The Beatles: Get Back
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Μέχρι τα πενήντα μου η απάντηση στο αιώνιο δίλημμα Μπιτλς ή Στόουνς ήταν αναφανδόν Στόουνς. O ελίτ αλήτης Τζάγκερ, ο άνθρωπος-κατσαρίδα Κιθ Ρίτσαρντς, η πιο ροκ νοοτροπία, υπερίσχυαν του μελωδικού Πολ και του επαναστάτη Λένον.
Σήμερα, οι εναπομείναντες Beatles προσπαθούν να απευθυνθούν στην Generation Z με την κυκλοφορία του καναλιού τους @TheBeatles TikTok που περιλαμβάνει παλιές συνεντεύξεις με τα επιζώντα μέλη του συγκροτήματος Πολ Μακ Κάρτνεϊ και Ρίνγκο Σταρ και πλάνα από τα παρασκήνια ηχογραφήσεων τραγουδιών όπως το «Let It Be». Αλλά το βασικό όχημα που επαναφέρει στο προσκήνιο τους θρύλους του Λίβερπουλ ήταν η κυκλοφορία στις 25 Νοεμβρίου 2021 του εντυπωσιακού ντοκιμαντέρ του Πίτερ Τζάκσον «Get Back» στην πλατφόρμα Disney+.
Από την άλλη, σχεδόν 60 χρόνια μετά τη σύσταση των Stones, οι γερόλυκοι του «Gimme Shelter» και του «Sympathy for the Devil», οι οποίοι πρόσφατα απέσυραν την επιτυχία τους, «Brown Sugar» του 1971, λόγω πολιτιστικής ευαισθησίας, συνεχίζουν να παίζουν σε sold-out πλήθη σε όλον τον κόσμο. Η περιοδεία τους για το 2021 με τίτλο «No Filter» ξεκίνησε στο Dome του America’s Center στο Σεντ Λούις, με τα εισιτήρια να κοστίζουν έως και 500 δολάρια.
Από τότε που άρχισε να ακούει μουσική ο Ερμής, ακούμε φανατικά Μπιτλς. Κι όταν λέμε ακούμε, δεν ακούμε απλά, αναλύουμε κιόλας! Το «Come Together» είναι ένα πεδίο εξερεύνησης με το ρυθμικό «Σσστ τα τα τα», να μας απασχολεί για πολλή ώρα. Αλλά και ο στίχος «One and one and one is three», όπως και η στιγμή που ο Πολ «κάνει τη γατούλα». Οι Μπιτλς είχαν όντως ένα θέμα με το τέλος των τραγουδιών τους. Είτε ξεσπούσαν σε ένα ατελείωτο λα λα λα, είτε ο Πολ νιαούριζε, με απαράμιλλο στυλ. Ο Ερμής ξεχωρίζει το μπάσο, τις κιθάρες και τα ντραμς. Μέθεξη. Τα παιδιά είναι σφουγγάρια.
Το ντοκιμαντέρ του Πίτερ Τζάκσον είναι η χαρά κάθε μπιτλομανή. Είναι να απορείς ότι όλο αυτό το υλικό έμενε 53 χρόνια αχρησιμοποίητο. Μισόν αιώνα! Μας χαρίζει υπέροχες στιγμές, ειδικά σε όσους αναρωτιούνται πώς θα μπορούσαν άραγε να συνθέτουν οι μύθοι. Πώς συνεργάζονταν, τι συνειρμούς έκαναν, καθισμένοι σε τέσσερις καρέκλες με τα όργανά τους.
Μία από τις πολλές αξέχαστες σκηνές του «Get Back», όπως επεσήμανε και το «Rolling Stone», είναι η εξής: Οι Μπιτλς τζαμάρουν το νέο τραγούδι του Πολ Μακ Κάρτνεϊ «She Came In Through the Bathroom Window». Φαίνεται να τους αρέσει πολύ η μελωδία. Ο Τζορτζ Χάρισον τα δίνει όλα στην κιθάρα. Ο Ρίνγκο Σταρ τραντάζει τα ντραμς. Ο Τζον Λένον παίζει το πιάνο σαν μια κοροϊδευτική αντίστιξη στον Πολ. Πολ: «Κι έτσι άφησα το αστυνομικό τμήμα». Τζον: «Βρες δουλειά, άντε!» Πολ: «Βρήκα μια μόνιμη δουλειά». Τζον: «Επιτέλους! Δε γινόταν άλλο!». Οι Beatles είναι απόλυτα συγχρονισμένοι, αστειευόμενοι μάλιστα ο ένας με τον άλλον. Εχουν μια εσωτερική τηλεπάθεια που κανείς άλλος δεν μπορεί να μοιραστεί. Τέσσερα αγόρια στην κορυφή του κόσμου. All together now.
Κάποιοι ανησυχούσαν ότι το «Get Back» θα αγιοποιούσε τα σκαθάρια και θα κουκούλωνε τις συγκρούσεις της μπάντας, αλλά κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η συγκρουσιακή πλευρά τους είναι εμφανής. Από τα πλάγια βλέμματα του Τζον, ενώ μασάει τσίχλα, μέχρι τις αρχοντικά ειρωνικές ατάκες του Πολ. Το «Get Back» είναι, ταυτόχρονα, ένας θησαυρός από δηκτικά, υψηλού βρετανικού φλεγματικού χιούμορ, σχόλια του Τζορτζ, όπως όταν ρωτά ξεκάθαρα τον Πολ: «Αυτό τώρα λέγεται «I’ve Got a Feeling»;». Να μην ξεχνάμε πως οι Μπιτλς ήταν από τους πιο σπουδαίους κωμικούς της εποχής, πέρα από όλα τα άλλα.
Στο κέντρο όλου αυτού του χάους, δεν βλέπουμε πάρα τέσσερα αγόρια μεταξύ 26-29 που παίζουν μαζί μουσική. Η φιλία τους δοκιμάζεται, αλλά νιώθεις πως παλεύουν να την κρατήσουν όσο μπορούν, ακόμη και τις πιο σκοτεινές ώρες. Τέσσερις φίλοι με προβλήματα που κάνουν μαγικά πράγματα.
Το ταξίδι τους αυτό άρχισε με μια μεγάλη πίεση να ανεβάσουν ένα χάι κόνσεπτ σόου και κατέληξε με ένα από τα πιο ταπεινά. Μια αυτοσχεδιαστική συναυλία σε μια ταράτσα του Λονδίνου που θύμισε στον κόσμο την αυθεντικότητα, τη μαγεία και το χιούμορ τους. «Ελπίζω να περάσαμε την οντισιόν» λέει ο Λένον στο τέλος.
Οταν σκέπτομαι τους Μπιτλς σκέπτομαι δύο τραγούδια, δύο χρονολογίες, δύο τεράστια χιτ. Το 1964 έγραψαν το «Love me do», μια αισθηματική μπαλάντα όχι και πολλών αξιώσεων, και το 1967 το «A Day in Life», ένα από τα πιο πειραματικά τραγούδια όλων των εποχών στη μουσική.
Σε τριάμισι χρόνια (!) διάνυσαν την απόσταση Πασχάλης – Γιάννης Χρήστου και Barbra Cartland – James Joyce. Κάτι μοναδικό στην ιστορία της τέχνης για παιδιά κάτω των 27. Και το ακόμη πιο σπάνιο είναι ότι σε αυτό το ριζικό καλλιτεχνικό makeover τούς ακολούθησε πιστά το κοινό, το κοινό των απλών τραγουδιών που έπρεπε να κρατούν γύρω στα τρία λεπτά. Οι Μπιτλς εκπαίδευσαν το κοινό τους κι εκείνο ανταποκρίθηκε. Σήμερα, οποιοσδήποτε καλλιτέχνης με το γκελ τους, δεν θα το κουνούσε από την πρώτη δοκιμασμένη συνταγή. Γιατί από πίσω θα καραδοκούσαν άλλοι εκατό να του κλέψουν τους οπαδούς του ενός ακούσματος.
Οσον αφορά το μαγευτικό «A Day in Life», η τελευταία συγχορδία είναι κάτι το ανεπανάληπτο. Παίχτηκε από πέντε άτομα σε τρία πιάνα και ένα αρμόνιο ταυτόχρονα. Εκαναν τη νότα να διαρκέσει πολύ ανεβάζοντας το επίπεδο ηχογράφησης καθώς ο ήχος έσβηνε. Προς το τέλος της συγχορδίας, η ευαισθησία της εγγραφής είναι τόσο υψηλή που μπορείτε, αν αυξήσετε την ένταση και να ακούσετε προσεκτικά, να ξεχωρίσετε ήχους από το στούντιο, όπως το θρόισμα χαρτιών και μια καρέκλα που τρίζει. Το τραγούδι ήταν μια δοκιμή, ένα πείραμα, και όπως κάθε δοκιμή ήταν ρευστή. Ποτέ δεν καταστάλαζε όπως το «Love me Do».
Τι είναι αυτό όμως που κάνει του Μπιτλς τόσο μεγάλους; Η ισορροπία μεταξύ της απλότητας και της προσβασιμότητάς τους με τη συνθετότητα, εκλέπτυνση και περιπλοκότητα της μουσικής τους. Σπανιότατο πράγμα, όχι μόνο στη μουσική, αλλά και στην τέχνη γενικότερα.
Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.

