Το win-win ή gagnant-gagnant είναι το διαχρονικό όνειρο οικονομολόγων και πολιτικών: προσβλέπουν σε κράματα πολιτικών επωφελών σε όλους τους κοινωνικούς εταίρους, κατά το δυνατόν σε όλες τις κοινωνικές ομάδες και κατηγορίες. Το perdant-perdant, δηλαδή η αρνητική εξέλιξη των πραγμάτων όποια επιλογή και αν κάνει, όποιο στίγμα ή προσανατολισμό και αν δώσει στη δράση του, όποιες προτεραιότητες και αν προσδιορίσει, φοβάμαι πως είναι η νομοτελειακή μοίρα του εδώ και μερικούς μήνες προέδρου του ΠαΣοΚ…

Ας προσπαθήσω να γίνω πιο συγκεκριμένος, ιχνηλατώντας όλες τις δυνατές και ενδεχόμενες πιθανές καταστάσεις και κινήσεις του…

ΕΚΔΟΧΗ ΠΡΩΤΗ: Εμμένει μέχρι την ημέρα των εκλογών στη δέσμευση πως δεν θα κάνει πρωθυπουργό ούτε τον Μητσοτάκη ούτε τον Τσίπρα, δήλωση υποδηλούσα πως θα επιδιώξει συγκρότηση κυβέρνησης είτε δικομματικής, με ένα εκ των δύο μεγάλων κομμάτων, είτε τρικομματικής (δηλαδή οιονεί εθνικής ενότητος, στον βαθμό που αυτή θα αποκλείει του κυβερνητικού σχήματος μόνο τις περισσότερο ή λιγότερο αντισυστημικές δυνάμεις των άκρων), με πρωθυπουργό κοινής αποδοχής, πιθανότατα τεχνοκράτη… Πρόκειται για πολιτική στάση που κατά πάσα βεβαιότητα θα εκληφθεί από το εκλογικό σώμα ως στρατηγική ακυβερνησίας, γραμμή και πολιτική αντίληψη που σπάνια ευνοεί εκλογικά όποιον τη χαράσσει και την ακολουθεί. Ηδη λοιπόν στις «αναλογικές εκλογές» το ΠαΣοΚ, αυτοακυρούμενο ως δύναμη θετικής συνεισφοράς στην κυβερνησιμότητα της χώρας, θα υπολειφθεί των προσδοκιών. Εύλογο επομένως να υποστεί εσωκομματικούς τριγμούς από την πρώτη μετεκλογική στιγμή…

ΕΚΔΟΧΗ ΔΕΥΤΕΡΗ: Δεσμεύεται προεκλογικά πως θα συμβάλει με υπευθυνότητα στη συγκρότηση κυβέρνησης, τονίζοντας πως – σε συνάρτηση με τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς που θα καταγραφούν και τις προγραμματικές συγκλίσεις του θα προκύψουν στις μετεκλογικές διαπραγματεύσεις – θα συγκυβερνήσει με όποιο εκ των μεγάλων κομμάτων αυτό καθίσταται εφικτό (με όρους κοινοβουλευτικούς αλλά και πολιτικούς). Υποδηλώνοντας εμμέσως – με δεδομένους τόσο τους προβλέψιμους μετεκλογικούς κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς όσο και το διαφαινόμενο δεδομένο πως το δικό του κόμμα δεν θα έχει καταγράψει μια τόσο κατακόρυφη άνοδο, ώστε να μπορεί να προβάλ(λ)ει αξίωση επιλογής του επικεφαλής της κυβέρνησης – με πρωθυπουργό προερχόμενο από τον μείζονα κυβερνητικό εταίρο. Μετεκλογικά, δε, προσπαθεί πράγματι να δώσει υπόσταση στην προεκλογική αυτή δέσμευσή του. Εδώ έχουμε τα εξής ενδεχόμενα:

Αν συγκροτηθεί κυβέρνηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ΠαΣοΚ-ΝΔ υπό τον ηγέτη της τελευταίας, ο Ανδρουλάκης, εξαιτίας της εν λόγω σύμπλευσης, θα επωμιστεί αναδρομικά τη φθορά αυτού του κόμματος από τη μακροχρόνια κυβερνητική του παρουσία. Χωρίς μάλιστα το ευεργέτημα της απογραφής. (Κατά κάποιον τρόπο όπως στους οκτώ υπόδικους στην – επίκαιρη σήμερα – αποκληθείσα Δίκη των «Εξι» καταλογίστηκαν αναδρομικές ευθύνες, λόγω της εκ των υστέρων ανάληψης εκ μέρους τους κυβερνητικών καθηκόντων, για πράξεις και παραλείψεις της πρώτης μετανοεμβριανής κυβέρνησης του 1920, αυτής του Δημητρίου Ράλλη, μολονότι, εκ των οκτώ, μέλος εκείνης της κυβέρνησης ήταν μόνο ο Δημήτριος Γούναρης.) Και η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι, επί ταχύρρυθμα επιταχυνόμενης κυβερνητικής αποδυνάμωσης – όπως εύλογα θα συμβεί στη δεύτερη τετραετία Μητσοτάκη: η δημοκρατία είναι πολίτευμα ταχείας ανάλωσης των κυβερνητών – ο ελάσσων κυβερνητικός εταίρος εισπράττει τη «μερίδα του λέοντος» εκ της φθοράς. Κατά πάσα πιθανότητα, λοιπόν, μήνες μετά από τη συγκρότηση μιας τέτοιας κυβέρνησης, δημοσκοπικά το «ανδρουλάκειο» κόμμα θα έχει επανέλθει σε «φώφεια» (μονοψήφια) ποσοστά. Με γκρίνια και τάση για έξοδο από την κυβέρνηση (η οποία, αν αποφασιστεί, μάλλον θα το αποδυναμώσει περαιτέρω…).

Επιχειρεί αντίθετα, μετά τις «αναλογικές εκλογές», τη συγκρότηση κυβέρνησης κοινοβουλευτικής μειοψηφίας υπό τον Τσίπρα, προσβλέποντας σε στάση ανοχής (αποχή κατά τη διαδικασία για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης) των μικρότερων κομμάτων της Αριστεράς; Η Ελλάδα δεν είναι Δανία του Νότου… Το προεξοφλούμενο βραχύβιο μιας τέτοιας κυβέρνησης, που θα είναι όμηρος του ΚΚΕ, θα καταστήσει λογικά τον Ανδρουλάκη θύμα της πρόωρης κάλπης που θα ακολουθήσει…

ΕΚΔΟΧΗ ΤΡΙΤΗ: Ναι μεν προεκλογικά, με πραγματισμό και χωρίς μαξιμαλιστικές υποδείξεις (π.χ. να επιβάλει πρωθυπουργό της αρεσκείας του ή, έστω, της αποδοχής του), προβάλλει την ανάγκη να σχηματιστεί κυβέρνηση, στη συνέχεια όμως, λόγω – επίκλησης – διαφωνιών στην ακολουθητέα πολιτική ή στην κατανομή των κυβερνητικών οφικίων, η προσδοκία αυτή διαψεύδεται. Και αμέσως η χώρα – με καταφανή την κόπωση του εκλογικού σώματος από τις ατελέσφορες διαπραγματεύσεις – επανακαλείται στην κάλπη, με εκλογικό σύστημα περιλαμβάνον ισχυρά πλειοψηφικά στοιχεία και με ισχυρό κοινωνικό αίτημα να προκύψει κυβέρνηση (που τότε θα μεταφράζεται «να προκύψει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία ενός κόμματος»). Η πολιτική λογική λέει πως στη νέα λαϊκή ετυμηγορία το κόμμα του κ. Ανδρουλάκη μάλλον θα χρειαστεί μεγεθυντικό φακό για να εντοπίσει τα ποσοστά του.

ΣΥΝΕΛΟΝΤΙ ΕΙΠΕΙΝ (που θα έλεγαν οι μη στερούμενοι κλασικής παιδείας συμπατριώτες μας): Ο αναλυτής της πολιτικής μας πραγματικότητας, ο οποίος θα κατάφερνε σήμερα να φανταστεί ένα σενάριο με ευνοϊκές προοπτικές για το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, θα ήταν άνθρωπος με πλούσια και γόνιμη φαντασία…

 

Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.

* Τη Δευτέρα 31 Οκτωβρίου – 100ή επέτειο από τη Δίκη των «Εξι» -, ώρα 8.30 μ.μ., στο Public Συντάγματος, οι Ευάγγελος Βενιζέλος, Γιώργος Γεραπετρίτης, Αλέξης Χαρίτσης, Ευάνθης Χατζηβασιλείου και Σία Αναγνωστοπούλου θα συζητήσουν με τον Θανάση Διαμαντόπουλο για τα θέματα που θέτει το βιβλίο του «Ο Εθνικός Διχασμός και η κορύφωσή του, Η Δίκη των «Εξι», Εξιλασμός ή δικαστικός φόνος;».