Το απόλυτο στην τέχνη του Νίκου Μπάικα
Ο εκθεσιακός χώρος The Intermission στον Πειραιά φιλοξενεί έργα του σπουδαίου έλληνα δημιουργού με το σχεδόν μηδενικό ψηφιακό αποτύπωμα.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Πώς μπορείς να μιλήσεις για την τέχνη του Νίκου Μπάικα; Είναι σαν να θέλεις να βάλεις σε λόγια τα συναισθήματα που σε κυριεύουν όταν έρχεσαι σε επαφή με δυνατά, πρωτόγνωρα ερεθίσματα τα οποία δεν μπορείς να αναγνωρίσεις και να τακτοποιήσεις με σιγουριά στο νοερό σύμπαν των εμπειριών σου. Μοναδική και ανεπιτήδευτα πρωτότυπη, έχει τη δύναμη ενός σπάνιου φυσικού φαινομένου από το οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις αλλά ούτε και να εξηγήσεις μόνο με τη λογική και την παρατήρηση. Ισως γι’ αυτό νιώθεις να σε ελκύει με μια αδιόρατη αλλά επιτακτική δύναμη όπως ο μαγνητισμός σε τραβάει διαρκώς ερήμην σου προς το κέντρο της Γης.
Φταίει άραγε που ο ίδιος είναι επίσης «αόρατος», πεισματικά ή ίσως εμμονικά απών από κυκλώματα, παρέες ή την όποια προσπάθεια επεξήγησης και διασαφηνισμού τού εκ πρώτης όψεως ερμητικά κλειστού έργου του; Ενας Τζ. Ντ. Σάλιντζερ των εικαστικών, ο οποίος ωστόσο μάλλον προσπαθεί να διαφυλάξει την αυτονομία του έργου του από οποιονδήποτε βιογραφικό συνειρμό ή ιδεολογική αλλοίωση μπορεί να επιφέρει η δημόσια ανάληψη της κηδεμονίας του. Οι άχρονες συνθέσεις του Μπάικα διανύουν το ταξίδι τους στον χρόνο θέτοντας φιλοσοφικά ερωτήματα, κατ’ αρχάς για το ίδιο το μέσο της ζωγραφικής, στο οποίο ο ίδιος είναι αφοσιωμένος με τον ζήλο ιερομόναχου.
Στο κατάλευκο μοναστικό «κελί» δίχως παράθυρα που έχει μετατραπεί ο εκθεσιακός χώρος The Intermission στον αριθμό 37Α της Πολυδεύκους στον Πειραιά, όπου παρουσιάζεται έως τις 30 Σεπτεμβρίου η ατομική έκθεση η οποία φέρει το όνομά του, όλα είναι ενορχηστρωμένα από τον ίδιο. Γι’ αυτό και σου δημιουργούν την αίσθηση ότι βρίσκεσαι «μακριά από τον χώρο του οξυγόνου, δηλαδή της φυσικής αναπνοής και της φυσικής όρασης», αντιμέτωπος κατ’ αρχάς με την εικόνα μιας κρεμασμένης φιγούρας με το κεφάλι βυθισμένο σε μια μικρή δεξαμενή με τις σκέψεις του(;) να αναδεύουν ήπια την επιφάνεια του υγρού που ταυτόχρονα το πνίγουν. Στα έργα του Μπάικα πρωτοστατεί η γεωμετρία, όχι όμως για να απεικονίσει ή να οριοθετήσει τον κόσμο, αλλά ως «η κατασκευαστική συνθήκη ενός συστήματος που θα βοηθήσει την εγγραφή ενός ιδεατού αντικειμένου μη πραγματικού και το οποίο θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις εγκιβωτισμού του νοήματός του μέσα σε αυτό το ίδιο», όπως σημειώνει ο Χάρης Σαββόπουλος σε ένα κείμενό του το οποίο συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο της συγκεκριμένης έκθεσης. Σχήματα και σχηματικοί άνθρωποι που αναδύονται τελικά από μια μαύρη επιφάνεια δουλεμένη ευλαβικά έως ότου το απόλυτο έρεβός της εκπέμψει ένα φως και η δισδιάστατη επιφάνεια του χαρτιού αποκτήσει μια αυθόρμητη γλυπτικότητα.
Νοητικά παιχνίδια σε καμβά
Ο εικαστικός με το σχεδόν μηδενικό ψηφιακό αποτύπωμα – θα ήταν εντυπωσιακά απόλυτο αν έλειπαν τα λιγοστά άρθρα που έχουν γραφτεί για παρελθούσες εκθέσεις του – επιμένει με τα απολύτως απαραίτητα, το μολύβι και το χαρτί, να δημιουργεί εικόνες ενός αινιγματικού κόσμου ή μια σειρά από οπτικούς γρίφους φαινομενικά αλλά και επί της ουσίας δυσεπίλυτους. Αυτοί οι γρίφοι, νοητικά παιχνίδια που απαιτούν υψηλή εγκεφαλική ενεργοποίηση και στοχασμό για να φθάσεις στον πυρήνα της ερμηνείας τους ακόμα και όταν έχεις στα χέρια σου τα σπαράγματα του τρόπου σκέψης του Μπάικα όπως απαντώνται σε κείμενα παλαιότερων καταλόγων εκθέσεών του, βρίσκονται στο επίκεντρο της έκθεσής του στον χώρο τέχνης της Αρτέμιδας Μπαλτογιάννη στον Πειραιά. Είναι και μια επιστροφή στον τόπο όπου γεννήθηκε το 1948 και έζησε προτού σπουδάσει για ένα διάστημα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και εν συνεχεία στη Φλωρεντία. Ενδεχομένως μια κίνηση με μια κάποια συναισθηματική χροιά, αν και στην περίπτωσή του η όποια εικασία προθέσεων είναι προϊόν φαντασιακής προβολής, η οποία υπόκειται εν προκειμένω στις προσλαμβάνουσες ζωής της υπογράφουσας. Ωστόσο, όπως έλεγε παλαιότερα: «Πολλές φορές, όταν κοιτάζω έναν πίνακα, σκέπτομαι πως το κάτω όριό του, δηλαδή η μία από τις τέσσερις πλευρές του, προσδιορίζει τη στάθμη του νερού, τη στάθμη μιας θάλασσας. Ετσι η λειτουργία της όρασης ταυτίζεται με τη λειτουργία της αναπνοής». Ή τελικά γιατί «το συναίσθημα της ερημιάς, που ήταν η αιτία να γεννηθεί η μεταφυσική ζωγραφική, μόνο η υγρή επιφάνεια μιας ήρεμης θάλασσας όταν σχίζεται από ένα πλοίο μπορεί να μας το γεννήσει», όπως έλεγε σε παλαιότερη συνέντευξή του στην Αναστασία Μάνου.
Γι’ αυτό άλλωστε η τέχνη του Μπάικα είναι μοναδική. Διότι εκτός από το να συνομιλεί, να επεξεργάζεται ή να διαχειρίζεται τα νοητικά επιτεύγματα του ανθρώπου, δεν ξεχνά ότι είναι και η βάσανος της ψυχής που μας διαχωρίζει από τα υπόλοιπα όντα. Εξ ου και τα έργα του επικοινωνούν με τον θεατή τους σε ένα βαθύ, αχαρτογράφητο επίπεδο, καθώς συναντούν έναν αθέατο υπαρξιακό πυρήνα ο οποίος ενεργοποιείται ακόμα και όταν αντικρίζεις μια γραμμή που κόβει στα δύο μια κατάμαυρη επιφάνεια δουλεμένη – περίπου όπως εκείνο το πλοίο την ήρεμη θάλασσα – μέχρι να φτάσει στα όρια της αντοχής και της υλικότητάς της.
Η ιδιοφυΐα του είναι αναγνωρισμένη διεθνώς, καθώς δουλειά του έχει παρουσιαστεί επανειλημμένα στο εξωτερικό, όπως και στην documenta IX το 1992, ενώ έργα του ανήκουν σε συλλογές σημαντικών μουσείων όπως τα MAXXI (Εθνικό Μουσείο Τεχνών του 21ου Αιώνα) στη Ρώμη ή το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης S.M.A.K. στη Γάνδη, ενώ φυσικά συμπεριλαμβάνονται σε σημαντικές ιδιωτικές συλλογές. Από όταν παρουσίασε για πρώτη φορά τα σχέδιά του με τη μορφή σημειώσεων πάνω σε χαρτί γραφομηχανής το 1977, έχτισε σιγά-σιγά έναν εκφραστικό κώδικα και ένα εικαστικό μοντέλο το οποίο έχει περιγράψει πολύ εύστοχα ο Χάρης Σαββόπουλος: «…εξαιρετικά προσωπικό και εξατομικευμένο, στο οποίο υλοποιείται ο αιώνιος στόχος του καλλιτέχνη: το έργο τέχνης να μιλάει και να μεταδίδει με την ίδια άνεση και ευκολία στον εξειδικευμένο αλλά και στον μέσο θεατή, το φορτίο των προσωπικών του στοχασμών σε αδιαίρετη ενότητα με τις εντάσεις της ύλης με την οποία χτίζεται η υπόστασή τους. Οι καλλιτεχνικές του αξίες έχουν τέτοια διαστρωμάτωση στην επιφάνεια της εικόνας ώστε να είναι αφενός ένα δοκίμιο στην τεχνική της και αφετέρου να αφηγούνται και να υποστηρίζουν το θέμα της».

