Έντυπη Έκδοση Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους Εκδοση-ορόσημο χαρακτηρίζεται το νέο 30ετές ομόλογο του Ελληνικού Δημοσίου λήξης 21 Ιανουαρίου του 2052 (δηλαδή ουσιαστικά η έκδοση είναι διάρκειας 31 ετών), καθώς επαναοριοθετεί τη διαδικασία ουσιαστικής επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές.
«Η Ελλάδα επέστρεψε στο παιχνίδι αποκαθιστώντας το στάτους της» σχολίασαν ορισμένοι αναλυτές, σημειώνοντας πως δεν είναι πολύς καιρός που είχε χάσει την πρόσβασή της στις αγορές, καθώς στην κορύφωση της κρίσης χρέους η απόδοση π.χ. του 10ετούς ελληνικού ομολόγου είχε εκτοξευθεί στο 44%.
Η έκδοση, ύψους 2,5 δισ. ευρώ, που ήταν η πρώτη τέτοιας διάρκειας από το 2007, υπερκαλύφθηκε πάνω από 10 φορές, με το επιτόκιο να διαμορφώνεται (στα 31 έτη) στο 1,956% και το κουπόνι στο 1,875%, υποδηλώνοντας την επανασύσταση της καμπύλης αποδόσεων, ενώ αυξάνει το βάθος και την ασφάλεια στην ελληνική ομολογιακή αγορά και βελτιώνει τη βιωσιμότητα του χρέους αφού οι παραδοχές από τους θεσμούς έχουν γίνει με πολύ υψηλότερο μέσο κόστος δανεισμού. Παράλληλα, αυξάνει και την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών για τη χώρα και βελτιώνει τις προοπτικές αναβάθμισης του ελληνικού αξιόχρεου από τους οίκους αξιολόγησης, δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει ακόμη την «επενδυτική βαθμίδα».
Η χώρα, σύμφωνα με αξιωματούχους, θέλησε να καλύψει την καμπύλη αποδόσεων με ένα νέο 30ετές ομόλογο αναφοράς αξιοποιώντας τα χαμηλά επιτόκια, προσελκύοντας έτσι και (real money) μακροπρόθεσμους επενδυτές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η συμμετοχή στην έκδοση των Αντισταθμιστικών Ταμείων (hedge funds) ήταν μόλις 9%, καθώς το ομόλογο αγοράστηκε κατά 49% από εταιρείες διαχείρισης, το 25% από τράπεζες, το 12% από ασφαλιστικές εταιρείες και συνταξιοδοτικά ταμεία, ενώ το υπόλοιπο 5% αφορούσε τοποθετήσεις άλλων επενδυτών, μεταξύ των οποίων και κεντρικές τράπεζες.
Αναφορικά με τη γεωγραφική κατανομή των 250 και πλέον επενδυτών, το μεγαλύτερο ποσοστό (24%) προήλθε από το Ηνωμένο Βασίλειο, το 14% από τη Γαλλία, το 12% από τις Αυστρία, Γερμανία και Ελβετία, το 11% από την Ιβηρική, το 9% από τις ΗΠΑ, ένα παρόμοιο ποσοστό από τις σκανδιναβικές χώρες και το 5% ήταν από την Ιταλία. Ενα 7% προήλθε από όλες τις υπόλοιπες χώρες, ενώ η συμμετοχή των εγχώριων επενδυτών διαμορφώθηκε στο 10%.
Αμετάβλητη η αξιολόγηση της Ελλάδας
Η DBRS επιβεβαίωσε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας σε «ΒΒ (low)», διατηρώντας επίσης σταθερό outlook (προοπτικές), θεωρώντας πως η δημοσιονομική υπεραπόδοση των προηγούμενων ετών παράλληλα με τα μεγάλα ταμειακά διαθέσιμα παρέχουν στη χώρα ευελιξία να διαχειριστεί τις επιπτώσεις της κρίσης. Πιθανή αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου θα μπορούσε να προέλθει από μία επιτυχή διαχείριση της πανδημικής χρήσης, παράλληλα με την επιστροφή της οικονομίας σε διατηρήσιμη ανάπτυξη. Σημείο-κλειδί για τις προοπτικές της οικονομίας θα αποτελέσει η ικανότητα απορρόφησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Σημειώνει τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και τη μείωση της γραφειοκρατίας.