξε και η καλλιτέχνης της οικογένειας. «Εμαθε πιάνο στα 40 της. Τραγουδούσε συγκλονιστικά. Ακόμη κρατώ το τετράδιό της όπου έγραφε τους στίχους των τραγουδιών». Και εκείνος που πάντα ως παιδί ζητούσε να του αγοράσουν για παιχνίδι ένα μουσικό όργανο, ένα πιανάκι ή μια φυσαρμόνικα, ξεκίνησε αρχικά μαθήματα πιάνου με τον δάσκαλο της γιαγιάς του. Ο δάσκαλος διέκρινε το ταλέντο του και είπε στη μητέρα του να τον γράψει στο ωδείο. «Θυμάμαι να πηγαινοέρχομαι Σαλαμίνα – Αθήνα με κρύο και βροχές, ήλιο και ζέστες, για να κάνω μαθήματα στο Ωδείο Αθηνών».
Οταν φοιτούσε στη Β’ Λυκείου, ο πατέρας του, που ήταν αξιωματικός του Ναυτικού, βρέθηκε ακόλουθος στη Ρώμη. Ο Μέμος συνέχισε εκεί στο κονσερβατουάρ τα μαθήματα μουσικής. Οταν ο πατέρας του μετατέθηκε εκ νέου στην Αίγυπτο δεν ακολούθησε, πήρε το δίπλωμα του πιάνου στην Αθήνα και έφυγε για μεταπτυχιακές σπουδές στη Ρώμη, στη μουσική και στο θέατρο.
«Οταν επέστρεψα στην Αθήνα δεν ήξερα τι να κάνω. Βρέθηκα τυχαία στο Θέατρο Δανδουλάκη. Μια φίλη έπαιζε στο φουαγέ ψυχαγωγώντας τους θεατές που περίμεναν να μπουν το Σάββατο για τη δεύτερη παράσταση. Αρρώστησε και μου ζήτησε να την αντικαταστήσω. Ετσι γνώρισα την Kάτια Δανδουλάκη. Εκείνη την περίοδο θα ανέβαζαν το «Master Class» με τον Μιχάλη Κακογιάννη (σ.σ.: που παίχτηκε εφέτος ξανά με τη Μαρία Ναυπλιώτου) και έψαχναν για τον πιανίστα της παράστασης».
Για εκείνον το θέατρο είναι ψυχανάλυση. «Αν με γνωρίσει κάποιος μπορεί να με χαρακτηρίσει σνομπ. Δεν ισχύει. Είμαι κλειστός χαρακτήρας. Δεν ανοίγομαι εύκολα σε ανθρώπους εκτός από τους φίλους μου. Πάνω στη σκηνή ελευθερώνομαι. Μου δίνεται η ευκαιρία να κλαίω, να τραγουδώ, να είμαι σε απόλυτη χαρά ή λύπη. Δηλαδή μπορώ μέσα από διάφορους ρόλους να γεμίζω μέσα μου. Και αυτό είναι λυτρωτικό στη ζωή, ειδικά για τον χαρακτήρα μου. Μικρός, στα 22 μου, ήμουν πολύ ντροπαλό παιδί. Συμμετείχα σε μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα στη Σαλαμίνα και έλεγα στη σκηνοθέτρια «και καθόλου να μη με βάλεις να πω ατάκες καλά είναι». Ντρεπόμουν πολύ, δεν είχα αυτοπεποίθηση, και το θέατρο με βοήθησε να πατήσω στα πόδια μου και να εξωτερικεύσω συναισθήματα».
Στον ελεύθερο χρόνο του αγαπά να κάνει κατασκευές, να φτιάχνει παζλ, να βλέπει ταινίες και σειρές. Και λατρεύει τα ζώα, γι’ αυτό απέχει συνειδητά και από το κρέας. «Επειδή ακριβώς είμαστε το κυρίαρχο είδος οφείλουμε να σεβόμαστε τα όντα που δεν έχουν δύναμη και δεν μπορούν να μιλήσουν. Δεν μπορώ να ακούω ότι «δεν μπορείς να ζήσει χωρίς κρέας». Mπορείς. Και εγώ έλεγα δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τσιγάρο και τo έχω κόψει έξι χρόνια τώρα. Ολα στο μυαλό είναι».
Την έννοια του γάμου την απορρίπτει. «Είναι μια σύμβαση που φέρνει κάτι πολύ παλαιικό. Δέχομαι το σύμφωνο συμβίωσης αν θέλεις να κάνεις ένα παιδί και να το εξασφαλίσεις. Πιστεύω πάντως ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε να είναι πολύ πιο ελεύθεροι να ζήσουν τις ζωές τους χωρίς να υπόσχονται το «για πάντα», που είναι μη εφαρμόσιμο».
Για τον έρωτα δεν θα έκανε παράτολμα πράγματα. «Τον έχω απομυθοποιήσει. Μπορώ να ερωτευτώ πάρα πολύ, αλλά δεν θα πέσω όπως παλιά στα πατώματα. Δεν πιστεύω ότι για έναν έρωτα αξίζει να δώσεις τα πάντα. Μπορεί να σ’ αγαπώ, αλλά η ζωή μου είναι πολλά κομμάτια: είναι η οικογένειά μου, οι φίλοι μου, η μοναξιά μου που την αποζητώ…».
ΙΝFO
«Το δικό μας σινεμά»: Θέατρο Αλσος (Ευελπίδων 4, Κυψέλη, Πεδίον του Αρεως), από τις 12 Ιουνίου.

