«Θα υπάρξουν πολλές εκπλήξεις στο σενάριο»
Ο πρωταγωνιστής της «Γης της Ελιάς» μιλάει για την επιτυχία της σειράς, την εξέλιξη του ρόλου του, τα κοινωνικά πρέπει και τη θεατρική παράσταση που έγραψε ο ίδιος εν μέσω καραντίνας
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Η εφετινή σεζόν είναι αγώνας δρόμου για τον Τάσο Ιορδανίδη. Από τη μία, μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα σε ταξίδια για τις ανάγκες των γυρισμάτων της δημοφιλούς σειράς του Mega «Η Γη της Ελιάς». Από την άλλη, κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή μοιράζεται τη σκηνή του θεάτρου Αλφα – Ληναίος-Φωτίου με τη σύζυγό του, Θάλεια Ματίκα, στην παράσταση που έγραψε ο ίδιος εν μέσω καραντίνας.
Είχαμε αρκετά χρόνια να σας δούμε σε μια σειρά μυθοπλασίας.
«Το είχαν φέρει έτσι οι συγκυρίες και δεν είχα εμφανιστεί, πράγματι, τηλεοπτικά. Είχα ρίξει πολύ το βάρος μου, όσον αφορά τη δουλειά, στο θέατρο. Πολλές φορές βέβαια κοιτούσα να με ενδιαφέρει και κάτι, κατά κύριο λόγο οι άνθρωποι. Για να γίνει μια δουλειά σωστά, η δική μου ιδιοσυγκρασία επιθυμεί πάντα να είναι με ανθρώπους οι οποίοι διακρίνονται για τον σεβασμό που έχουν απέναντι στον συνάδελφο. Αυτό διέκρινα στον Αντρέα Γεωργίου, στον Κούλλη Νικολάου και στη Βάνα Δημητρίου, αυτή τη δυνατή τριάδα. Για αυτό ξεκινήσαμε και αυτή τη συνεργασία».
Η σειρά σημειώνει μεγάλη επιτυχία από το πρώτο κιόλας επεισόδιο. Κατά τη γνώμη σας, πού οφείλεται η επιτυχία αυτή; Γιατί είναι και μια χρονιά από τις πλέον ανταγωνιστικές, ειδικά στο κομμάτι της μυθοπλασίας.
«Η επιτυχία αυτή οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Ενας από αυτούς είναι ξεκάθαρα στο πολύ καλό και ευφάνταστο σενάριο της Βάνας Δημητρίου. Από την άλλη, η σκηνοθετική ομάδα κάνει πραγματικά έναν άθλο, γιατί το να γυρνάς 100 σκηνές κατά μέσο όρο την ημέρα και να βγαίνει ένα τέτοιο αποτέλεσμα, εγώ προσωπικά το θεωρώ άθλο. Ο Αντρέας από ό,τι φαίνεται έχει πολλά κέφια εφέτος. Από εκεί και πέρα σίγουρα ο τόπος, η Μάνη, είναι ένας επιπλέον παράγοντας που μας γοητεύει όλους, όπως φυσικά και οι εξαιρετικοί ηθοποιοί που συμμετέχουν στη σειρά. Αλλο ένα πράγμα είναι η δίψα του κόσμου για την ελληνική μυθοπλασία. Από ό,τι φαίνεται του είχαν λείψει πάρα πολύ τα προϊόντα της μυθοπλασίας».
Εσείς την παρακολουθείτε; Γιατί είναι και πολλές οι υποχρεώσεις σας εφέτος.
«Ναι. Αν δεν προλάβω κάποιο επεισόδιο θα το δω στο web. Αν την αγαπάμε τη δουλειά, πρέπει να τη βλέπουμε για να διορθώνουμε ενδεχόμενα λάθη, πέρα από το ότι μας έχει συνεπάρει και εμάς η ιστορία σαν θεατές. Παρόλο που ξέρουμε μέχρις ενός σημείου την ιστορία, είναι ωραίο να βλέπεις πώς αποτυπώνεται η δουλειά σου στο γυαλί».
Σαν τηλεθεατής πώς αντιμετωπίζετε τον ρόλο σας;
«Δεν μπορώ να αντιμετωπίσω τον Μάνο το ίδιο με τον τηλεθεατή, γιατί γνωρίζω περισσότερα για τον πριν, το τώρα και το μετά του ρόλου, μέχρις ενός σημείου βέβαια, γιατί τα σενάρια έρχονται σταδιακά».
Ο Μάνος θα «σπάσει» κάποια στιγμή τα δεσμά και θα κάνει αυτό που πραγματικά θέλει, αφήνοντας πίσω του τα κοινωνικά πρέπει;
«Δεν θα σας πω. Θέλω να σας κρατήσω σε εγρήγορση. Πάντως θα υπάρξουν πολλές δυνατές και αναπάντεχες ανατροπές και εκπλήξεις στο σενάριο».
Εσείς, ποιο από τα δύο επιλέγετε; Τα κοινωνικά πρέπει ή τα θέλω της καρδιάς;
«Εγώ βαδίζω πάντα βάσει της καρδιάς και του ενστίκτου, στη ζωή μου τουλάχιστον. Πάντα όμως με γνώμονα τη λογική, ώστε να μην πετάω στα σύννεφα. Αλλά όσον αφορά τους δικούς μου ανθρώπους και τους ανθρώπους που θαυμάζω και αγαπώ, πάντα λειτουργώ με την καρδιά».
Τα μυστικά στη σειρά είναι πολλά και οι άνθρωποι που τα «κρατούν» έντονοι. Είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα το μοντέλο που παρουσιάζει η σειρά;
«Οχι, δεν νομίζω. Σίγουρα υπάρχουν στην κοινωνία αντίστοιχοι άνθρωποι. Σε πολλά σημεία η σειρά ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και πιστεύω ότι και αυτό είναι μια από τις επιτυχίες της. Αλλά σίγουρα επειδή είναι ένα προϊόν μυθοπλασίας και βλέπει τα πράγματα υπό ένα πρίσμα μπαίνει λίγο αλατοπίπερο. Βέβαια σε κάποια σημεία της ιστορίας η φαντασία υπερισχύει σίγουρα της πραγματικότητας».
«Θέλω να σου κρατάω το χέρι» στο θέατρο Αλφα – Ληναίος-Φωτίου. Μια παράσταση δημιούργημα δικό σας, που προέκυψε κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Αυτή η περίοδος του εγκλεισμού ήταν μια αφορμή για να ψάξουμε τους εαυτούς μας και τις σχέσεις μας;
«Οντως, το έργο αυτό το έγραψα μέσα στην καραντίνα και βγήκε αβίαστα εξαιτίας των εμπειριών που έχω σε αυτά τα 14 χρόνια κοινής πορείας με τη σύζυγό μου. Αισθανόμαστε ευγνώμονες που σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση έχει βρει ανταπόκριση στον κόσμο. Η περίοδος του εγκλεισμού ήταν μια περίοδος που μπορούσαμε να επαναπροσδιορίσουμε πράγματα. Να βρούμε πάλι το κέντρο μας ή αν δεν το είχαμε βρει, να εστιάσουμε στο να το βρούμε. Σίγουρα ένα πράγμα στο οποίο εστίασα σε όλη αυτή την περίεργη κατάσταση που βιώσαμε, και που κακά τα ψέματα δεν έχει τελειώσει ακόμα, είναι ότι η μοναξιά δεν παλεύεται πολλές φορές. Αν έχεις βρει τον άνθρωπό σου, χρειάζεται να τον κρατάς πολύ σφικτά από το χέρι και να προσπαθήσεις να απαλύνεις τα όποια προβλήματα ενδεχομένως υπάρχουν. Να παλέψεις για αυτή τη σχέση».
Η παράσταση διανύει μια επιτυχημένη πορεία. Ποια στοιχεία πιστεύετε ότι κέντρισαν το ενδιαφέρον του κόσμου για το έργο αυτό;
«Πηγαίνουμε πολύ καλά. Φαίνεται ότι η παράσταση κάτι έκανε στον θεατή, όπως έκανε και «Η Γη της Ελιάς» στον τηλεθεατή. Εχω ακούσει πολύ συγκινητικά πράγματα. Αλλοι μας λένε ότι ήρθαν για να σώσουν τον γάμο τους, άλλοι ότι ταυτίζονται συναισθηματικά, ότι αναγνωρίζουν πολλά στοιχεία του εαυτού τους στο ζευγάρι αυτό. Αλλά αυτό που μας έχει προκαλέσει τεράστια συγκίνηση με τη Θάλεια (σ.σ.: Ματίκα), γιατί είμαστε και γονείς, είναι ότι βλέπουμε στο κοινό παιδιά 18-20 ετών. Οταν τους ρωτάμε γιατί επέλεξαν να δουν την παράσταση, γιατί εμείς μιλάμε για δύο μεσήλικες, απαντούν ότι εκείνα έχουν υπάρξει το τρίτο μάτι στη σχέση των γονιών τους. Οπως μου είπε και ένας πιτσιρικάς τις προάλλες, «εμείς είμαστε αμεσότατα εμπλεκόμενοι. Γιατί εισπράτταμε όλο αυτό που ενδεχομένως συνέβαινε ανάμεσά τους, αλλά δεν είχαμε και τη δύναμη να κάνουμε κάτι για να το λύσουμε. Μεγαλώσαμε με αυτές τις εμπειρίες ζωής». Είναι ένα κοινό που δεν είχα φανταστεί ότι θα αγγίξει η παράσταση».

