Έντυπη Έκδοση Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους Με την πανδημία του COVID-19 να φέρνει τα πάνω κάτω στον ρυθμό ανάπτυξης της Ελλάδας – ύφεση μεταξύ 5% και 20% προβλέπουν οι αναλυτές για το 2020 -, αφού χτυπήθηκαν τουρισμός και κατανάλωση, οι «ετυμηγορίες» των τριών οίκων αξιολόγησης που είδαν το φως της δημοσιότητας δεν ήταν τόσο τραγικές. Fitch, S&P και DPRS μετέβαλαν τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας από θετικές σε σταθερές αλλά δεν υποβάθμισαν την πιστοληπτική ικανότητα. Αν η διαταραχή της υγειονομικής κρίσης και οι παρενέργειές της συνέβαιναν πριν από ένα ή δύο χρόνια, θα μας είχαν «ξεσκίσει». Αυτό συνέβη γιατί η Ελλάδα είναι πλέον μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα. Εχει τακτοποιήσει τα δημοσιονομικά της, κάνει μεταρρυθμίσεις, προωθεί τις επενδύσεις και κυρίως έχει αναβαθμιστεί στα μάτια όλων με την αποτελεσματική διαχείριση για τον περιορισμό εξάπλωσης της πανδημίας. Ετσι οι οίκοι έδειξαν ανοχή σε μια – έστω και μεγάλη – διαφαινόμενη βουτιά του ΑΕΠ, για την οποία όμως δεν ευθύνεται η Ελλάδα. Βεβαίως, η μεταβολή των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας βάζει τη χώρα μας στο κατώφλι της υποβάθμισης στις επόμενες αξιολογήσεις των οίκων αλλά όπως υποστηρίζουν οι αναλυτές ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν θα έχει σοβαρό αντίκτυπο, καθώς τα ελληνικά ομόλογα έχουν ενταχθεί στο νέο πρόγραμμά ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ώστε να μην τίθεται θέμα ρευστότητας για τη χώρα.
Αυτό όμως που προβληματίζει τους αναλυτές αλλά και τα στελέχη των τριών οίκων αξιολόγησης, όπως φαίνεται στις εκθέσεις τους, είναι ότι η πανδημία και το lockdown που επέφερε θα επηρεάσουν τον ρυθμό μείωσης των κόκκινων δανείων των τραπεζών.
Παρά τη μείωσή τους από 107 δισ. ευρώ το 2016 σε 68 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) παραμένουν πολύ υψηλά, στο 42% του συνολικού χαρτοφυλακίου, και αποτελούν πρόκληση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Φοβούνται δηλαδή για μια νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων δανείων που είναι δύσκολο να περιοριστεί από τις κρατικές εγγυήσεις που δίνονται σε δάνεια των επιχειρήσεων αλλά και από τις τριμηνιαίες αναστολές πληρωμών των δόσεων στα φυσικά πρόσωπα αν δεν επανεκκινήσει σύντομα η οικονομία, και μάλιστα με «βίαιο» τρόπο.