Στο πολιτικό σύστημα, στην κυβέρνηση αλλά και σε μέρος της αντιπολίτευσης τίθεται ένα ερώτημα στο οποίο οι περισσότεροι δυσκολεύονται ή αποφεύγουν να απαντήσουν.

Τι θα κάνουν με τον ΣΥΡΙΖΑ; Ή πιο συγκεκριμένα: τι θα κάνουν με τον Τσίπρα;

Προς το παρόν μπορεί να διατυπώνονται ιδέες ή εκτιμήσεις, αλλά απάντηση δεν υπάρχει. Μάλλον πορεύονται «βλέποντας και κάνοντας».

Κακά τα ψέματα όμως, ο Τσίπρας είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο που οι άλλοι απλώς κάνουν πως δεν βλέπουν.

Γιατί όμως αυτή η απορία; Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τις εκλογές, δεν είναι πρώτη φορά που μια κυβέρνηση χάνει τις εκλογές, πάμε παρακάτω.

Η ιδιομορφία της περίπτωσης έχει τρεις διαστάσεις.

Πρώτον, ο Τσίπρας έχασε και έμεινε. Θυμίζω πως συνήθως οι ηττημένοι πρωθυπουργοί φεύγουν. Ράλλης το 1981, Μητσοτάκης το 1993, Κ. Καραμανλής το 2009, Σαμαράς το 2015.

Το 2004 ο Σημίτης έφυγε μάλιστα πριν από τις εκλογές, το ίδιο και ο Γ. Παπανδρέου το 2012. Μόνο ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν έφυγε το 1990 για τους λόγους που όλοι γνωρίζουμε – τελούσε υπό καθεστώς ποινικής δίωξης…

Ενας ηττημένος πρωθυπουργός στην αντιπολίτευση δεν είναι λοιπόν συνηθισμένη κατάσταση.

Δεύτερον, κατά την προηγούμενη θητεία του στην αντιπολίτευση ο ΣΥΡΙΖΑ υπέθαλψε ακραίες συμπεριφορές και καλλιέργησε έναν φανατικά διχαστικό λόγο.

Η λογική αυτή προεκτάθηκε εν μέρει και στην κυβερνητική θητεία του. Εχθροπάθεια, επιθετικότητα, θράσος, συνωμοσιολογία και μισαλλοδοξία, ένα πολιτικό στυλ που (για να είμαι ειλικρινής) περισσότερο έβλαψε παρά ωφέλησε την προηγούμενη κυβέρνηση.

Κατέληξε απομονωμένη και απαξιωμένη ενώ θα μπορούσε, βάσει επιδόσεων, να διεκδικήσει καλύτερους τίτλους τιμής.

Τρίτον, η κυβέρνηση Τσίπρα είναι η πρώτη κυβέρνηση τα τελευταία τριάντα χρόνια που οργάνωσε διώξεις κατά τον πολιτικών αντιπάλων της.

Καμία άλλη δημοκρατική κυβέρνηση δεν είχε διατυπώσει το περίφημο δόγμα Πολάκη «να βάλουμε μερικούς φυλακή για να κερδίσουμε τις εκλογές».

Ολα αυτά φυσικά έχουν δεύτερο ημίχρονο. Και το δεύτερο ημίχρονο είναι τώρα.

Ιδίως όταν, κατά τα φαινόμενα, ούτε ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποφασίσει πώς θα πολιτευτεί. Εμφανίζεται πιο μπερδεμένος από τους αντιπάλους του και συμπεριφέρεται σαν να μην ηττήθηκε ή σαν να μην αποδοκιμάστηκε, συμπεριφορά που συνήθως αντιμετωπίζεται με ιατρική φροντίδα στα γνωστά ιδρύματα.

Κάποια στιγμή όμως το αναπάντητο ερώτημα που πλανάται πάνω από τα κεφάλια μας πρέπει να απαντηθεί.

Εχουμε τις ποινικές υποθέσεις που εμπλέκουν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και αργά ή γρήγορα θα φτάσουν στη Δικαιοσύνη.

Εχουμε κυρίως την υπόθεση Novartis (ως σκευωρία, όχι ως σκάνδαλο) η οποία σύντομα θα φτάσει στη Βουλή για τα πολιτικά πρόσωπα με βασικό υποψήφιο τον «Ρασπούτιν».

Τι θα κάνει η Βουλή αν η δικογραφία μπλέξει και τον Τσίπρα; Τι θα κάνει αν η έρευνα φτάσει στον Τσίπρα; Είναι σίγουρο πως όσοι πάρουν τον δρόμο του Ειδικού Δικαστηρίου δεν θα επικαλεστούν την κάλυψη του πρώην πρωθυπουργού;

Και έχουμε επίσης ζητήματα όπως η ΔΕΗ για τα οποία είναι ασαφές αν θα ασχοληθεί η Δικαιοσύνη ή η Βουλή κι ως πού θα φτάσει η απόδοση ευθυνών.

Η αίσθησή μου είναι ότι ο Πρωθυπουργός δεν θέλει να στήσει ένα απέραντο δικαστήριο, αλλά ούτε και να φορτωθεί τον προκάτοχό του. Ορισμένοι άλλοι υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να δοθεί μια ευκαιρία εξημέρωσης και εκπολιτισμού στον ΣΥΡΙΖΑ – αλλά πώς;

Και κάποιοι άλλοι θεωρούν πως απλώς ο ΣΥΡΙΖΑ θα προσπαθήσει να κερδίσει χρόνο, να ανασυνταχθεί και να γυρίσει στα γνωστά.

Ούτως ή άλλως, η κατάθλιψη της ήττας μάλλον έχει τονώσει παρά εκτονώσει την επιθετικότητά τους. Κυκλοφορούν με ένα ανεξήγητο αίσθημα αδικίας και με ένα αστείο αίτημα δικαίωσης.

Για να είμαι ειλικρινής, δεν γνωρίζω ποια είναι η απάντηση που θα δοθεί στο ερώτημα. Ξέρω όμως ότι μια απάντηση θα χρειαστεί πολύ σύντομα.

Και από όλους.

Γενναιοδωρίες

Ομολογώ ότι ακόμη και στη χώρα του παραλόγου η ιστορία με τα αρχαία στο Μετρό Θεσσαλονίκης με ξεπερνάει.
Πού ξανακούστηκε ο Μητσοτάκης, ο Τσίπρας, ο Μπουτάρης, διάφοροι άσχετοι στο Διαδίκτυο, κάτι επιτροπές, οι διάδοχοι του Μπουτάρη, η διοίκηση του Μετρό, ο κάθε παρατρεχάμενος και δεν ξέρω ποιος άλλος να ασχολούνται με ένα θέμα που είναι μόνο τεχνικό και οικονομικό;
Να μαζευτούν οι αρμόδιοι και να επιλέξουν τη λύση που μπορούν να πληρώσουν. Τέλος.
Οποιος έχει στο μυαλό του άλλη λύση μπορεί (αν θέλει) να την πληρώσει από την τσέπη του.
Σε αυτή την περίπτωση μάλιστα εισηγούμαι να δώσουν στον σταθμό το όνομα του γενναιόδωρου χορηγού!

Χαμηλές προσδοκίες

Φάνηκε από τις ευρωεκλογές και την ακατάστατη διαπραγμάτευση που ακολούθησε ότι η νέα ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν ξεκινάει τη θητεία της με τους καλύτερους οιωνούς.

Η νέα πρόεδρος της Κομισιόν παρουσίασε ένα σχήμα μπερδεμένο, ετερόκλητο και μάλλον χαμηλού πολιτικού βεληνεκούς. Ακόμη και ο προκάτοχός της γκρινιάζει για την επιλογή της και τις επιλογές της.

Μπορούσε να κάνει διαφορετικά; Δεν το γνωρίζω. Αλλά αμφιβάλλω.

Ιδίως αν σκεφτεί κανείς πως βασικές χώρες της Ενωσης βιώνουν ένα σχεδόν ενδημικό καθεστώς πολιτικής αστάθειας ή καταφεύγουν σε λύσεις ανάγκης.

Η Μεγάλη Βρετανία του Brexit έχει μετατραπεί σε ένα απέραντο φρενοκομείο. Η Ισπανία βρίσκεται κυριολεκτικά στον αέρα, ούτε ξέρει αν έχει κυβέρνηση εδώ και πολλούς μήνες.

Η Ιταλία οριακά έφτιαξε μια περίπου κυβέρνηση την οποία οι ίδιοι αποκαλούν «χάος συνασπισμού» – κατά το «κυβέρνηση συνασπισμού»…

Η κυβερνητική συνεργασία Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών στη Γερμανία τρίζει. Και τουλάχιστον πεντέξι χώρες της Ενωσης έχουν κυβερνήσεις μειοψηφίας.

Αυτή είναι η γενική εικόνα. Και αυτή η εικόνα αποτυπώθηκε στην Κομισιόν της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Μια Κομισιόν «χαμηλών προδιαγραφών» για μια Ευρώπη «χαμηλών προσδοκιών».

Το μόνο που έμεινε είναι να κάνουμε τον σταυρό μας ώστε τουλάχιστον η Κριστίν Λαγκάρντ να αποδειχθεί ισάξια του Μάριο Ντράγκι στην προεδρία της ΕΚΤ. Με μια διεθνή ύφεση στο κατώφλι είναι το λιγότερο.

Το βέβαιο είναι ότι αυτή η Ευρώπη με αυτά τα πρόσωπα και αυτές τις νοοτροπίες θα δυσκολευτεί να πάει μακριά. Αλλά είναι εξίσου βέβαιο ότι κανείς δεν δείχνει ιδιαίτερη διάθεση να αμφισβητήσει τα πρόσωπα ή τις νοοτροπίες.

Δεν είναι τυχαίο ότι κοτζάμ Ευρωπαϊκή Ενωση δεν έχει κατορθώσει να αντιμετωπίσει στοιχειωδώς το βασικό θέμα που την ταλανίζει εδώ και μερικά χρόνια: το Μεταναστευτικό.

Και τελικά τσακώθηκαν όχι για το ίδιο το πρόβλημα, αλλά για το αν η άνευ αρμοδιοτήτων αντιπροεδρία του Μαργαρίτη Σχοινά θα αποκαλείται ή δεν θα αποκαλείται «προστασία του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής». Σιγά τον πολυέλαιο!

Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι οδηγούμαστε σε μια Ευρώπη διακρατικών συνεργασιών, κάτι που ακυρώνει τη βασική λογική της δημιουργίας της.

Καμιά φορά βεβαίως οι χαμηλές προσδοκίες αποτελούν μοχλό ανατροπής των συνθηκών που τις δημιούργησαν.

Δεν ξέρω όμως αν πρέπει να το εύχομαι. Ή να το φοβάμαι.