Μέσα στη γενικότερη παραζάλη που βιώνουμε καθημερινά, το μικρό εκείνο κομμάτι πολιτών που εξακολουθεί να σκέπτεται στη χώρα αυτή βρέθηκε αντιμέτωπο, όχι αιφνιδιαστικά, αλλά απροετοίμαστο, και με το ζήτημα της χορηγήσεως του «Τόμου της Αυτοκεφαλίας» από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Εκκλησία της Ουκρανίας.

Ο Τόμος της Αυτοκεφαλίας είναι η επίσημη εκείνη γραπτή πράξη με την οποία δίδεται από τη Μητέρα Εκκλησία σε μια εδαφική περιφέρεια, η οποία έως τότε εκκλησιαστικώς της ανήκει, η διοικητική αυτοδυναμία σε τρόπο ώστε, παραμένοντας δογματικά ενωμένη με εκείνην, να αποκτήσει δική της διοικητική δομή και ηγεσία. Ετσι έγινε και με την Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία, με Τόμο της 29ης Ιουνίου 1850, που μνημονεύεται και στο Σύνταγμά μας, απέκτησε την Αυτοκεφαλία στα εδαφικά όρια του τότε βασιλείου της Ελλάδας. Οι προϋποθέσεις χορηγήσεως Αυτοκεφαλίας δεν ορίζονται στους Ιερούς Κανόνες και συνεπώς έχουν διαμορφωθεί εθιμικώς, ως εκ της επαναλήψεώς τους, ιδίως  από τη στιγμή της δημιουργίας, από τον 19ο αιώνα και μετά, εθνικών κρατών και κατ’ ακολουθία και των λεγόμενων «εθνικών» Εκκλησιών. Εως τότε από τις Οικουμενικές Συνόδους είχαν ιδρυθεί τα τέσσερα πρεσβυγενή Πατριαρχεία της Ανατολής, κατά σειρά Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, και η Εκκλησία της Κύπρου.

Από τη μελέτη των έως σήμερα σχετικών Πατριαρχικών Τόμων  χορηγήσεως αυτοκεφαλίας συνάγεται ότι οι προϋποθέσεις είναι, κυρίως, αφενός μεν η σχετική βούληση κλήρου και λαού, η οποία διερμηνεύεται από την οικεία κυβέρνηση, και αφετέρου η διαπίστωση πως η χορήγηση της αυτοκεφαλίας θα καταστήσει αποτελεσματική την άσκηση της εκκλησιαστικής διοικήσεως στη συγκεκριμένη εδαφική περιοχή.

Η χορήγηση αυτοκεφαλίας σημαίνει, συνεπώς, τη γέννηση μιας νέας Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας και μπορεί να παρομοιασθεί με έναν τοκετό, ο οποίος έχει ασφαλώς ωδίνες, ενίοτε δε και επιπλοκές. Για αυτό δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο οι ανώμαλοι τοκετοί, αρχής γενομένης ήδη από την Εκκλησία της Ρωσίας, η οποία πρώτη απέκτησε, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την Αυτοκεφαλία, στη συνέχεια δε της χορηγήθηκε και η Πατριαρχική Αξία. Ανάλογες καταστάσεις δημιουργήθηκαν χαρακτηριστικά και στην περίπτωση της Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Εκκλησίας της Βουλγαρίας.

Ακριβώς για τους λόγους αυτούς, η πρωτόθρονη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως είχε θέσει μεταξύ των θεμάτων που θα έπρεπε να απασχολήσουν την Πανορθόδοξη Σύνοδο, που επί δεκαετίες προετοιμαζόταν, και το ζήτημα των όρων χορηγήσεως του Αυτοκεφάλου και του Αυτονόμου. Και ενώ, κατά τις προσυνοδικές διασκέψεις που προηγήθηκαν, συμφωνήθηκαν οι όροι, μόνο η Ρωσική Εκκλησία διαφώνησε, κυρίως στον τρόπο υπογραφής του Τόμου της Αυτοκεφαλίας, και τελικώς το θέμα απεσύρθη από την ημερήσια διάταξη.

Παρά ταύτα, όταν τελικώς συνήλθε η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος στην Κρήτη, η Εκκλησία της Ρωσίας επέλεξε να μην παραστεί, παρασύροντας και δορυφόρους της Ορθόδοξες Εκκλησίες έτσι, ώστε και το ακανθώδες αυτό θέμα τελικώς να μη συζητηθεί, αλλά και η Πανορθόδοξη Σύνοδος να τρωθεί από την απουσία ενίων Εκκλησιών.

Συνεπώς, όταν τέθηκε το ζήτημα της χορηγήσεως Αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας, η οποία μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως είχε αποκτήσει κρατική οντότητα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ακολούθησε τα έως τότε εθιμικώς κρατούντα και οδηγήθηκε στη χορήγηση του σχετικού Τόμου με σκοπό να ενώσει τις τρεις αντιμαχόμενες ορθόδοξες ομάδες που δρούσαν στο έδαφος του ουκρανικού κράτους.

Εκείνο που έχει σημασία αυτή τη στιγμή είναι, πρωτίστως, η αναγνώριση της «κανονικώς» ήδη Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας και του Προκαθημένου της από τις λοιπές Ορθόδοξες Εκκλησίες, πέραν του Πατριαρχείου Μόσχας που παραδοσιακά αποτελεί μοχλό της εξωτερικής πολιτικής της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, από την εποχή του τσαρικού και του κομμουνιστικού καθεστώτος και συνεχίζει και επί του καθεστώτος του επιδεικτικώς ορθόδοξου προέδρου Πούτιν, ο οποίος δεν δίστασε να προβεί ήδη σε ωμή προσωπική και αήθη επίθεση κατά του Οικουμενικού Πατριάρχη, τον οποίο, αφού, εγγίζοντας τα όρια της βλασφημίας, αποκάλεσε «Τούρκο Πατριάρχη», κατηγόρησε για χρηματισμό.

Η αναγνώριση της νεοπαγούς, δέκατης πέμπτης, Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον και έχει ειδικό βάρος προκειμένου για την Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία, ας μη λησμονείται, αποτελείται αφενός από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος και αφετέρου από τις Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που της έχουν δοθεί προς διοίκηση «επιτροπικώς» και «εν τοις επί μέρους» και θα έπρεπε να συνταχθεί πρώτη με την απόφαση του Πατριαρχείου.

Εν τούτοις, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών δεν μνημόνευσε τον νέο Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ουκρανίας ούτε κατά τη Λειτουργία των Θεοφανίων, καίτοι είχε υπογραφεί και παραδοθεί ο Τόμος της Αυτοκεφαλίας, αλλά έφερε προχθές το ζήτημα στη Διαρκή Σύνοδο, που το παρέπεμψε στη Σύνοδο της Ιεραρχίας, η οποία συνέρχεται τακτικώς κάθε Οκτώβριο…!

Η Διαρκής Σύνοδος όμως έχει το δικαίωμα εκ του νόμου να προκαλέσει άνευ άλλου έκτακτη σύγκληση της Ιεραρχίας, πράγμα που περιέργως δεν έπραξε. Ευλόγως, συνεπώς, τίθεται το ερώτημα εάν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών επιθυμεί να κερδίσει χρόνο ή να παραπέμψει το θέμα στις ελληνικές καλένδες… Ιδωμεν!

Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.