jpretenteris@dolnet.gr


Υπάρχει η φήμη ότι ο Πρωθυπουργός είναι «γκαλοπάκιας». Οτι πολιτεύεται, δηλαδή, με το ένα μάτι στις μισές δημοσκοπήσεις και με το άλλο στις άλλες μισές. Αυτό είναι και καλό και κακό. Καλό επειδή οι δημοσκοπήσεις τού επιτρέπουν να έχει μια αίσθηση της πραγματικότητας. Κακό επειδή οι δημοσκοπήσεις δεν είναι η πραγματικότητα. Είναι απλώς μια απεικόνισή της.


Προ ημερών, για παράδειγμα, δημοσιεύτηκε μια έρευνα της V-PRC, σύμφωνα με την οποία το 63% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι καλώς έγινε η λεγόμενη «οικονομική απογραφή». Αυτός που πολιτεύεται με το βλέμμα στραμμένο στις δημοσκοπήσεις θα συμπεράνει ότι ο κόσμος επικροτεί την κυβέρνηση και θα αντιληφθεί το αριθμητικό ποσοστό ως πολιτικό επιχείρημα υπέρ της «απογραφής».


Αυτός, όμως, που βάζει το μυαλό του να δουλέψει, θα αντιληφθεί ότι πρόκειται απλώς για την καταγραφή «μιας γενικότερης διάθεσης του κόσμου» σε δεδομένη στιγμή. H οποία θα μεταβληθεί, μόλις ο κόσμος αποκτήσει πλήρη αντίληψη της μηχανής που στήθηκε ή απλώς μόλις περάσει η στιγμή και «παλιώσει» η νέα κυβέρνηση. Συνεπώς, το αριθμητικό ποσοστό ως πολιτικό επιχείρημα είναι συνήθως πρόσκαιρο και εξ ορισμού παρακινδυνευμένο.


Ούτως ή άλλως, μαγκιά στην πολιτική δεν είναι να ξέρεις πού βρίσκεσαι – με ή χωρίς τη βοήθεια δημοσκοπήσεων. Μαγκιά είναι να ξέρεις πού θέλεις να πας και πώς θα φτάσεις εκεί που θέλεις. Και στην προσπάθεια αυτή, οι δημοσκοπήσεις παρουσιάζουν ένα πρόσθετο μειονέκτημα: δημιουργούν πολύ εύκολα μια αίσθηση ισχύος που συνήθως καταλήγει σε ψευδαίσθηση.


Να θυμηθούμε το 1999. Τότε, ο Καραμανλής αισθανόταν πανίσχυρος μετά τις ευρωεκλογές. Ολες οι δημοσκοπήσεις τον παρουσίαζαν «γκανιάν». Και τι έκανε; Σπατάλησε την υπεροχή του διστάζοντας να αποφασίσει τι θα κάνει με την προεδρική εκλογή για να καταλήξει τελικά εκεί όπου από την αρχή τον είχε σπρώξει ο Σημίτης: στον Στεφανόπουλο και, αμέσως μετά, στην εκλογική ήττα. Και αυτό, γιατί; Επειδή οι δημοσκοπήσεις τού είχαν δημιουργήσει ένα αίσθημα υπεροχής τόσο έντονο που νόμιζε ότι είχε την πολυτέλεια να περιμένει. Δεν την είχε.


E, λοιπόν, πολύ φοβούμαι ότι ζούμε το ίδιο σενάριο – τηρουμένων των αναλογιών… Αλλη μια φορά, οι δημοσκοπήσεις κάνουν τον Καραμανλή να αισθάνεται ισχυρός. Και άλλη μια φορά, σαν να παραλύει. Θέλει ή δεν θέλει Πρόεδρο; Μυστήριο. Ποιον θέλει; Αλλο μυστήριο. Και αν θέλει, όποιον θέλει, γιατί δεν το λέει να ξεμπερδεύουμε; Σπαζοκεφαλιά.


Αυτό είναι ίσως το πραγματικό πρόβλημα της σημερινής κατάστασης. Οταν ακόμη και οι πιο στενοί συνεργάτες του Πρωθυπουργού ομολογούν ότι «περιμένει τις καινούργιες δημοσκοπήσεις προτού ανακοινώσει τι θα κάνει» είναι σαν να παραδέχονται ότι η κυβέρνηση δεν έχει προαποφασισμένη στρατηγική. Στην καλύτερη περίπτωση, θα πορευτεί με τη διάθεση του κόσμου. Στη χειρότερη, θα καταλάβει λάθος τη διάθεση. Αυτό που οι συνεργάτες του Πρωθυπουργού διαφημίζουν ως προνοητικότητα ή καπατσοσύνη δεν είναι παρά αδυναμία.


Ενδεχομένως και απειλή. Διότι με την κωλυσιεργία και την αναποφασιστικότητα που επιδεικνύει ως τώρα, με την έλλειψη μεθοδικού βηματισμού, η κυβέρνηση κινδυνεύει να οδηγηθεί σε πολύ δυσκολότερη θέση από αυτήν που της αναγνωρίζουν οι δημοσκοπήσεις. Και το χειρότερο είναι πως, αν περιμένει να το πληροφορηθεί από τις δημοσκοπήσεις, μάλλον θα το μάθει τελευταία. H διάθεση του κόσμου είναι πιο ευμετάβλητη και από τις ηρωίδες του Γκυ ντε Μοπασάν. Και η πολιτική είναι σαν το ποδήλατο. Αν δεν κάνεις συνεχώς πετάλι, πέφτεις.


Το πρόβλημα με τη σημερινή κυβέρνηση είναι τελικά απλό. Οι άνθρωποι μάλλον δεν ήλθαν για να κυβερνήσουν. Ηλθαν για να μείνουν. Στον ύπνο τους, ονειρεύονται να γίνουν ΠαΣοΚ και να μείνουν στην εξουσία για είκοσι χρόνια. Αντιπολιτεύτηκαν υποδυόμενοι το ΠαΣοΚ και κινδυνεύουν τώρα να καταντήσουν η καρικατούρα του. Εχουν πιστέψει πως θα διατηρηθούν στην εξουσία φλερτάροντας απλώς τους ψηφοφόρους ή οικοδομώντας κλειστούς μηχανισμούς εξουσίας, επειδή νομίζουν πως αυτό ήταν το μυστικό της μακροζωίας των προκατόχων τους. Προφανώς, κάνουν λάθος. Αλλά αυτό δεν το λένε οι δημοσκοπήσεις.