Το άλυτο αίνιγμα του Εντουαρντ Χόπερ
Το έργο του πιο σημαντικού ρεαλιστή ζωγράφου στην Αμερική του 20ού αιώνα εξακολουθεί να γοητεύει και αποτελεί αφορμή για τη διοργάνωση μιας έκθεσης στο Fondation Beyeler στην Ελβετία.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
«Αυτό το πράγμα με τη μοναξιά έχει παραγίνει». Ο Εντουαρντ Χόπερ (1882-1967) πάντα δυσφορούσε με αυτή που θεωρούσε ως μια μονοσήμαντη ανάγνωση για το έργο του. Οι πίνακές του, ήθελε να πιστεύει, αφορούσαν πολύ περισσότερα από ανθρώπους μόνους βυθισμένους σε μια βαθιά υπαρξιακή μελαγχολία. Oταν, για παράδειγμα, τον ρώτησαν προς το τέλος της ζωής του τι ήταν εκείνο που αναζητούσε ζωγραφίζοντας τον πίνακα «Ηλιος σε ένα άδειο δωμάτιο» (1963), το απόλυτα κενό εσωτερικό ενός δωματίου που το λούζει το φως από το ανοιχτό παράθυρο, έσπευσε να απαντήσει απότομα «αναζητώ τον εαυτό μου», οργισμένος προκαταβολικά για την απάντηση που ανέμενε ο συνομιλητής του – προφανώς σχετική με την πανανθρώπινη συνθήκη της αποξένωσης και της μοναξιάς. Oμως, όπως συμβαίνει με τους καλλιτέχνες που επεξεργάζονται εμμονικά αλλά με παρρησία τις προσωπικές τους ανησυχίες, έστω και άθελά τους φτάνουν να εκφράζουν και τα συναισθήματα των πολλών. Στις πολύ βασικές πτυχές της, η ανθρώπινη μοίρα δεν έχει τρομακτικές διακυμάνσεις.
Μας το θυμίζει μια έκθεση στο Fondation Beyeler στην πόλη Ρίχεν στο ελβετικό καντόνι της Βασιλείας όπου παρουσιάζονται περισσότερα από εξήντα έργα του Χόπερ, περισσότερο ή λιγότερο γνωστά, ακουαρέλες και ελαιογραφίες που ζωγράφισε από τη δεκαετία του ’10 μέχρι και εκείνη του ’60. Η έμφαση δίνεται στην εμβληματική αναπαράσταση των αχανών εκτάσεων του αμερικανικού τοπίου και αυτή είναι υποτίθεται η ειδοποιός διαφορά από άλλα αφιερώματα που έχουν διοργανωθεί για το έργο του (εν προκειμένω σε συνεργασία με το Μουσείο Whitney της Νέας Υόρκης, στο οποίο βρίσκονται 3.000 έργα, σχεδόν το σύνολο της δουλειάς του).
Το απρόσμενο highlight της έκθεσης είναι μια μικρού μήκους τρισδιάστατη ταινία σκηνοθετημένη από έναν μεγάλο θαυμαστή του αμερικανού ζωγράφου, τον Γερμανό Βιμ Βέντερς. Η ταινία του «Παρίσι, Τέξας» θα ήταν πολύ διαφορετική αν δεν είχε αντικρίσει το έργο του Χόπερ. «Οποτε βρίσκομαι μπροστά σε κάποιον από τους πίνακές του έχω πάντα την αίσθηση ότι πρόκειται για κάδρα από ταινίες που δεν έγιναν ποτέ. Πάντα αναρωτιέμαι ποια είναι η ιστορία που θέλει να πει και τι θα συμβεί την επόμενη στιγμή στους χαρακτήρες του» σχολίαζε με αφορμή τη δημιουργία της ταινίας. Στο φιλμ «2 ή 3 πράγματα που γνωρίζω για τον Εντουαρντ Χόπερ» ο Βέντερς κάνει ένα μίνι οδοιπορικό στα εμβληματικά αμερικανικά τοπία που αγάπησε ο ζωγράφος – στα βενζινάδικα, στα σπίτια, στα μπαρ και τα ξενοδοχεία – και ζωντανεύει με έναν ανοίκειο, μεταφυσικό τρόπο τους πίνακές του.
Λες και δεν έχουν μια μεταφυσική χροιά από μόνοι τους, λες και δεν είναι αρκετά αμερικανική η τέχνη του, το αντίπαλο αλλά πάντα φιλικό δέος στην τέχνη του Νόρμαν Ρόκγουελ, ο οποίος ζωγράφιζε καθημερινές σκηνές με πολλές χαριτωμένες λεπτομέρειες από τον τρόπο ζωής των λευκών και καλοζωισμένων Αμερικανών. Ο Χόπερ από την πλευρά του πέταξε οτιδήποτε περιττό από τους πίνακές του και χρησιμοποίησε την αμερικανική πρώτη ύλη – τους ανθρώπους, την αρχιτεκτονική και τα τοπία της Νέας Αγγλίας και της Νέας Υόρκης – για να εκφράσει κάτι οικουμενικό, μια αίσθηση της σύγχρονης ζωής η οποία σύντομα θα γινόταν κυρίαρχη. Ανθρώπους στο μεταίχμιο, μετέωρους σε μια στάση αναμονής, προσμένοντας κάτι ή κάποιον. Οπως τους θεατές που καλούνται κάθε φορά να συμπληρώσουν τα αποσιωπητικά στους πίνακες του Χόπερ.
Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που η τέχνη του Χόπερ δεν λέει να παλιώσει, να φανεί ξεπερασμένη, ένα θαμπό πλέον απομεινάρι μιας άλλης εποχής ή μια νοσταλγική απεικόνισή της. Εξάλλου δεν ήταν ποτέ υπερβολικά μοντέρνα. Πώς θα μπορούσε λοιπόν να διατρέξει τον κίνδυνο, όπως θα έλεγε ο Οσκαρ Ουάιλντ, να γίνει υπερβολικά ξεπερασμένη; Ο Εντουαρντ Χόπερ δεν βάδισε ποτέ στην κόψη του ξυραφιού, ούτε στη ζωή του αλλά ούτε όσον αφορά το ύφος των πινάκων του.
Ο επίμονος ρεαλιστής
Σε όλη του τη ζωή ο Χόπερ δεν άλλαξε ποτέ το εικαστικό του ιδίωμα. Από όταν ξεκίνησε να ζωγραφίζει μεταπηδώντας από τη σχολή εικονογράφησης σε εκείνη της ζωγραφικής στο New York School of Art and Design (προπομπό του Parsons), μέχρι όταν πούλησε τον πρώτο του πίνακα στα 30 του χρόνια και άρχισε σιγά-σιγά να καθιερώνεται στη συνείδηση κοινού και κριτικών παρέμενε σταθερά ο «ρεαλιστής ζωγράφος». Μια εύφημος μνεία στην αρχή και ιδίως στη δεκαετία του ’40 οπότε γνώρισε και τη μεγάλη επιτυχία που έγινε ωστόσο «ρετσινιά» όταν ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός σάρωσε την αμερικανική τέχνη τη δεκαετία του ’50 με τη δύναμη και την ορμή του. Την εποχή που ο Τζάκσον Πόλοκ, ο Μαρκ Ρόθκο και ο Βίλεμ ντε Κούνινγκ αποτύπωναν τα αφηρημένα ψυχογράμματα από τα απροσπέλαστα βάθη των εσωτερικών τους κόσμων με ανοίκειους έως τότε εικαστικούς τρόπους, ο Χόπερ επέμενε ρεαλιστικά. Και δεν άφηνε ούτε μία πινελιά στην τύχη της. Η έρευνα και η προετοιμασία για κάθε πίνακα ήταν ενδελεχείς και αυτή είναι μια μετριοπαθής έκφραση για τη φροντίδα που επεφύλασσε σε κάθε έργο του. Για παράδειγμα, μόνο για τον πίνακα «New York Movie» (1939) υπάρχουν 53 προπαρασκευαστικά σκίτσα. Η εξωτερική αληθοφάνεια ήταν ένα ύψιστο ζητούμενο αλλά βέβαια ο Χόπερ αναζητούσε πολύ περισσότερα. «Τον αποκαλούν ρεαλιστή, όμως η πραγματική διαδικασία στο έργο του αφορούσε τη μνήμη και τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να μπολιάσει σε αυτή μια υποκειμενική οπτική» έχει πει ο επιμελητής των σχεδίων του Μουσείου Whitney, Κάρτερ Φόστερ. Με έναν τρόπο η οικουμενικότητα της θεματικής των πινάκων του καθιστούσε αυτόν τον ρεαλισμό «αφηρημένο».
«Η επιδεικτική πίστη του Χόπερ σε ένα συγκεκριμένο στυλ μπορεί επίσης να αποδοθεί στο αμερικανικό χαρακτηριστικό ότι έχεις δίκιο τη στιγμή που όλος ο υπόλοιπος κόσμος κάνει λάθος» υποστήριζε η πολυβραβευμένη αμερικανίδα συγγραφέας Ανι Πρου σε κείμενό της στην εφημερίδα «The Guardian». Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ηταν ένας λευκός αμερικανός πουριτανός και «συντηρητικός Ρεπουμπλικανός» που είχε νιώσει ότι είχε βρεθεί στο σπίτι του όταν αντίκρισε τη Νέα Αγγλία, την περιοχή της χώρας όπου κατέφθασαν οι πρώτοι βρετανοί άποικοι. «Οπως ξέρουμε, ένα χαρακτηριστικό του πουριτανισμού το οποίο είναι σύμφυτο στην εθνική ταυτότητα των Αμερικανών είναι το αίσθημα της ανωτερότητας και της τάσης να αυτοσυγχαίρεσαι», συνέχιζε στον ίδιο καυστικό τόνο η Πρου.
Ο Εντουαρντ Χόπερ είχε γεννηθεί στη μικρή επαρχιακή πόλη Νιάκ στη Νέα Υόρκη σε μια μεσοαστική οικογένεια βαπτιστών εμπόρων. Ο πατέρας του τού είχε εμφυσήσει την αγάπη για τη γερμανική, τη γαλλική και τη ρωσική λογοτεχνία αλλά και για ζωγράφους όπως ο Βελάσκεθ, ο Γκόγια, ο Κουρμπέ ή ο Μανέ. Ο ίδιος ήταν ένα παιδί που ξεχώριζε για όλους τους λάθος λόγους καθώς στα 12 του χρόνια είχε ύψος 1,83 μ. όπως μας πληροφορεί η Πρου, γεγονός που τον καθιστούσε αυτομάτως διαφορετικό, άρα εύκολο στόχο. Ηταν μια αίσθηση που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ και τον ακολουθούσε σε κάθε βήμα των 1,93 μέτρων του αναστήματός του. Οταν βρέθηκε στο Παρίσι στις αρχές του 20ού αιώνα, σε μια εποχή δηλαδή όπου στην πόλη ζούσε και δημιουργούσε ο Πικάσο, ο Χόπερ δεν ήρθε σε καμία επαφή μαζί του. Αντίθετα γνώρισε από κοντά και γοητεύτηκε από το έργο των ιμπρεσιονιστών. Μέχρι το τέλος της ζωής του επέμενε ότι και το στυλ που του αποδίδουν ήταν μια παρεξήγηση. «Εγώ είμαι ένας ιμπρεσιονιστής ζωγράφος» έλεγε. Ούτε η επανάσταση που έφερε ο Φρόιντ με την ψυχανάλυση τον άγγιξε ή τον αφορούσε. Ο Χόπερ πίστευε πως οτιδήποτε ήταν χαλασμένο έπρεπε να παραμείνει ως έχει και να αποτελέσει μέρος ή κίνητρο για τη δημιουργία της τέχνης του, μια άποψη που εδώ που τα λέμε βρίσκει διαχρονικά πολλούς καλλιτέχνες σύμφωνους. Θα είχε πολλά να καταθέσει επί τούτου η σύζυγός του Τζο Νίβιζον, η οποία υπήρξε το μοντέλο για τις γυναικείες φιγούρες στους πίνακές του. Τη συνάντησε όταν σπούδαζαν και οι δύο ζωγραφική αλλά τελικά παντρεύτηκαν όταν ήταν αμφότεροι 41 ετών – εκείνη παρθένα μέχρι την ημέρα του γάμου της. Ζούσαν μαζί σε ένα μικρό σπίτι στη Washington Square στη Νέα Υόρκη χωρίς ψυγείο και τουαλέτα και έτρωγαν από κονσέρβες. Εκείνη ανέλαβε με μεγάλη στοχοπροσήλωση την καταγραφή των έργων του συζύγου της. Επρεπε κάπου να διοχετεύσει την ενέργειά της και τη συσσωρευμένη πικρία της για το γεγονός ότι μόνο ο ένας από τους δυο τους θα ήταν ο αναγνωρισμένος καλλιτέχνης του σπιτιού, εκείνος που θα αναζητούσε τον εαυτό του για να συναντήσει o υπόλοιπος κόσμος τον δικό του.
INFO
«Edward Hopper»: Fondation Beyeler, Ρίχεν, Ελβετία, από τις 26 Ιανουαρίου έως τις 17 Μαΐου.

