«Θέλω τα ισπανικά γλώσσα της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης»
Ο βραβευμένος λογοτέχνης και διευθυντής του Ινστιτούτου Θερβάντες μιλάει για τον Λόρκα, τον Αλμπέρτι, την ιστορική διάσταση των συναισθημάτων, την πολιτική ως στράτευση στον ανθρωπισμό και την ανάγνωση ως καλλιέργεια της «ηθικής φαντασίας»
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Ο Λουίς Γκαρθία Μοντέρο ανήκει στους επιφανέστερους και πλέον καταξιωμένους ποιητές της Ισπανίας τα τελευταία 40 χρόνια. Σήμερα εργάζεται ως καθηγητής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδας, στο ίδιο ακαδημαϊκό ίδρυμα που σπούδασε, στην ίδια πόλη που γεννήθηκε το 1958. Πέρυσι, τέτοια εποχή, ανέλαβε την κεντρική διεύθυνση του Ινστιτούτου Θερβάντες, του επίσημου θεσμικού φορέα που προωθεί την ισπανική γλώσσα και κουλτούρα σε όλον τον πλανήτη. Πρόσφατα επισκέφθηκε την Ελλάδα, στο πλαίσιο του 11ου Ελληνο-Ιβηροαμερικανικού Φεστιβάλ ΛΕΑ – Λογοτεχνία Εν Αθήναις (Festival LEA – Literatura En Atenas), και «Το Βήμα» βρήκε την ευκαιρία να τον συναντήσει.
Τον ρωτήσαμε, κατ’ αρχάς, για την εντοπιότητα και τον δημοφιλέστατο συμπατριώτη του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. «Είμαι ο μεγαλύτερος από έξι αδέλφια. Ημασταν πολύ ατίθασα παιδιά. Κάναμε σκανταλιές και ζημιές. Ωσπου, κάποια στιγμή, οι γονείς μου κλείδωσαν ένα δωμάτιο και το ονόμασαν «αίθουσα επισκέψεων», ώστε να μπορούν να υποδέχονται αξιοπρεπώς τους προσκεκλημένους τους. Μια μέρα ξέφυγα από την εποπτεία της μητέρας μου και κατάφερα να μπω σε εκείνο το δωμάτιο. Ηταν, ουσιαστικά, η βιβλιοθήκη τους. Εκεί εντόπισα για πρώτη φορά τα ποιήματα του Λόρκα. Εκείνος ο δερματόδετος τόμος έμοιαζε στα μάτια μου με τη Βίβλο» θυμήθηκε ο Λουίς Γκαρθία Μοντέρο. «Μετά έμαθα ότι ο Λόρκα γεννήθηκε στην ίδια περιοχή, και αργότερα για τη δολοφονία του. Στην πορεία αφιέρωσα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου στην ανάκτηση της κληρονομιάς του. Οποιος εισέρχεται στο σύμπαν του Λόρκα γίνεται, μοιραία, θαυμαστής του. Για εμένα, και ως θύμα του φρανκισμού, παραμένει ένα πρόσωπο ιερό. Πλέον, μετά λόγου γνώσεως, τονίζω ότι είναι ο πιο διάσημος εκπρόσωπος της ισπανικής λογοτεχνίας, μόνο με τον ίδιο τον συγγραφέα του «Δον Κιχώτη» μπορεί να συγκριθεί».
Ενας άλλος σημαντικός ποιητής της «Γενιάς του ’27», τον οποίο έχει μελετήσει σε βάθος ο Λουίς Γκαρθία Μοντέρο, είναι ο Ραφαέλ Αλμπέρτι. Πάνω στο πρωτοποριακό έργο του τελευταίου έκανε τη διατριβή του. «Τότε είχα αρχίσει να γράφω και τη δική μου ποίηση. Ολα συνδέονται ίσως. Ο Αλμπέρτι επέστρεψε στην Ισπανία ύστερα από τέσσερις δεκαετίες εξορίας. Το σημαντικότερο ωστόσο για εμένα δεν ήταν που επιμελήθηκα λ.χ. την έκδοση των απάντων του, αλλά το γεγονός ότι ο γενναιόδωρος Ραφαέλ με τίμησε με την ειλικρινή φιλία του. Εκείνος ήταν ένας μύθος και εγώ ένας άβγαλτος. Με δίδαξε κάτι σπουδαίο, όσο μεγαλώνω να μη γίνομαι κακότροπος και να σέβομαι τους νέους, όπως ακριβώς ο ίδιος σεβάστηκε εμένα».
Τα καθήκοντά σας στο Ινστιτούτο Θερβάντες, κύριε Μοντέρο, ταυτίζονται με κρίσιμες ευθύνες. Πώς τις αντιλαμβάνεστε;
«Τα ισπανικά, με 480 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές, είναι η δεύτερη γλώσσα στον κόσμο, ως προς τον αριθμό, μετά τα μανδαρινικά κινεζικά. Και είναι η δεύτερη γλώσσα στον κόσμο, ως προς τη λειτουργική επικοινωνία, μετά τα αγγλικά. Σήμερα υπάρχουν 600 εκατομμύρια άνθρωποι που γνωρίζουν και μιλούν τα ισπανικά. Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Θερβάντες οφείλει να έχει επίγνωση ότι εμείς οι Ισπανοί αποτελούμε μονάχα το 8% του συνόλου. Και ότι η θωράκιση της γλώσσας περνάει μέσα από τη λατινοαμερικανική κοινότητα. Ο ρόλος μας δεν είναι πρωταγωνιστικός, αλλά συναδελφικός και συνεργατικός, με ορίζοντα την υπεράσπιση μιας ολόκληρης κουλτούρας που έχει ως όχημα τα ισπανικά. Διατηρούμε 87 κέντρα παγκοσμίως, τα οποία είναι και διδακτικά και εκπαιδευτικά γενικότερα, αυτό είναι θέμα αρχής. Επίσης, ο διευθυντής του Ινστιτούτου Θερβάντες πρέπει να είναι πεπεισμένος ότι η πολιτιστική διπλωματία αποκτά όλο και περισσότερη αξία διεθνώς. Εγώ θέλω τα ισπανικά να καταστούν μια γλώσσα της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στον αντίποδα άλλων «τεχνοκρατικών» γλωσσών που συσχετίζονται με την εμπορική δραστηριότητα και, ενίοτε, την απληστία».
Το όνομά σας έχει συνδεθεί με τη λεγόμενη «ποίηση της εμπειρίας» (poesia de la experiencia), δηλαδή με τη δημιουργία εκείνη που στοχεύει σε μια στενότερη συνάφεια με τον κόσμο που την περιβάλλει. Πώς συνέβη αυτό;
«Τον όρο «ποίηση της εμπειρίας» αρχικά τον χρησιμοποιούσαν οι αντίπαλοί μας υποτιμητικά και προσβλητικά. Μας έλεγαν, κοντολογίς, ότι δεν ήμασταν αρκούντως λόγιοι επειδή ασχολούμασταν με την πεζή καθημερινότητα, στα σπίτια και στους δρόμους. Εγώ ενστερνίστηκα μεν απολύτως τον όρο αυτόν, αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους. Στη δεκαετία του 1990 ο κόσμος μας πλημμύρισε από παράλληλες «εικονικές πραγματικότητες» που έθεσαν εν αμφιβόλω την ιστορική μας εμπειρία. Σήμερα πια αυτοί οι «εικονικοί κόσμοι» αποτελούν, κατά την άποψή μου, το αποτελεσματικότερο μέσο χειραγώγησης των ιδεών, επειδή αποκρύπτουν την εμπειρία όπως αυτή είναι στην πραγματικότητα. Υπό αυτήν ακριβώς την έννοια, υπερασπίζομαι την ποίηση ως μια διεκδίκηση και επικύρωση της αληθούς εμπειρίας. Και έτσι θα πρέπει να υπερασπιζόμαστε την ποίηση ευρύτερα, ως την πραγματικότητα που έχει να κάνει με την ίδια τη σάρκα, τα ίδια τα οστά των ανθρώπινων όντων. Θυμάμαι τότε που οι Αμερικανοί βομβάρδιζαν τη Βαγδάτη, τα σχόλια των πιλότων, που είχαν την αίσθηση ότι έπαιζαν ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι. Είναι εύκολο να ρίχνεις βόμβες από ψηλά. Ομως, το να βλέπεις κατάματα αυτόν που θα σκοτώσεις είναι πιο περίπλοκο… Ετσι αντιλαμβάνομαι τη λειτουργία της ποίησής μου εν γένει, σαν κάτι που συμβαίνει με τους άλλους ενώπιος ενωπίω. Το άλλο πάντως το πιστεύω, ο κόσμος μας μετατρέπεται σταδιακά σ’ ένα απέραντο, ανεξέλεγκτο και επικίνδυνο video game, με αποτέλεσμα να χάνεται από τα νευραλγικά πεδία της πολιτικής και της οικονομίας ο σεβασμός προς την ανθρώπινη ζωή, για την οποία μάχεται η «ποίηση της εμπειρίας»».
Είστε ένας ποιητής κοινωνικά ευαίσθητος. Πώς έχετε εξισορροπήσει στο έργο σας τις πολιτικές με τις αισθητικές δεσμεύσεις;
«Πολύ συνειδητά, έχω προσπαθήσει να ξεφύγω από την περιλάλητη σύγκρουση μεταξύ «στρατευμένης» και «καθαρής» ποίησης. Νιώθω ανοίκεια και δεν με ενδιαφέρει κανένα από τα δύο αυτά μονοπάτια. Πιστεύω ότι πολιτική δέσμευση σημαίνει στράτευση στον ίδιο τον ανθρωπισμό μας. Η πολιτική μου στράτευση, επομένως, δεν έχει να κάνει με κάποια κομματική προτίμηση ή επιλογή, αλλά με την απελευθέρωση της μυχιότητας που ανθρώπου, διότι ακόμα και τα συναισθήματα έχουν μια ιστορική διάσταση, ένα ιστορικό βάθος. Και ως ποιητής, πάντοτε έχω στον νου μου ότι κανένα σύνθημα (ιδεολογικό, θρησκευτικό, εθνοφυλετικό) δεν πρέπει να τίθεται υπεράνω της ατομικής μου συνείδησης. Μόνο έτσι συμβιβάζεται η καλώς εννοούμενη στράτευση με την ανεξαρτησία και την αυτονομία μας. Αυτό που η ίδια η ποίηση μου έχει φανερώσει – για να μην επεκταθώ σε παραδείγματα από τον φοβερό 20ό αιώνα – είναι ότι για να συμμετάσχει κανείς σε συλλογικά οράματα, θα πρέπει πρώτα να έχει μάθει να μένει μόνος του, ολομόναχος».
Αναρωτιέμαι, πώς βλέπετε την ποίηση που διακινείται στον ψηφιακό κόσμο;
«Πιστεύω ότι η ποίηση είναι προσδεμένη στην πραγματικότητα και αλλάζει μαζί της. Οι νέες επικοινωνιακές πλατφόρμες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ευνοούν κάτι που για την ποίηση ήταν ανέκαθεν δεδομένο: την κοινοποίηση και το μοίρασμα των εσώψυχων. Βλέπετε ότι η ποίηση, ιδίως στους νέους, έχει ξαναγίνει της μόδας. Τώρα, έχει ποιότητα αυτή η ποίηση; Ας είμαστε ειλικρινείς, υπάρχει πολλή, κακή αλλά και καλή, ποίηση εκεί. Οι νέοι ποιητές οφείλουν να αντιληφθούν ότι η καλή ποίηση, ακόμα και στον ψηφιακό κόσμο, απαιτεί προετοιμασία, δηλαδή αναγνώσεις όπως ο Ομηρος, η Σαπφώ, ο Λεοπάρντι. Διότι μπορεί η ποίηση να αλλάζει ανάλογα με τη ζωή γύρω μας, πλην όμως κουβαλά μαζί της μια αναλλοίωτη παράδοση αιώνων. Ο κάθε ποιητής δεν μπορεί παρά να αισθάνεται κομμάτι αυτής της μεγάλης ιστορίας. Η σχέση που αναπτύσσει με τη λογοτεχνική μνήμη συνιστά και το σπουδαιότερο εφόδιό του για το μέλλον».
Εχετε πει ότι η ανάγνωση καλλιεργεί την «ηθική φαντασία» μας. Τι είναι αυτό και γιατί μας είναι απαραίτητο;
«Μόνο η φαντασία μάς επιτρέπει να καταλάβουμε τον ξένο πόνο ή την ξένη χαρά. Καλλιεργώντας τη φαντασία μας, μέσω της ανάγνωσης, μπορούμε να δούμε από τα μέσα τις ζωές των συνανθρώπων μας. Και, επί της ουσίας, μαθαίνουμε περισσότερα για τον ίδιο μας τον εαυτό, τι είμαστε και τι δεν είμαστε, όταν τον βάζουμε στη θέση του άλλου. Γι’ αυτό και θεωρώ την ανάγνωση την ωραιότερη μεταφορά που υπάρχει για την ουσία του δημοκρατικού διαλόγου».
* Ο συντάκτης ευχαριστεί θερμά τον Νίκο Πρατσίνη, τόσο για τη διερμηνεία της συνέντευξης όσο και για τη μετάφραση των δύο ποιημάτων που προέρχονται από τις συλλογές «El jardín extranjero» (1983) και «La intimidad de la serpiente» (2003).
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Πορνογραφικό τραγούδι
Το νερό ζητάει όχθες για να στηρίξει το μέτωπό του,
η νύχτα γυρεύει όνειρα για να μπει στα σπίτια,
το φως γίνεται ψιθύρισμα
και οι χώρες παίζουνε χαρτιά.
Παίζουνε
όπως η σιωπή με
τους θορύβους της
για να νομίζουν πως υπάρχουνε σε μια σωστή σειρά.
Σαν τις αχτίδες του φεγγαριού,
γιατί λένε το νούμερό τους και διαλύονται σιγά-σιγά.
Παίζουνε όπως
οι θεοί ατιμώρητα,
εκλιπαρούν το χρώμα μιας σημαίας
και τη σκιά ενός ύμνου.
Επειδή χρειάζονται κυριαρχία,
οι γυμνοί δεν είναι
αλουμινόχαρτο.
Και δεν υπάρχουνε σκιές πίσω από τις αγκαλιές
και οι χώρες παίζουνε χαρτιά.
Στον Φεντερίκο
με βιολέτες
κι έν’ αεράκι οπού ‘κλαιγε στα λιόδεντρα θυμάμαι.
(Από τον ποίημα «Θρήνος για τον Ιγνάτιο Σάντσεθ Μεχίας», μτφ. Νίκου Γκάτσου)
Μετά
από το κουρασμένο αεράκι των τελευταίων τρένων
τίποτα δε γυρίζει. Μένει μόνο
ένα πρόσωπο πάνω από
το Μπρόντγουεϊ
και είναι δύσκολο,
από την τόση μοναξιά,
τα μάτια να κλείσω χωρίς
να αμφιβάλλω για το
αν υπάρχεις.
Παράλογη
ετούτη η γλώσσα από φωτιά που σπάει τον ορίζοντα,
κι απλώνεται αδάμαστη πάνω στις καρδιές,
πολύμορφη και λαβωμένη,
η οποία εκρήγνυται και μοιάζει
με το βεβιασμένο χαμόγελο μιας χαλασμένης μάσκας
Μόνη
η πόλη μεταμφιέζεται σε ανατριχίλα
και τα μάτια της σε σημαδεύουν
γραμμένα και τυφλά,
όμοια με ίχνος από δόντια λησμονημένο στους ώμους.
Τότε
το αλκοόλ είναι το αίμα που γυμνώνει τα χείλη,
γιατί έρχεται η νύχτα,
γιατί φτάνει ο θάνατος πάνω σε ένα διπλωμένο χέρι
για να σε αφήσει μοναχό με τα χρόνια σου.
Θλιμμένος στα λιόδεντρα,
ενώ το Χάρλεμ σφαλίζει τα παράθυρά του,
ο χρόνος είναι ένα αεράκι που κανείς πια δε θυμάται.

