Θηλυκή εξουσία
Οι δυναμικές ηγέτιδες μιας νεότερης γενιάς που εμφανίστηκαν μετά το 2017 δείχνουν τον δρόμο για μια διαφορετική, πιο δημιουργική προσέγγιση της πολιτικής.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Η απόλυτη σύγχρονη σειρά για τη γοητεία της εξουσίας και τον αγώνα για την κατάκτησή της ήταν αναμφίβολα το «Game of Thrones». Ωμά ρεαλιστές, προτιμώντας την υποταγή των αντιπάλων τους διά της πανουργίας και της ίντριγκας, αλλά αρκούντως κυνικοί ώστε να ενδώσουν στο έγκλημα, αν αυτός ήταν ο τρόπος για να φτάσουν στον σκοπό τους, οι πρωταγωνιστές του δεν γνώριζαν άλλον νόμο από αυτόν του δυναστικού συμφέροντος. Ωστόσο, για τον προσεκτικό παρατηρητή της σειράς (και τους αναγνώστες των βιβλίων του Τζορτζ Ρ.Ρ. Μάρτιν όπου βασίστηκε), στις ύστερες σεζόν υπήρχε μια εμφανής διαφορά. Τα ηνία της εξουσίας περνούσαν από μια γηραιότερη γενιά προς μία νεότερη – και η πρωτοβουλία από τους άνδρες στις γυναίκες. Το μήνυμα έμοιαζε ξεκάθαρο. Μέθυσοι σαν τον Ρόμπερτ Μπαράθεον, εμμονικοί σαν τον Στάνις, παρανοϊκοί σαν τον Τζόφρι, υστερόβουλοι σαν τον Τάιγουιν Λάνιστερ, διπρόσωποι σαν τον Γουόλντερ Φρέι είχαν φέρει το Γουέστερος στο χείλος της αβύσσου. Ηταν πλέον η ώρα μιας σειράς ικανών, έξυπνων και αδίστακτων γυναικών όπως η Ντενέρις Ταργκάριεν, η Σάνσα Σταρκ, ακόμη και η Σέρσεϊ Λάνιστερ, να ανέλθουν στον θρόνο και να κυβερνήσουν, αν όχι χρηστά, τουλάχιστον αποτελεσματικά. Μένει να δούμε αν ο Μάρτιν διαφοροποιηθεί στα εναπομείναντα βιβλία από τις τελικές επιλογές των τηλεοπτικών παραγωγών, στο μεταξύ, όμως, βλέπουμε μια παρόμοια εναλλαγή να εκτυλίσσεται σε ζωντανή μετάδοση στην παγκόσμια σκηνή. Πρώτα ήταν η Νεοζηλανδή Τζασίντα Αρντερν το 2017, έπειτα η Δανή Μέτε Φρέντρικσεν και η Φινλανδή Σάνα Μάριν το 2019, για να ακολουθήσει η Εσθονή Κάγια Κάλας τον περασμένο Ιανουάριο. Νέες και δυναμικές, μοιάζουν να ενσαρκώνουν με την πρωθυπουργία τους μια ανανεωτική προσέγγιση της διακυβέρνησης.
Ηγεσία με ενσυναίσθηση
Σε μια στιγμή που λαϊκιστές και εξτρεμιστές, οι Τραμπ και οι Μπολσονάρο, κέρδιζαν εκλογές και δημοσιότητα, η ανάδυση της 37χρονης τότε Αρντερν αποτέλεσε μια έκπληξη από εκείνες που συνιστούν το άλας της πολιτικής. Εχοντας εκλεγεί στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος μόλις ενάμιση μήνα πριν από τις εκλογές της 23ης Σεπτεμβρίου του 2017, η Τζασίντα ήταν θεωρητικά καταδικασμένη να ηττηθεί. Μια προεκλογική εκστρατεία αθεράπευτης αισιοδοξίας και το σύνθημα «Let’s do this!» που θύμιζε το «Yes, we can!» του Μπαράκ Ομπάμα τής έδωσαν τη δυνατότητα να εκμεταλλευθεί την ελαφρά πτώση του Εθνικού Κόμματος του πρωθυπουργού Μπιλ Ινγκλις σχηματίζοντας κυβέρνηση συνεργασίας με τους Πράσινους και το εθνικιστικό κόμμα «Πρώτα η Νέα Ζηλανδία». Εκτοτε, γέννησε το πρώτο της παιδί, αντιμετώπισε υποδειγματικά τη χειρότερη τρομοκρατική επίθεση των τελευταίων δεκαετιών και την πανδημία του κορωνοϊού. Η δολοφονία 51 ατόμων σε δύο τζαμιά του Κράιστσερτς στις 15 Μαρτίου 2019 υπήρξε για τη νεοζηλανδική κοινωνία σοκ, το οποίο η Αρντερν χειρίστηκε με τον τρόπο που της είναι πιο οικείος: «πολύ λίγα από όσα κάνω τα επιδιώκω, προκύπτουν ενστικτωδώς», έλεγε σε συνέντευξή της στον «Guardian» τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς. «Δεν σκεφτόμουν λέξεις, σκεφτόμουν συναισθήματα». Η συναισθηματική της αντίδραση και η πρωτοβουλία της να φορέσει μαντίλα στη συνάντησή της με τις οικογένειες των θυμάτων «σε ένδειξη σεβασμού», όπως επισήμανε, αποδείχθηκαν τόσο ενωτικά όσο και αποτελεσματικά τις ημέρες που ακολούθησαν. Αποτελεσματική ήταν και η διαχείριση της κρίσης του κορωνοϊού: η άμεση επιβολή καραντίνας στους επισκέπτες και το γρήγορο κλείσιμο των συνόρων σε συνδυασμό με την απόσταση της χώρας από τον υπόλοιπο κόσμο επέτρεψαν στη Νέα Ζηλανδία των περίπου 5,1 εκατομμυρίων κατοίκων να δηλώνει έως σήμερα μόλις 2.382 κρούσματα και 26 θανάτους. Στο μεταξύ, το οικογενειακό οχυρό κρατά ο σύντροφος της Αρντερν, Κλαρκ Γκέιφορντ, τηλεοπτικός παρουσιαστής της εκπομπής «Fish of the Day» (υβριδικού συνδυασμού ψαρέματος, περιήγησης και μαγειρέματος της ψαριάς), ο οποίος επιφορτίστηκε σε μεγάλο βαθμό με τη φροντίδα της μικρής Νιβ όσο η μητέρα της ακύρωνε τις εξωχώριες γεωτρήσεις για υδρογονάνθρακες και επεξεργαζόταν κοινωνικά προγράμματα για την καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας και του υψηλότερου ποσοστού αυτοκτονιών μεταξύ των ηλικιών 15-19 ετών στον αναπτυγμένο κόσμο. Συνέπεια όλων αυτών ήταν μια σαρωτική νίκη στις εκλογές της 17ης Οκτωβρίου 2020, με το 50% των ψήφων και την πρώτη αυτοδύναμη κυβέρνηση από τη δεκαετία του 1990, όταν η χώρα υιοθέτησε την απλή αναλογική. Στην πραγματικότητα, η Τζασίντα Αρντερν διαθέτει την αμεσότητα του συντονισμού με το ευρύ κοινό που έχουν όλοι οι χαρισματικοί πολιτικοί, σε συνδυασμό με μια πρωτόγνωρη ευθύτητα («πρέπει να αφήνεις κατά μέρος την πολιτική και να σκέφτεσαι λίγο την ανθρωπιά»), κάτι που γίνεται αισθητό και πέρα από τα σύνορα της χώρας της: «Οπου πάω με ρωτούν «μπορούμε να δανειστούμε την Τζασίντα για μία εβδομάδα;»» έλεγε ο γνωστός νεοζηλανδός ηθοποιός Σαμ Νιλ στο «Time» τον Μάρτιο του 2020.
Σκανδιναβικό μοντέλο
Αν η Αρντερν έγινε δημοφιλής χάρη στον ενωτικό της λόγο, η Μέτε Φρέντρικσεν διακρίθηκε εξαιτίας μιας αμφιλεγόμενης πλατφόρμας: η 43χρονη ηγέτις του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος δηλώνει οπαδός της αναδιανομής του εισοδήματος και σφοδρή πολέμιος των μεταναστών. «Σε ό,τι με αφορά, καθίσταται ολοένα σαφέστερο το γεγονός ότι το τίμημα της παγκοσμιοποίησης, της μαζικής μετανάστευσης και της ελεύθερης διακίνησης της εργασίας το πληρώνουν οι κατώτερες τάξεις», έλεγε σε μια πρόσφατη βιογραφία της. Εγκαλεί την Αριστερά για παραμέληση του κοινωνικού συμβολαίου, «του θεμελίου του σοσιαλδημοκρατικού κοινωνικού μοντέλου», ενώ παράλληλα ζητεί τη θέσπιση αριθμητικού ορίου για τους «μη δυτικούς μετανάστες» και την απέλαση των αιτούντων άσυλο σε κέντρα φιλοξενίας στη Bόρεια Αφρική. Προς το παρόν, περίπου σαν το πρώτο βίντεο της προεκλογικής εκστρατείας, όπου, δηλώνοντας έτοιμη για μάχη, έφτιαχνε τα μαλλιά της, κούμπωνε το σακάκι της και φορούσε γόβες στιλέτο υπό τη συνοδεία heavy metal μουσικής, τα παραπάνω αποδεικνύονται πρόσκαιροι τακτικισμοί: η αμιγώς αριστερή κυβέρνηση συνασπισμού της οποίας ηγείται από τον Ιούνιο του 2019 αύξησε τον αριθμό των ξένων εργατών. Πρόκειται για άλλο ένα πρόσωπο που κέρδισε σε υπόληψη ελέω Ντόναλντ Τραμπ, όταν ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ εκδήλωσε δημόσια λίγες ημέρες πριν από την καθορισμένη επίσημη επίσκεψή του στη Δανία τον Σεπτέμβριο του 2019 την πρόθεσή του να εξαγοράσει τη Γροιλανδία, αυτόνομη περιοχή που ανήκει στη σκανδιναβική χώρα. Η δανή πρωθυπουργός απάντησε ότι «η Γροιλανδία ανήκει στη Γροιλανδία και δεν πωλείται», έκανε το λάθος να χαρακτηρίσει την όλη ιδέα «παράλογη» και ο Τραμπ ακύρωσε την επίσκεψη. Το συγκεκριμένο φιάσκο διόλου δεν έβλαψε τη Φρέντρικσεν. Αντίθετα, συνέβαλε στο επιθετικό προφίλ της και στις λίαν ευνοϊκές δημοσκοπήσεις που της επιτρέπουν να σχεδιάζει μια δεύτερη θητεία.
Ενώ η Μέτε Φρέντρικσεν μπορεί να λογίζεται ως ευκαιριακή «χεβιμεταλού», η 35χρονη πρωθυπουργός της Φινλανδίας Σάνα Μάριν ακούει Rage Against the Machine. Μια μπάντα με ριζοσπαστικό πολιτικό στίχο ταιριάζει οπωσδήποτε σε μια φινλανδή millennial, παιδί με γονείς του ίδιου φύλου και vegeterian, η οποία υπήρξε η πρώτη εκπρόσωπος της οικογένειάς της που σπούδασε στο πανεπιστήμιο. Τον Δεκέμβριο του 2019 διαδέχθηκε αναπάντεχα τον Αντε Ρίνε, οκτώ μήνες μετά τη νίκη του στις εκλογές, όταν εκείνος έπεσε θύμα μιας μεγάλης απεργίας ταχυδρομικών υπαλλήλων και της πολιτικής των συνδικάτων τα οποία απαρτίζουν ένα όχι ευκαταφρόνητο μέρος της βάσης των Σοσιαλδημοκρατών. Ομως εδώ υπάρχει ένα χάσμα γενεών: η Μάριν ανήκει σε μια γενιά τριαντάρηδων επικεφαλής ενός κόμματος συνταξιούχων. Από τη μία πλευρά η φωτογραφία της Σάνα μαζί με τις άλλες τέσσερις ηγέτιδες της πεντακομματικής κυβέρνησης αποπνέει έναν αέρα φρεσκάδας και έγινε δικαίως viral. Από την άλλη, η επιλογή της να φωτογραφηθεί τον Οκτώβριο του 2020 για το περιοδικό «Trendi» φορώντας μόνο ένα μπλέιζερ και τίποτα από κάτω προξένησε σάλο ως υποτιθέμενος υποβιβασμός του αξιώματος. Η νεαρότερη πρωθυπουργός της χώρας προκαλεί τα συντηρητικά αντανακλαστικά, κάτι έκδηλο στην αποστροφή του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του εθνικιστικού Κόμματος των Φινλανδών ότι η εκλογή της αποτελεί το αποκορύφωμα ενός «σύγχρονου φεμινιστικού αντι-ανδρικού κινήματος».
Η ηλεκτρονική δημοκρατία της Βαλτικής
Το ίδιο ισχύει και για τον 71χρονο Μαρτ Χέλμε, ηγέτη του ακροδεξιού Συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος της γειτονικής Εσθονίας, ο οποίος αποκάλεσε τη Σάνα Μάριν απαξιωτικά «πωλήτρια». Ατυχώς, στις 26 Ιανουαρίου η κυβέρνηση του κεντρώου Γίρι Ράτας, την οποία στήριζε ο Χέλμε, σε μια σύνθεση που είχε προκαλέσει πολλές αντιδράσεις, κατέπεσε εξαιτίας σκανδάλου και τη θέση της πήρε εκείνη μιας άλλης «πωλήτριας» – της 43χρονης Κάγια Κάλας, πρώτης γυναίκας πρωθυπουργού της χώρας. Η φιλελεύθερη αρχηγός του Μεταρρυθμιστικού Κόμματος, κόρη του πρώην πρωθυπουργού Σίιμ Κάλας, ματαίωσε χωρίς πολλές περιστροφές το δημοψήφισμα που είχε επιβάλει ο Χέλμε αναφορικά με το αν ο γάμος πρέπει να οριστεί αποκλειστικά ως ένωση άνδρα και γυναίκας και ο ορισμός να συμπεριληφθεί στο Σύνταγμα, απέρριψε κάθε απόπειρα φλερτ με τους οπαδούς του («δεν ψηφίζουν με βάση πολιτικές, γι’ αυτούς είναι κάτι σαν θρησκεία») και ανακοίνωσε την πρόθεση της δικής της κυβέρνησης να σταματήσει την παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου έως το 2035 και να μηδενίσει τις εκπομπές άνθρακα μέχρι το 2050. Μεγαλεπήβολα σχέδια, οπωσδήποτε, ωστόσο η Εσθονία, παρά το μικρό της μέγεθος (1,3 εκατ. κάτοικοι), έχει πραγματοποιήσει ήδη την περασμένη δεκαετία ένα εξίσου φιλόδοξο πρόγραμμα: έχοντας αυτοματοποιήσει ένα σύστημα διασταυρώσεων και διαδικτυακών υπογραφών, είναι πλέον η πρώτη «ηλεκτρονική δημοκρατία», όπου οποιαδήποτε πράξη μεταξύ Δημοσίου και πολίτη μπορεί να λάβει χώρα από τον καναπέ του.
Η Νέα Ζηλανδία φαίνεται (και είναι) μακρινή, η Σκανδιναβία υπήρξε πρωτοπόρος των γυναικείων δικαιωμάτων, όμως ας μη θεωρηθεί ότι αυτή η ανάδυση των 40 και κάτι γυναικών είναι μεμονωμένο ή συγκυριακό φαινόμενο. Αποτελεί ουσιαστικά έκφραση μιας γενεακής διαδοχής που φέρνει στο προσκήνιο τους τελευταίους της Generation X και τους πρώτους των millennials, ομάδων οι οποίες μεγάλωσαν με την ιδέα της ισότητας των δύο φύλων στη θεωρία (αν και όχι πάντα στην πράξη) και δεν δυσπιστούν ως προς τις θηλυκές πολιτικές ικανότητες. Το «Time» επισήμαινε για την Αρντερν το 2020 ότι έφερνε ένα ξεχωριστό στίγμα ηγεσίας που χαρακτηριζόταν από δυναμισμό και ορθολογισμό, συμπόνια και σημασία στην κοινότητα. Διαφορετικούς συνδυασμούς των στοιχείων αυτών αναγνωρίζει κανείς και στις νέες ευρωπαίες ομολόγους της. Αν το πείραμά τους αποδειχθεί εν τέλει επιτυχημένο, δεν αποκλείεται να αποτελέσει πρόκριμα για κάτι που ως και η μακρόχρονη ηγεσία της Ανγκελα Μέρκελ δεν κατόρθωσε να αρθρώσει συνεκτικά: ένα διακριτό, γειωμένο στην πραγματικότητα, θηλυκό ύφος εξουσίας.

