Οταν μάθεις στη σαμπάνια, δύσκολα επιστρέφεις στη ρετσίνα, και δη στην ξινισμένη. Κάπως έτσι, όταν διά του παράνομου downloading και ακολούθως διά της απολύτου νόμιμης συνδρομής σε πλατφόρμες α λα Netflix, Nova, Cosmote TV, Wind vision και Vodafon TV «εθιστείς» στα σίριαλ νέας γενιάς ή ανακαλύψεις πόσο άρτια ντοκιμαντέρ γυρίζονται στις μέρες μας, όλο και πιο δύσκολα επιλέγεις για την ψυχαγωγία σου την ελληνική τηλεόραση.
Σε πολλές συζητήσεις ακούω τελευταίως να λένε πως «τα κανάλια μας δεν έχουν τίποτε να δεις». Στην πραγματικότητα τα κανάλια μας έχουν ό,τι είχαν πάντα: σίριαλ, ψυχαγωγικές εκπομπές, τηλεπαιχνίδια, μαγκαζίνο. Απλώς, τα υλικά που συνθέτουν το πρόγραμμά τους έχουν παλιώσει, οι συνταγές που ακολουθούνται είναι ξεπερασμένες, ενώ (θύματα και της οικονομικής κρίσης) τα στούντιό τους δεν διαθέτουν τον σύγχρονο εξοπλισμό και την τεχνογνωσία που θα βοηθούσε στη δημιουργία ενός πιο σύγχρονου αποτελέσματος.

Κολλημένοι στη… «Λάμψη»

Η ελληνική τηλεόραση και στο θέμα της ψυχαγωγίας έχει γεράσει, μοιάζει να μην επικοινωνεί με τον κόσμο γύρω της, μοιάζει να μην έχει μέλλον. Και αυτό φαίνεται εύκολα αν συγκρίνουμε το προϊόν που παρέχει με το προϊόν που παρέχουν ξένα κανάλια και ψυχαγωγικές πλατφόρμες. Ακόμα και αν συγκρίνουμε τις ελληνικές με τις αντίστοιχες τουρκικές σαπουνόπερες. Οι γείτονες μάς έχουν αφήσει πίσω με το υψηλής ποιότητας αισθητικό αποτέλεσμα των σίριάλ τους, τη στιγμή που τα δικά μας παραμένουν κολλημένα στην εποχή της φωσκολικής «Λάμψης», με τα κακοφωτισμένα, ερασιτεχνικά πλάνα, τα φτωχά σκηνικά, τα σχηματικά σενάρια και τις άτεχνες ερμηνείες.
Ναι, η οικονομική κρίση είναι μια εύκολη δικαιολογία για να εξηγήσουμε το τέλμα. Μεγάλες όμως ευθύνες βαραίνουν και εκείνους που έστησαν τα κανάλια μας τις εποχές που ακόμη υπήρχαν χρήματα, και που καθόρισαν με τις ατυχείς και ευτελείς επιλογές τους (σε εκπομπές και πρόσωπα) το χαμηλό επίπεδο της λαϊκής ψυχαγωγίας. Μεγάλη και η ευθύνη του κοινού που συχνά αντί να στηρίξει τις πιο ποιοτικές δουλειές που κατά καιρούς παρουσιάστηκαν (ελληνικές και ξένες), επέμεινε στη χαζοψυχαγωγία. Κακά τα ψέματα, αυτά που ζητήσαμε μας παρείχαν.

Η μυθοπλασία σε τέλμα

Τα αποτελέσματα – την καθήλωση στο χθες, την αγκύλωση, την αδυναμία να πάμε παρακάτω – τα βλέπουμε λοιπόν τώρα, κυρίως στον τομέα της μυθοπλασίας. Από όλες τις σειρές που παίζονται αυτή τη στιγμή λείπει η φρεσκάδα, λείπει η νέα ιδέα. Ολες κάτι μας θυμίζουν, όλες κάπου τις έχουμε ξαναδεί, όλες μπορούμε ανά πάσα στιγμή να σταματήσουμε να τις βλέπουμε και δεν θα μας λείψουν καθόλου.
Και την αμήχανη «Επιστροφή» και τα ανέμπνευστα «Οσο έχω εσένα» και «Ελα στη θέση μου» και το τραβηγμένο από τα μαλλιά «Πέτα τη φριτέζα» και τη «Γυναίκα χωρίς όνομα» και το «Εγκλημα και πάθος» και το «Κάνε γονείς να δεις καλό». Ακόμη και το χαριτωμένο κάποτε «Μην αρχίζεις τη μουρμούρα» μοιάζει να έχει κάνει τον κύκλο του, γι’ αυτό και έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό το ενδιαφέρον του, παρά τις προσπάθειες ανανέωσης.
Το «Τατουάζ» πάλι, όσο και αν προσπαθούν για ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα, μοιάζει φτωχός συγγενής, κακέκτυπο αντίστοιχων παραγωγών του εξωτερικού. Μόνο το «Σόι σου» έχει βελτιωθεί, χωρίς όμως να αποφεύγει και αυτό τις παγίδες όπου διαχρονικά πέφτουν τα περισσότερα ελληνικά σίριαλ με τις επιθεωρησιακές υπερβολές, τους σχηματικούς χαρακτήρες και τη διεκπεραιωτική σκηνοθεσία.

Τηλεπαιχνίδια πλήξης

Μια από τα ίδια και στα τηλεπαιχνίδια. Επανάληψη, πλήξη, έλλειψη φαντασίας και πρωτοτυπίας. Οσο καλοί και αν είναι η Ζέτα Μακρυπούλια και ο Χρήστος Φερεντίνος (που είναι και οι δύο πολύ καλοί), και το «Ρουκ Ζουκ» και το «Deal» έρχονται από το παρελθόν. Το ίδιο και «Ο τροχός της τύχης». Οσο και αν προσπαθεί η Μαρία Μπεκατώρου, το «Still standing» είναι ένα παιχνίδι σχεδόν αδιάφορο, και το εύρημα του χαμένου που καταποντίζεται παραμένει ανόητο. Εξίσου αδιάφορα είναι τα «Beat buzzer» και «Το ταίρι ξέρει». Για τα «Next top model» και «My style rocks» τι να πει κανείς; Ανήκουν στην απαράδεκτη κατηγορία παιχνιδιών που εκμεταλλεύονται την αφέλεια και τη μωροφιλοδοξία ορισμένων (εδώ γυναικών που φιλοδοξούν να λάμψουν στις πασαρέλες) για να τους εκθέσουν, να τους περιφέρουν ως κλόουν-διασκεδαστές του πλήθους.
Παραγωγές σαν το «Ελλάδα, έχεις ταλέντο» ή το «Voice» θα είχαν αξία αν η κριτική επιτροπή αποτελούνταν από δασκάλους, από ειδήμονες στις κατηγορίες όπου διαγωνίζονται οι φιλόδοξοι καλλιτέχνες και όχι από ανθρώπους που στην πραγματικότητα τις περισσότερες φορές δεν έχουν την απαραίτητη γνώση για να κρίνουν. Οι χαμηλές, μέχρι σήμερα, θεαματικότητες του νέου «Nomads», παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του πάντα επικοινωνιακού Σάββα Πούμπουρα που το παρουσιάζει, επιβεβαιώνουν πως και αυτό έχει παλιώσει. Το «Master chef junior» δεν θα έπρεπε να υπάρχει ούτε παλαιότερα ούτε σήμερα. Είναι από αφύσικο ως θλιβερό να ακούς μικρά παιδιά να εξηγούν, μιμούμενοι τους μεγάλους, πώς θα συνθέσουν το πιάτο τους και ακολούθως να κλαίνε μπροστά στην κριτική επιτροπή που τα έχει απορρίψει επειδή δεν φούσκωσε το κέικ τους. Το «Bake off Greece», χωρίς και αυτό να είναι κάτι καινούργιο και πρωτότυπο, αποτελεί την ευχάριστη έκπληξη της χρονιάς. Δεν προσβάλλει κανέναν, είναι δημιουργικό και έχει ως παρουσιάστρια την Ιωάννα Τριανταφυλλίδου, που είναι χαριτωμένη, ευγενική και διαθέτει χιούμορ.

Βαρετοί και light

Κατά τα άλλα, Σταματίνα Τσιμτσιλή, Φαίη Σκορδά, Κατερίνα Καραβάτου (με τον σύζυγό της, τον ηθοποιό Κρατερό Κατσούλη) και Ελένη Μενεγάκη, «κολλημένες» στη «Μέρα της μαρμότας», επιμένουν στο ίδιο μοντέλο πρωινής ψυχαγωγικής εκπομπής που βλέπουμε εδώ και χρόνια: κουτσομπολιά, μαγειρικές, ανόητοι διαγωνισμοί, δώρα, συμβουλές ομορφιάς, τσαχπινιές… Και όμως, κάθε μία με τον τρόπο της, με τα δικά της ταλέντα, θα μπορούσαν να κάνουν κάτι διαφορετικό. Φοβούνται αυτές να το τολμήσουν ή φοβούνται τα κανάλια να τους το αναθέσουν;
Ο,τι μπορεί κάνει και η Ελένη Τσολάκη στο «Τι λέει;», για να επιβεβαιώσει όμως ότι δεν τα πολυλέει ως κεντρική παρουσιάστρια –  δεν είναι, εξάλλου, όλοι κατάλληλοι για τον πρώτο ρόλο, υπάρχουν και οι γεννημένοι δευτεραγωνιστές. Η Κωνσταντίνα Σπυροπούλου, πάλι, ως παρουσιάστρια του «My style rocks» επιβεβαιώνει (για άλλη μια φορά) πως δεν τα λέει καθόλου. Επιμένει όμως.

Η δημόσια τηλεόραση

Μέσα σε αυτό το σκηνικό της αμηχανίας και της πλήξης, και η δημόσια τηλεόραση (που δεν αντιμετωπίζει τα οικονομικά προβλήματα της ιδιωτικής) μοιάζει να εκπέμπει από το παρελθόν. Με εκπομπές παρωχημένης αισθητικής, αλλά και εντάσσοντας στο πρόγραμμά της καλές μεν ξένες σειρές (π.χ. «True detective» και «Ντετέκτιβ Μέρντοχ»), που όμως έχουν παιχτεί αρκετά χρόνια πριν, τις οποίες δηλαδή πολλοί έχουμε ήδη παρακολουθήσει. Παραμένει βεβαίως μια κάποια λύση για εκείνους που ενδιαφέρονται για ντοκιμαντέρ, εκπομπές γνώσης, συναυλίες και παραστάσεις όπερας, είδη στα οποία τα ιδιωτικά κανάλια έχουν κλείσει τις πόρτες τους, αλλά η μυρωδιά ναφθαλίνης είναι έντονη στο σύνολο του προγράμματός της. Μια μυρωδιά που έχει εξαπλωθεί σε όλη την ελληνική τηλεόραση.
Ετσι, ενώ στο εξωτερικό συντελείται ένα είδος τηλεοπτικής επανάστασης, με άρτιες και πρωτότυπες παραγωγές, η δική μας τηλεόραση παραμένει κολλημένη στο παρελθόν, επαναλαμβάνοντας διαρκώς τον χειρότερο εαυτό της. Η ανάγκη ανανέωσης είναι επιτακτική. Η έλλειψη χρημάτων είναι ένας σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας, εκτός όμως από τα λεφτά χρειάζεται και όραμα. Το όραμα για μια τηλεοπτική εμπειρία υψηλού επιπέδου, για την τηλεόραση της νέας εποχής που θα αλλάξει τον τρόπο της λαϊκής οικιακής ψυχαγωγίας αλλά και που θα επιτρέψει στα κανάλια να συνεχίσουν να υπάρχουν σε μια όλο και πιο ανταγωνιστική αγορά.