Από τον Ιανουάριο 2016, όταν η ΝΔ διέψευσε τις προσδοκίες πολλών αντιπάλων της και εξέλεξε τον Κ. Μητσοτάκη αντί για τον Β. Μεϊμαράκη, ο ΣΥΡΙΖΑ έραψε στην τότε αξιωματική αντιπολίτευση ένα ιδιόρρυθμο κοστούμι: την κατηγορούσε ότι έγινε ακροδεξιά!

Η μομφή δεν είχε κάποια βάση. Συνολικά η ΝΔ υπήρξε μια μάλλον μετριοπαθής και συγκρατημένη αντιπολίτευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως πόνταρε στην αποτελεσματικότητα της καρικατούρας.

Ετσι, από τα Εξάρχεια και τα ΑΕΙ έως τις Πρέσπες, το Μεταναστευτικό και την εγκληματικότητα, ακόμη και η πιο εύλογη αντιπολιτευτική άποψη ή ένσταση στιγματιζόταν με μια ακροδεξιά ετικέτα.

Στη συνέχεια, η «ακροδεξιά ΝΔ» φορτώθηκε το πρόσθετο κατηγορητήριο κάποιου ακατανόητου νεοφιλελευθερισμού ή έστω ενός αντικοινωνικού μείγματος Ακροδεξιάς και νεοφιλελευθερισμού.

Βαριές κουβέντες. Το πεπρωμένο όμως δεν άλλαξε. Ακροδεξιά ή όχι, η ΝΔ με τον Μητσοτάκη κέρδισε καθαρά όπου στήθηκε κάλπη.

Πράγμα που σημαίνει δύο πράγματα.

Είτε ο ελληνικός λαός έγινε ξαφνικά ακροδεξιός και ψήφισε ένα ακροδεξιό κόμμα.

Είτε ο ΣΥΡΙΖΑ έλεγε ανοησίες περί Ακροδεξιάς που δεν έγιναν πιστευτές από τον ελληνικό λαό.

Προκρίνω το δεύτερο. Διότι υπάρχει και συνέχεια.

Προχθές δημοσιοποιήθηκε μια δημοσκόπηση της Opinion Poll. Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, το 74,1% συμφωνεί με την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου και το 83,32% επικροτεί τις επιχειρήσεις της ΕΛ.ΑΣ. για την ανακατάληψη δημοσίων και ιδιωτικών χώρων όπως στα Εξάρχεια.

Προηγουμένως όμως και η κατάργηση του ασύλου και οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις είχαν ξεσηκώσει τις έντονες διαμαρτυρίες της αντιπολίτευσης, από τον Τσίπρα και τον Τζανακόπουλο έως τον Γ. Παπανδρέου.

Φωνή βοώντος…

Ενα βουλευτής του ΚΙΝΑΛ είπε μάλιστα στη Βουλή ότι το άσυλο προστατεύει τα πανεπιστήμια από «την κρατική εξουσία» – ομολογώ πως μου είχε διαφύγει ότι το ΚΙΝΑΛ τάσσεται εναντίον της… κρατικής εξουσίας!

Εδώ όμως έχουμε δύο παραδείγματα που καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα.

Η κοινωνία δεν φαίνεται να συμμερίζεται τις απόψεις διαφόρων πολιτικών δυνάμεων για το τι θεωρείται ακροδεξιό, αυταρχικό ή αντιδημοκρατικό. Για το τι δηλαδή είναι αποδεκτό και μη αποδεκτό, ανεκτό και μη ανεκτό σε μια δημοκρατική πολιτεία.

Το αντίθετο. Οι κυρίαρχες αντιλήψεις έχουν μετακινηθεί αισθητά και πάντως όχι προς τα αριστερά. Το «αριστερό» έχει πάψει να θεωρείται αυτονοήτως και «καλό». Ενώ οι «κεντροαριστεροί κώδικες» που κυριάρχησαν στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση έχουν αποδυναμωθεί σοβαρά.

Τελικά δεν είχε αλλάξει η ΝΔ. Εχει αλλάξει η Ελλάδα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ το πλήρωσε ως κυβέρνηση φιλοτεχνώντας και πολεμώντας μια καρικατούρα της αντιπολίτευσης. Το πληρώνει και στην αντιπολίτευση επιμένοντας να αντιδικεί με μια καρικατούρα της κυβέρνησης.

Καλώς ή κακώς, κανείς σοβαρός άνθρωπος σήμερα στην Ελλάδα δεν θεωρεί τον Μητσοτάκη ακροδεξιό ή «εθνικολαϊκιστή» επειδή θέλει να καθαρίσει τα Εξάρχεια ή να βάλει τάξη στα πανεπιστήμια.

Οι «καταλήψεις» θεωρούνται απεχθείς πρακτικές. Οι παράνομοι μετανάστες δεν προκαλούν μόνο αισθήματα συμπόνιας. Κι ο Μ. Χρυσοχοΐδης είναι πρώτος σε δημοτικότητα υπουργός.

Με άλλα λόγια, οι ιδεολογικές συντεταγμένες της ελληνικής κοινωνίας έχουν επαναπροσδιοριστεί κατά τη δεκαετία της κρίσης. Και η ευρεία επικράτηση της ΝΔ είναι το απότοκο αυτής της αλλαγής: ενσωμάτωσε ένα πλειοψηφικό ιδεολογικό ρεύμα το οποίο μετέτρεψε σε πολιτική ατζέντα.

Θεωρητικά θα παραμένει κυρίαρχη όσο υπηρετεί και δεν διαψεύδει το κύμα που την έφερε στην εξουσία. Προς το παρόν μόνο οι Πρέσπες φαίνεται να της δημιουργούν κάποιο πρόβλημα.

Από την ίδια διαπίστωση προκύπτει όμως και η μεγάλη δυσκολία της αντιπολίτευσης συνολικά – όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ.

Αν προσχωρήσει στην πλειοψηφική ατζέντα που εκφράζει η ΝΔ, κινδυνεύει να μην είναι αντιπολίτευση.

Αν δεν προσχωρήσει, κινδυνεύει να απομονωθεί από την κοινωνία.

Κι αν επιμείνει να τσακώνεται με καρικατούρες, κινδυνεύει να βγάλει γέλιο.

Δωρεάν

Συνεχίζεται το έντονο (αλλά άγονο προς το παρόν) ενδιαφέρον κάποιων του ΣΥΡΙΖΑ για την Επιτροπή Ανταγωνισμού και την κυρία Θάνου παρά τις δικαστικές αποφάσεις.

Ο γνωστός Παπαδημούλης, λέει, έγραψε κοτζάμ γράμμα στις Κοινοβουλευτικές Ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να τους εκθέσει το κορυφαίο αυτό ζήτημα και να καρφώσει τη χώρα του ότι δεν τα κάνει σωστά.

Λογικό. Υποθέτω ότι οι αξιότιμοι ευρωβουλευτές της Εσθονίας, της Σλοβενίας ή της Σλοβακίας έχουν μεγάλη φαγούρα να μάθουν τι τρέχει με τη Θάνου.

Απλώς δεν μπορώ να εξηγήσω το τόσο πάθος και την τόση έγνοια των δικών μας.

Εχουν οι Συριζαίοι καμία μπίζνα ανοιχτή στην Επιτροπή Ανταγωνισμού; Ή το κάνουν εντελώς δωρεάν;

Η Εποχή των Τενεκέδων

Πριν από δεκαετίες, ένας νεαρός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης αντέδρασε στην ιδέα να διαβάσει για τις εξετάσεις (και) την Ιστορία της Ελβετίας.

Μα τι Ιστορία έχει η Ελβετία; αναρωτήθηκε ο επιπόλαιος και φυγόπονος νεαρός.

Την Ιστορία της Ελβετίας, απάντησε φλεγματικά ο καθηγητής του.

Ο νεαρός ήμουν εγώ. Και ο καθηγητής ένας κορυφαίος ελβετός ιστορικός, ο Ζακ Φρεμόν.

Ετσι αναγκάστηκα να μάθω ενδελεχώς το Ομοσπονδιακό Σύμφωνο του 1291, τη Συμφωνία του Μπρούνεν (1315) και φυσικά την κοσμοϊστορική μάχη του Μοργκάρτεν κατά την οποία τα ενωμένα κανόνια κατατρόπωσαν τον Λεοπόλδο Α’ της Αυστρίας.

Λογικό. Κάθε έθνος στηρίζεται σε ένα αφήγημα που καλλιεργεί τη συνείδηση εκείνων που το συναπαρτίζουν, κυρίως μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία. Στο Μοργκάρτεν τους σκίσαμε!

Οταν η υπουργός Παιδείας λέει ότι το μάθημα της Ιστορίας πρέπει «να αναπτύσσει την εθνική συνείδηση», δεν λέει απλώς κάτι αυτονόητο.

Λέει εκείνο που προβλέπει το Σύνταγμα. Η Παιδεία «έχει σκοπό (…) την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης» (άρθρο 16,2).

Ως εκ τούτου, η αντίδραση στο αυτονόητο και στο Σύνταγμα δεν έχει καμία λογική – εκτός αν κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ  θέλουν να υπερασπιστούν την κατεδαφιστική μανία του υπουργείου Γαβρόγλου.

Αλλωστε, όταν ο ίδιος ο Γαβρόγλου μιλάει για «άγνοια», «εμπάθεια», «ιδεολογικό πόλεμο» και «σκοταδισμό», πιστοποιεί απλώς την επείγουσα ανάγκη να αφήσει πίσω της η Παιδεία «την εποχή των τενεκέδων» που ο πρώην υπουργός προσωποποιεί.

Την αντίληψη δηλαδή ότι απαγορεύεται να υπάρχουν καλύτεροι και χειρότεροι επειδή οι χειρότεροι είναι περισσότεροι.

Το έχουμε ξαναγράψει εδώ. Ο τομέας που υπέστη τη μεγαλύτερη ζημιά από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η Παιδεία. Οι λόγοι πολλοί. Κοινωνικοί, πολιτικοί, πολιτισμικοί, ιδεολογικοί.

Στο θέμα της εθνικής συνείδησης, όμως, υπάρχει και ένα ειδικότερο πρόβλημα. Είναι η διαχρονική δυσκολία της Αριστεράς να ενσωματωθεί στο εθνικό αφήγημα, μια δυσκολία που την ωθεί να αμφισβητεί, να απαξιώνει ή να λοιδορεί το ίδιο το αφήγημα.

Το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό. Στην Ελλάδα όμως είναι πιο έντονο επειδή η Αριστερά υπήρξε ιστορικά μια περιθωριακή δύναμη που μόνο για δύο, τρία χρόνια (1942-1944) βγήκε στο εθνικό προσκήνιο – και όχι με τον πιο δημιουργικό τρόπο.

Αυτό συνέβη και πρόσφατα με τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Η Αριστερά τη χρησιμοποίησε ως μοχλό αμφισβήτησης του κυρίαρχου εθνικού αφηγήματος εξαφανίζοντας (για παράδειγμα) τον Μακεδονικό Αγώνα από τα βιβλία Ιστορίας.

Και φυσικά το πλήρωσε.