Ιωάννα Καρυστιάνη
Χίλιες ανάσες
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018,
σελ. 320, τιμή 18 ευρώ

Το πράσινο βλέμμα εξεταστικό, η μακριά γκρίζα πλεξούδα στον έναν ώμο, τζιν, αθλητικά και ένα πράσινο μαντίλι στον λαιμό της, περσινό δώρο του Μάνου Ελευθερίου, στο βαπόρι από το Γαύριο της Ανδρου προς τη Ραφήνα. Στο σπίτι της στο Μαρούσι, όπου ζει με τον σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη, η Ιωάννα Καρυστιάνη μάς υποδέχεται στην πόρτα, ενώ ο Κούκλος, ο γκρίζος γάτος που έχει υιοθετήσει συλλογικά η γειτονιά, ορμάει στα πόδια της. Αφορμή της συνάντησης το νέο της μυθιστόρημα με τίτλο Χίλιες ανάσες (Καστανιώτης, 2018), που μόλις κυκλοφόρησε. Μια πιατέλα μπουρεκάκια είναι ήδη έτοιμη για τρατάρισμα. Μικρασιάτικη συνταγή, από τους πρόσφυγες γονείς. Γράψιμο και μαγείρεμα γίνονται, λέει, παράλληλα, με ένα πάσο να οριοθετεί στον χώρο τις δύο δραστηριότητες. Η κασετίνα με τα Καρέλια στο τραπέζι μπροστά της και το τσιγάρο σταθερό αξεσουάρ στο χέρι της. Ο λόγος της χειμαρρώδης, περνά από εξιστορήσεις για τις αυθόρμητες εκμυστηρεύσεις αγνώστων γυναικών στα ταξίδια της στην ευγνωμοσύνη για τον τόπο της και τους ανθρώπους που έχει γνωρίσει, διάσπαρτος με ατάκες αποφθεγματικές: «Είναι ψαχνό η φαντασία», «Ο έρωτας είναι η γιορτή του παρόντος», «Το παρελθόν είναι γονιός». Είναι φράσεις που σκέφτεται μόλις ξυπνάει, αξημέρωτα, η εκφραστική δεξαμενή από την οποία δημιουργούνται τα βιβλία της.

«Τις γυναίκες του βιβλίου τις ξέρω, είμαι μία από αυτές»

Πώς γεννήθηκε αυτό το βιβλίο;
«Δεν μπορώ αν δεν δουλεύω, από τις τέσσερις παρά τέταρτο το πρωί ως τα μεσάνυχτα, χαρτί και μολύβι, καφές και τσιγάρο. Και μέσα σε αυτές τις άπειρες ώρες κάνω διαρκώς ασκήσεις, διαλόγους υποθετικών προσώπων για να σταχυολογήσω μια φράση. Κάνω φράσεις για αντικείμενα, για χειρονομίες, για τοπία – για να μου βρίσκονται. Μπορεί να κάνω κάθε μέρα πενήντα φράσεις για ένα θέμα, για τα φύλλα των λουλουδιών, ή πενήντα βρισιές για το γήπεδο, ή πενήντα φράσεις για το φιλί. Από αυτές οι σαράντα οκτώ θα πάνε στην ανακύκλωση, αλλά θα μείνουν δύο που ξεκλειδώνουν μέσα μου έναν μηχανισμό συλλογισμών. Και αυτές, αν μου βγουν καλές και ουσιαστικές, τις έχω καβάντζα για ένα βιβλίο, για την αρχή και το τέλος ενός κεφαλαίου. Ετσι καταλήγω να έχω σημειώσεις για χαρακτήρες, μικροϊστορίες και λοιπά, και κάποια στιγμή τα ξαναζυγίζω όλα αυτά να δω αν αντέχουν μέσα μου και αν σχηματίζουν κάτι που με ενδιαφέρει να ψάξω περισσότερο.
Το συγκεκριμένο βιβλίο δεν ξέρω πώς γράφτηκε. Δεν ξέρω αν είναι απόδραση από μια ασφυκτική καθημερινότητα, άλλωστε δεν νιώθω ότι Ελλάδα είναι μόνο η Αθήνα ή η ΔΕΘ ή η δημοφιλής Μύκονος ή η αριστουργηματική Σαντορίνη, τα μέρη που υπάρχουν κατά κόρον στην επικαιρότητα. Εχω την τάση να αποζητώ να φεύγω μακριά γιατί έτσι ξεσκαρτάρονται μέσα μου πράγματα. Το βιβλίο γράφτηκε με σημειώσεις που είχα από παλιότερα, την περσινή χρονιά που είχαμε μια περιπέτεια υγείας του Παντελή και υποχρεώσεις με τις προβολές της ταινίας «Το τελευταίο σημείωμα» και δεν κατάλαβα καλά-καλά πώς γράφτηκε. Το κοιτώ τυπωμένο και αναρωτιέμαι, είναι δικό μου; Ωστόσο, ένα τυπωμένο βιβλίο δεν θεωρώ ότι είναι κάτι τελειωμένο, ένα μπιμπελό για να το βάλεις στο ράφι και να το τραβήξεις φωτογραφία για το Instagram – έτσι κι αλλιώς είμαι έξω από αυτά τα πράγματα. Και με αυτό το βιβλίο και με τα προηγούμενα η αίσθηση που είχα ήταν ότι φτιάχνω μια βεντάλια για να δροσίζεις το μυαλό που ακόμη ζεματάει».
 Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται σε ένα νησί, στο φανταστικό Κουκούτσι. Τα νησιά είναι ένας λογοτεχνικός τόπος που επανέρχεται στα βιβλία σας. Τι σας ελκύει σε αυτό το σκηνικό του περίκλειστου χώρου;
«Μπορεί να είναι δάνειο από την κοινωνική ανθρωπολογία που θεωρεί ότι στις μικρές κοινωνίες όλοι έχουν έναν δικό τους ρόλο, και έχω αυτή την «πετριά» να ανατρέχω σε τέτοιες κοινωνίες γιατί πιστεύω ότι εκεί δεν θα μου ξεφύγουν πολλά πράγματα, γιατί στη μικρή κοινωνία όλοι παίρνουν μέρος στη διανομή των ρόλων για να ανεβάσουν την παράσταση του βίου, ουδείς υπεράριθμος. Στις Χίλιες ανάσες, επειδή δεν πραγματεύεται ένα μεγάλο θέμα το βιβλίο, διάλεξα έναν μικρό χώρο δίχως εκτυφλωτικές υπάρξεις, δίχως αξιοζήλευτες καριέρες, δίχως εκκωφαντικά γεγονότα ακριβώς για να μη μου διαφύγει η σημασία και του ελάχιστου, του μικρού. Εστησα αυτό το νησί, τη γεωγραφία του και την ανθρωπογεωγραφία του και το ιστορικό του τοπίο γιατί ήθελα να επισημάνω όσα και όσους υπάρχουν σαν να μην υπάρχουν. Θεωρώ ότι με αυτόν τον τρόπο εγγράφω την παρουσία και κάνω αισθητή την ύπαρξή τους».
 Υπάρχουν χρονικοί δείκτες στο μυθιστόρημα που το τοποθετούν στην εποχή μας, όπως η αναφορά στο Προσφυγικό.
«Οταν κάνεις σύγχρονο μυθιστόρημα είναι δύσκολο οι ζωές των χαρακτήρων να μην επηρεάζονται από τη συλλογική εξωτερική πραγματικότητα. Επέλεξα το μυθιστόρημα να καλύπτει δέκα μήνες από το καλοκαίρι του 2015 ως την άνοιξη του 2016 και επίτηδες έφτιαξα ένα νησί στο οποίο δεν φτάνουν τα καραβάνια των προσφύγων γιατί ήταν τόσο ισχυρό το σοκ με τις εικόνες των προσφύγων και τα προβλήματα που οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να λύσουν, που ήθελα να δείξω ότι αυτή η ατόφια τραγωδία της εποχής μας μάς βρίσκει παντού αν δεν είμαστε ντιπ αναίσθητοι».
 Θέλατε να γράψετε ένα βιβλίο για το Προσφυγικό;
«Δεν ήθελα να γράψω ένα βιβλίο πιο άμεσα πολιτικό για το Προσφυγικό, άλλωστε οι σχετικές σελίδες στο μυθιστόρημα είναι ελάχιστες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω άπειρες σημειώσεις της πρώτης γραμμής, που λένε, αλλά έχω συνηθίσει να γυρίζω πίσω και να βλέπω το σκορποχώρι στα μετόπισθεν. Το Προσφυγικό είναι μία από τις τεράστιες, σκοτεινές και ελεεινές πτυχές του παρόντος μας και, μια που το συζητάμε, θεωρώ πάρα πολύ μοιραία την παρούσα ευρωπαϊκή ηγεσία. Οταν βλέπουμε να αυξάνονται τα φασιστικά και τα νεοναζιστικά μορφώματα τα οποία απειλούν και εγκλιματούν, αντί να βαρέσουν συναγερμό, εκείνοι συνεχίζουν τον χαβά τους με τις πολιτικές λιτότητας, τις τιμωρητικές απέναντι στις μικρές χώρες, και τσακώνονται ποιος δεν θα πάρει τους πρόσφυγες, αφού είναι παντού ανεπιθύμητοι».
 Η συγκατοίκηση στη δική μας κυβέρνηση δύο κομμάτων με καταρχήν διαφορετική στάση απέναντι στο θέμα πώς σας φαίνεται; Ως άνθρωπο που συνδέεται με την Αριστερά, σας ξάφνιασε αυτή η συνεργασία;
«Με ξάφνιασε και βλέπω ότι υπάρχουν παρόμοιες επιλογές που αποβλέπουν σε συνεργασίες συμβίωσης και εκλογικό ταμείο και στα άλλα κόμματα, μιλάμε για έναν Αδωνι Γεωργιάδη και έναν Βορίδη στην άλλη πλευρά, δεν είναι κάτι που είναι μοναδικό. Θα ήθελα να είναι πιο καθαρά τα πράγματα. Αλλά μια που η κουβέντα έφτασε εδώ, να σας πω ότι είμαι ένας άνθρωπος πιστός σε ό,τι αγάπησε επειδή άξιζε: ιδέες, τόπους και ανθρώπους. Με την έννοια αυτή, είμαι πιστή στις ιδέες της Αριστεράς. Πρώτον, δεν μου φταίνε οι ιδέες για την εφαρμογή τους. Δεύτερον, δεν έχω βρει και καλύτερες. Σε μια εποχή που βλέπω το κραταιό κεφάλαιο να παράγει ανισότητες, πολέμους, ρατσισμό, φορολογικούς παραδείσους, δεν μπορώ να τις απαρνηθώ και δεν θέλω να κάνω ζημιά σε κανένα κομμάτι της Αριστεράς, παρά το γεγονός ότι βλέπω και λάθη, βλέπω και κατακερματισμό και αλληλοσπαραγμό και αλληλοκαταγγελίες και βλέπω ηγεσίες με έπαρση που δεν καταλαβαίνω ποιοι θρίαμβοι του παρελθόντος ή του παρόντος τις δικαιολογούν».
 Το μυθιστόρημα ανοίγει με έναν αινιγματικό θάνατο ο οποίος μένει ανεξιχνίαστος. Το μυστήριο ήταν εδώ το ζητούμενο;
«Ενώ το βιβλίο, σκόπιμα, ξεκινάει υποσχόμενο μια πλοκή με αστυνομική διάσταση, ήθελα μια αποκλιμάκωση και μια προσγείωση στα τετριμμένα. Ζούμε σε ένα κλίμα όπου υπερπροβάλλεται η εγκληματικότητα, υπάρχει μια «αστυνομικότητα», ας μου επιτραπεί η λέξη, και ήθελα να ξεφύγω σιγά-σιγά από αυτό, να προσγειώσω την ιστορία σε κάτι πολύ συνηθισμένο και μέσα από αυτή τη διαδρομή της αποκλιμάκωσης να φτάσω στην ουσία των πραγμάτων: στο βάρος των σχέσεων. Στις σχέσεις των χαρακτήρων του βιβλίου, της Πηγής με τον άντρα της, με τις φίλες της, με την κόρη της. Γράφω μια ιστορία συνηθισμένων ανθρώπων, μέσα στην οποία καταθέτω και δικά μου βιώματα και ερωτήματα, και αισθάνομαι ότι απευθύνω έκκληση να συναντηθώ με κάποιους αναγνώστες μέσα στα συνηθισμένα ενός βίου που μπορεί να είναι δύσκολος αλλά που πάντα πρέπει να σκέφτεσαι τον αυτοσχεδιασμό και την αυτενέργεια, ότι κάτι περνάει από το χέρι σου, ότι κάτι μπορείς να κάνεις και για τον διπλανό».
 Θα λέγαμε, με κινηματογραφικούς όρους, ότι έχουμε στο μυθιστόρημα ένα γυναικείο καστ δυνατών χαρακτήρων, που θα θυμίσει ίσως στους αναγνώστες σας τη γυναικοπαρέα του «Αγίου της Mοναξιάς». Μακριά από τις γυναίκες-θύματα του ΜeToo, έχουμε εδώ γυναίκες σε αντισυμβατικούς ρόλους, σαν άντρες, όπως η Πηγή που έχει συνεργείο αυτοκινήτων. Είναι πραγματικές ή φανταστικές αυτές οι γυναίκες με τα ονόματα που μοιάζουν, η Πόπη, η Πέπη, η Πηγή;
«Σε πάρα πολλά βιβλία, και πολύ καλά βιβλία, όταν πρωταγωνιστούν γυναίκες, το κύριο θέμα είναι ο έρωτας: ο καλός έρωτας, ο κακός έρωτας, ο ανεκπλήρωτος έρωτας, οι διαψεύσεις, το σερί των εραστών. Δεν ήθελα να κάνω κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί να λείπει ο έρωτας, αλλά εδώ έχουμε τις ζωές των γυναικών αυτών βήμα-βήμα, που περιλαμβάνουν και όλα τα υπόλοιπα, τον αγώνα για την επιβίωση και τον αγώνα για να κρατήσουν σχέσεις που πιστεύουν ότι αξίζουν. Δεν είναι γυναίκες που κάνουν μπότοξ στο μούτρο ή στην καρδιά τους. Είναι γυναίκες που το παλεύουν όπως μπορούν. Και ενώ έφτιαξα ένα νησί που δεν υπάρχει, το Κουκούτσι, αυτές τις γυναίκες τις ξέρω και είμαι μία απ’ αυτές.
Η τροπή της φαντασίας πάντα έχει ως εκκίνηση ένα εφαλτήριο πραγματικότητας, είναι ψαχνό η φαντασία. Εδώ μιλάω για καταστάσεις που είναι κοινές και συνηθισμένες για τον πολύ κόσμο, που έχουν σχέση με την πραγματικότητα, και το νησί αυτό και αυτές οι ταπεινές και συνηθισμένες υπάρξεις. Εχω την τάση να καταγίνομαι με τα τετριμμένα, με αυτά που μοιάζουν αδιάφορα ή μονότονα, γιατί έχω ευλογηθεί στη ζωή μου, όσες φορές δεν σνόμπαρα ανθρώπους που μοιάζουν ασήμαντοι στην πρώτη ματιά και κάθισα να τους ακούσω, να τους ζήσω, να πάρω καταπληκτικά μαθήματα ζωής.
Οσον αφορά τα ονόματα των χαρακτήρων, πάντα με απασχολούν, πάντα φροντίζω να είναι αληθοφανή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με τα τρία ονόματα που μοιάζουν ήθελα να δείξω ότι η καθεμιά από τις τρεις γυναίκες έχει κάτι από τη ζωή τής άλλης και ήθελα και κάτι άλλο: ξέροντας ότι στις πρώτες σελίδες μπορεί ο αναγνώστης να παιδευτεί να ξεχωρίσει ποια είναι ποια, σκεφτόμουν ότι αυτός είναι ένας τρόπος να κερδίσω το ενδιαφέρον του αναγνώστη για ορισμένες φράσεις και άλλα πράγματα στο βιβλίο, θέλω τον προσεκτικό αναγνώστη».