Παρίσι, Γούντστοκ, Πράγα, Ουάσιγκτον, Σαν Φρανσίσκο, Σικάγο. Τα εμβληματικά πεδία της μνήμης της δεκαετίας του ’60 χαρακτηρίζονται από μια επίμονη εναλλαγή ειρηνικών εκδηλώσεων και συγκρουσιακών καταστάσεων. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ αναγγέλλει «I have a Dream» από τα σκαλιά του Μνημείου του Λίνκολν στην αμερικανική πρωτεύουσα, τα «παιδιά των λουλουδιών» κάνουν πράξη το «καλοκαίρι της αγάπης» στην πόλη του Γκόλντεν Γκέιτ, πλήθη εκατοντάδων χιλιάδων δημιουργούν μια μοναδική στιγμή στην ιστορία του ροκ. Στον Μάη του ’68 και στην «Ανοιξη της Πράγας», αντίθετα, η επανάσταση βγαίνει στο προσκήνιο για έναν σύντομο, βίαιο κυματισμό, προτού υπαναχωρήσει και πάλι. Αν όμως το Παρίσι αποτελεί ως σήμερα για την Ευρώπη το πιο χαρακτηριστικό (και για πολλούς ακόμη, το πιο γοητευτικό) μέτρο της ταραχώδους εκείνης εποχής, για την Αμερική το αντίστοιχο σημείο ανάφλεξης είναι το Σικάγο του 1968 – μια ειρηνική αρχικά διαμαρτυρία στο πλαίσιο του συνεδρίου του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος για την εκλογή του υποψηφίου του στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές μεταξύ 26 και 29 Αυγούστου που μετετράπη σε τετραήμερη μάχη περίπου 10.000 διαδηλωτών με 27.000 μέλη της τοπικής αστυνομίας, της εθνοφρουράς και του αμερικανικού στρατού. Η τηλεοπτική κάλυψη του γεγονότος μετέδωσε εικόνες πρωτοφανούς χάους και ανηλεούς αστυνομικής βίας που για κάποιους τεκμηρίωναν την άποψη ότι η χώρα διολίσθαινε στην αναρχία, για άλλους την αίσθηση ότι το κράτος καταπατούσε τα δικαιώματα των πολιτών. Πενήντα χρόνια μετά, οι εικόνες του Σικάγου εξακολουθούν να αντηχούν στη συλλογική μνήμη, όπως δείχνει η πρόσφατη έκδοση «Chicago 1968. The Whole World is Watching» («Σικάγο 1968. Ολόκληρος ο κόσμος παρακολουθεί», εκδ. Hat & Beard), ενός φωτογραφικού και δημοσιογραφικού χρονικού εκείνων των ταραγμένων ημερών.
Την ανάφλεξη την περίμεναν πολλοί. Ερχόταν με φόρα από το 1967, τη χρονιά των χειρότερων φυλετικών ταραχών που είχε γνωρίσει η χώρα, με τουλάχιστον 85 νεκρούς και περισσότερους από 2.000 τραυματίες. Το 1968 όμως προοριζόταν να εξελιχθεί σε τραυματικό έτος. Η σφοδρή αντίδραση ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ (549.000 αμερικανοί στρατιώτες υπηρετούσαν επί τόπου, με τις συνολικές απώλειες να έχουν ξεπεράσει ήδη τους 35.000 άνδρες) θα έφερνε τον πρόεδρο Λίντον Τζόνσον σε αδιέξοδο, επιβάλλοντάς του την πρωτοφανή απόφαση να μην διεκδικήσει δεύτερη θητεία. Επειτα από τη δολοφονία του μαύρου ηγέτη Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στις 4 Απριλίου, τις ταραχές που ακολούθησαν σε 110 αμερικανικές πόλεις με απολογισμό 40 νεκρούς, 2.500 τραυματίες και 15.000 συλληφθέντες, όπως και τη δολοφονία του υποψηφίου για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών Ρόμπερτ Κένεντι στις 5 Ιουνίου, το συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος επρόκειτο να διεξαχθεί σε συνθήκες πρωτοφανούς κοινωνικής έντασης. Πολιτικά, η απειλή των «αντιπολεμικών» υποψηφίων Γιουτζίν Μακάρθι και Τζορτζ Μαγκόβερν έστρεφε τον μηχανισμό του κόμματος στην ασφαλή αλλά περιορισμένης δημοκρατικότητας επιλογή να «στέψει» τον αντιπρόεδρο Χιούμπερτ Χάμφρεϊ, ο οποίος δεν είχε λάβει μέρος σε καμία προκριματική εκλογή. «Ενα διαιρεμένο Δημοκρατικό Κόμμα θα φιλοξενούσε το συνέδριό του σε μια πόλη-προπύργιο των Ρεπουμπλικανών, με κάποια αυτοαποκαλούμενα «φρικιά» να προγραμματίζουν Φεστιβάλ Αγάπης – το σκηνικό ήταν πολιτικά παράλογο» γράφει ο τότε δημοσιογράφος και μετέπειτα καθηγητής του Πανεπιστημίου Νορθγουέστερν Εϊμπ Πεκ στις πρώτες σελίδες του «Chicago 1968». Εξ ου και ο αρχισυντάκτης του περιοδικού «Esquire» Χάρολντ Χέιζ αποφάσισε να καλύψει την εκδήλωση συγκροτώντας μια ομάδα από τους πιο «παράλογους, προκλητικούς και «φευγάτους» συγγραφείς». Τους Ζαν Ζενέ, Γουίλιαμ Μπάροους και Τέρι Σάουθερν, δύο διάσημους λογοτέχνες και έναν πρωτοπόρο της «νέας δημοσιογραφίας», συνόδευε ο βρετανός φωτογράφος Μάικλ Κούπερ, γνωστός ως τότε από τη δουλειά του με τους Rolling Stones και ήδη φημισμένος από το εξώφυλλο του «Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band» για τους Beatles έναν χρόνο πριν.
«Φέρτε πανοπλίες» προειδοποιούσε ο Πεκ από τις στήλες της αντεργκράουντ εφημερίδας «Chicago Seed» τις παραμονές του συνεδρίου και όσα ακολούθησαν τον δικαίωσαν. Με τη μεγάλη μάζα των διαδηλωτών συγκεντρωμένη στο Λίνκολν Παρκ το βράδυ της 25ης Αυγούστου οι αστυνομικές δυνάμεις επιχείρησαν να εφαρμόσουν την απαγόρευση της νυχτερινής παραμονής στο πάρκο και έπειτα από την επίθεση κάποιων σε ένα περιπολικό εξαπέλυσαν γενική έφοδο με κλομπ και καταιγισμό δακρυγόνων. Η σύρραξη μεταφέρθηκε τις επόμενες ημέρες στους δρόμους («μάχη της λεωφόρου Μίσιγκαν») και ολοκληρώθηκε μπροστά στο ξενοδοχείο Conrad Hilton, όπου είχε στηθεί το επιτελείο του Δημοκρατικού Κόμματος. Ο απολογισμός ήταν, σύμφωνα με στοιχεία αφιερώματος του CNN από πηγές της περιόδου, 229 τραυματίες (119 πολίτες, 100 αστυνομικοί) και 589 συλλήψεις.
Οι περιγραφές του Τέρι Σάουθερν στο κείμενο του «Chicago 1968» αποτυπώνουν ενδεικτικές, αποσπασματικές όψεις του σκηνικού αυτού. Τον διάσημο μπιτ ποιητή Αλεν Γκίνσμπεργκ να ψάλλει ρυθμικά «ομ» με περίπου 50 νεαρούς, τους οποίους θα οδηγήσει έξω από το Λίνκολν Παρκ, όταν αρχίσει η αστυνομική επίθεση. Τους διαδηλωτές να έχουν φέρει μαζί τους ένα γουρούνι 50 κιλών που σχεδιάζουν να προτείνουν για υποψήφιο πρόεδρο στην περίπτωση που θα καταφέρουν να εισχωρήσουν στον χώρο του συνεδρίου. Την ομάδα του «Esquire» να επισκέπτεται το συνεδριακό κέντρο που μοιάζει με «στρατιωτική εγκατάσταση, με συρματόπλεγμα, σκοπιές, απ’ όλα». Τον Ζενέ να «μένει εντελώς άναυδος» στη θέα του, τον Μπάροους εκστατικό, «το σκηνικό είναι τόσο γκροτέσκο που σε μια στιγμή ξεσπά σε έναν μικρό χορό χαιρεκακίας». Την εθνοφρουρά να παρατάσσεται στη λεωφόρο Μίσιγκαν προκειμένου να εμποδίσει τους διαδηλωτές να πλησιάσουν στο Hilton με προτεταμένες μπαγιονέτες. Τους αστυνομικούς να πετούν έναν νεαρό διερχόμενο ποδηλάτη, άσχετο με τα γεγονότα, σε μια λιμνούλα. Το διάσημο επεισόδιο στο ισόγειο του Hilton, όπου ο ίδιος ο Σάουθερν, ο διάσημος συγγραφέας Γουίλιαμ Στάιρον και ο επίσης λογοτέχνης Τζον Π. Μάρκαντ ο Νεότερος πίνουν τα ποτά τους τη στιγμή που οι αστυνομικοί «κατεβάζουν» την τζαμαρία του ξενοδοχείου κυνηγώντας μερικούς νεαρούς με αποτέλεσμα επιτιθέμενοι, αμυνόμενοι και δακρυγόνα να φέρουν από τη μια στιγμή στην άλλη το εξωτερικό χάος μέσα στο μπαρ του ξενοδοχείου.
Σε αντίθεση με τις ζωηρές, νευρικές σκηνές που περιγράφει ο Τέρι Σάουθερν, οι εικόνες του Μάικλ Κούπερ αναζητούν την ηρεμία πριν (ή μετά) από την καταιγίδα. Ενα πανό σε μια πορεία μαύρων μπορεί να δηλώνει «Αϊ στο διάολο, LBJ» (τα αρχικά του προέδρου Λίντον Τζόνσον), τα βλέμματα μπορεί να είναι ανήσυχα, αλλά τίποτα παραπάνω. Ο Σάουθερν, ο Ζενέ και ο Μπάροους παρευρίσκονται σε μια καθιστική διαμαρτυρία ή προχωρούν ο ένας δίπλα στον άλλον μαζί με τον Γκίνσμπεργκ. Η βία είναι παρούσα με υπαινικτικό μόνο τρόπο: ένας κάμεραμαν του ABC με την κάμερα ανά χείρας και αντιασφυξιογόνο μάσκα, μια ομάδα στρατιωτών με πλήρη εξάρτυση παραταγμένη κάθετα στον δρόμο, μια άλλη κατά μήκος μιας πλατείας με μάσκες, κράνη και τουφέκια με εφ’ όπλου λόγχη. Χαρακτηριστικότερη από όλες ίσως, η φωτογραφία του εξωφύλλου του βιβλίου που απεικονίζει επιγραμματικά την αντιπαράθεση: ένας νέος, μόνος, κρατά ένα πλακάτ που γράφει «Ειρήνη» και απέναντί του δεκάδες κρανοφόροι αστυνομικοί.
Αναλύοντας το υπόβαθρο των γεγονότων, ο ιστορικός του Πανεπιστημίου του Κάνσας Ντέιβιντ Φάρμπερ σημειώνει ότι οι συγκρούσεις στο Σικάγο πιστοποιούσαν την «κατάρρευση του πολιτικού διαλόγου και της πολιτικής πρακτικής» στις Ηνωμένες Πολιτείες της δεκαετίας του ’60 και συνεχίζει: «Οι συγκρούσεις στο Σικάγο δεν αφορούσαν απλώς την αμερικανική ανάμειξη στο Βιετνάμ. Οι συγκρούσεις αφορούσαν τον τρόπο λειτουργίας του αμερικανικού πολιτικού συστήματος και τον τρόπο με τον οποίο οι Αμερικανοί νοηματοδοτούσαν τη ζωή τους». Διαδηλώσεις με περισσότερους διαδηλωτές, περισσότερα θύματα, περισσότερη βία υπήρξαν στη δεκαετία του ’60. Ωστόσο, κανένα άλλο παρόμοιο γεγονός δεν έτυχε ζωντανής τηλεοπτικής μετάδοσης: «Το Σικάγο του ’68 συνέβη σε χρόνο και μέρος όπου όλο το έθνος παρακολουθούσε και γνώριζε ότι αυτό που παρακολουθούσε ήταν ο εαυτός του» καταλήγει ο Φάρμπερ. Στον καθρέφτη εμφανίζονταν οι yippies, πρωταγωνιστές του αντιπολεμικού φοιτητικού κινήματος που αντέτασσαν στη συμβατική πολιτική τα χάπενινγκ και αντιπροσώπευαν την ελευθεριακή κουλτούρα της σεξουαλικής απελευθέρωσης, του ροκ και των χημικών βοηθημάτων, οι ριζοσπαστικοί της «Εθνικής Κινητοποίησης για το Τέλος του Πολέμου στο Βιετνάμ», πρόθυμοι να ασκήσουν τη «στρατηγική της έντασης» για να κλιμακώσουν τη σύγκρουση με το κατεστημένο, ο συντηρητικός Δημοκρατικός δήμαρχος Ρίτσαρντ Ντέιλι που αντιπροσώπευε την παραδοσιακή πολιτική των μηχανισμών και φοβόταν την αφύπνιση των μαύρων που ζούσαν στην πιο φυλετικά διαχωρισμένη πόλη του Βορρά, η αστυνομία που θεωρούσε ότι βρισκόταν αντιμέτωπη με μια αναίτια εξέγερση ψηλομύτηδων προνομιούχων πλουσιόπαιδων κατά των παραδοσιακών αμερικανικών αξιών και αποτελούσε την τελευταία, κακοπληρωμένη και υποτιμημένη, γραμμή άμυνάς τους.
Ο κορυφαίος δημοσιογράφος της «Washington Post» Χέινς Τζόνσον θα έγραφε αργότερα ότι ο «ψυχικός αντίκτυπος και οι μακρόχρονες πολιτικές συνέπειες» των γεγονότων του Σικάγου το 1968 «κατέστρεψαν την πίστη στους πολιτικούς, το πολιτικό σύστημα, τη χώρα και τους θεσμούς της». Η φθορά αντανακλά προφανώς τα χάσματα που επισημαίνει ο Φάρμπερ, θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η άμεση ανταπόκριση της κοινής γνώμης ήταν περισσότερο συντονισμένη με τη «σιωπηρή πλειοψηφία» που θα χάριζε τον Νοέμβριο την προεδρία στον Ρίτσαρντ Νίξον παρά με τη μεταγενέστερη «έκθεση Γουόκερ» που θα χαρακτήριζε τα γεγονότα ως «αστυνομική εξέγερση»: το 56% όσων απάντησαν σε παναμερικανική δημοσκόπηση αμέσως μετά τη λήξη του συνεδρίου ενέκρινε τον τρόπο με τον οποίο η αστυνομία αντιμετώπισε τις διαδηλώσεις έναντι 31% που τον επέκρινε. Και έτσι ο δήμαρχος Ντέιλι μπορούσε δικαιωμένος να υπερασπίζει τα σώματα ασφαλείας με ένα λεκτικό λάθος που σίγουρα οι Τέρι Σάουθερν, Ζαν Ζενέ, Γουίλιαμ Μπάροους και Μάικλ Κούπερ θα έβρισκαν απόλυτα ταιριαστό με την παραδοξότητα των ημερών: «Οι συμπλοκές δεν προκλήθηκαν από την αστυνομία. Οι συμπλοκές προκλήθηκαν από εκείνους που επιτέθηκαν στην αστυνομία. Κύριοι, ας ξεκαθαρίσουμε κάτι, μια και καλή. Οι αστυνομικοί δεν είναι εδώ για να δημιουργούν αταξία. Οι αστυνομικοί είναι εδώ για να τηρούν την αταξία».