«Θα αλλάξουν πολλά λόγω της πανδημίας»
H Αθήνα δεν θα μπορούσε να λείψει από την «Αναπόφευκτη περιοδεία» του βέλγου συνθέτη, ο οποίος υπογραμμίζει τον προβληματισμό του για την επόμενη ημέρα του κορωνοϊού
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Η σχέση του μινιμαλιστή συνθέτη Βιμ Μέρτενς με το ελληνικό κοινό είναι ιδιαίτερη. Τον αγκάλιασε από τα πρώτα σχεδόν βήματα της διαδρομής του, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Κι αυτός ο εναγκαλισμός κάθε δεκαετία γίνεται όλο και πιο ισχυρός και επαναλαμβανόμενος. Είμαστε ήδη στην τέταρτη δεκαετία της επικοινωνίας μας. Ετσι, φθάνουμε σε μια ακόμη συναυλία που θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων στο πλαίσιο της περιοδείας του με τον σιβυλλικό τίτλο «Inescapable Tour» («Αναπόφευκτη περιοδεία») που σηματοδοτεί την 40ή επέτειο της μουσικής του καριέρας (1980-2020). Για να γιορτάσει αυτή την επέτειο ο βέλγος συνθέτης και πιανίστας παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο πρόγραμμα που καλύπτει όλη την καλλιτεχνική του διαδρομή, μια επιλογή γνωστών συνθέσεών του και παράλληλα θα τους συστήσει το νέο άλμπουμ του, «The Gaze of the West» που κυκλοφόρησε εφέτος.
Διανοούμενος της μουσικής
Ο αρχιτέκτονας του μινιμαλισμού δεν είναι μόνο συνθέτης. Είναι συγγραφέας και ερευνητής, ένας διανοούμενος της ευρωπαϊκής μουσικής. Σε αυτά τα σαράντα χρόνια έχει αναπτύξει την προσωπική του μουσική γλώσσα, χρησιμοποιεί ένα κανονιστικό λεξιλόγιο, συνθέτει για διάφορα οργανικά σύνολα ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί φωνητικές συνθέσεις και κομμάτια για συμφωνικές ορχήστρες. Παράλληλα με τη μουσική έχει σπουδάσει Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες, έχει κάνει παραγωγές σε συναυλίες των Φίλιπ Γκλας, Στιβ Ράιχ, Τέρι Ράιλι, Μέρεντιθ Μονκ, έχει διατελέσει μουσικός παραγωγός, έχει γράψει μουσική για τον κινηματογράφο και το θέατρο. Κι όλα αυτά χωρίς να μπορεί να μπει κάτω από μια συγκεκριμένη ταμπέλα. Εμβληματικό είναι το έργο του «Struggle for Pleasure» (1983) ενώ πλέον ο μουσικός κατάλογός του μετρά περισσότερες από 70 κυκλοφορίες. Σε αυτές να προσθέσουμε και το ιδιαιτέρως αγαπητό σάουντρακ της ταινίας «Η κοιλιά του αρχιτέκτονα» του Πίτερ Γκρίναγουεϊ.
«Ακραία κατάσταση»
Δεν είναι ούτε ο πρώτος μουσικός ούτε ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που η πανδημία του κορωνοϊού θα τον άφηνε αδιάφορο. Μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής» με αφορμή την επικείμενή του συναυλία στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων δεν μπορεί παρά να αναφερθεί στην επιδημία. «Φυσικά και ανυπομονώ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι περισσότεροι μουσικοί έχουμε πολύ μεγάλο διάστημα να παίξουμε ζωντανά. Κάπου στα τέλη Φεβρουαρίου σταμάτησα, όχι μόνο εγώ, και πολλοί άλλοι. Φυσικά δεν είναι μόνο η μουσική, η σύνθεση. Πάρα πολλοί Ευρωπαίοι βιώνουμε για πρώτη φορά μια τόσο σοβαρή και ακραία κατάσταση. Και είμαι πεπεισμένος ότι πολλά πράγματα θα αλλάζουν και θα αλλάξουν τα προσεχή χρόνια λόγω της Covid-19. Παρ’ όλο που οι μουσικοί είμαστε συνηθισμένοι στην αστάθεια, εν τούτοις εδώ τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Πρέπει να σκεφθούμε πολλά, μα πάρα πολλά πράγματα για το μέλλον της ανθρωπότητας».
Το συνθετικό ύφος του Μέρτενς δείχνει μια διαρκή εξέλιξη, που έχει ως αφετηρία τον πειραματισμό και την αβανγκάρντ σκηνή, πάντα με το κέντρο βάρους να ρέπει προς τον μινιμαλισμό. Η μουσική του συχνά δεν εντάσσεται σε κάποια κατηγορία, ενώ απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό, περιλαμβάνοντας ακούσματα κλασικής, ποπ, τζαζ και κυρίως άμπιεντ μουσικής. Διακρίνονται τρεις κυρίαρχες κατευθύνσεις στο έργο του: α) έργα για μικρά σύνολα – ίσως τα εμπορικότερα και πλέον προσιτά έργα του· β) μουσική για σόλο πιάνο και φωνή – τα πιο προσωπικά του έργα, στα οποία παίζει ο ίδιος και τραγουδά σε μια δικής του επινόησης γλώσσα· γ) πειραματικοί κύκλοι με βάση τον μινιμαλισμό, για ένα, δύο ή και περισσότερα όργανα.
«Το προφανές και η ευελιξία»
Οπως σημειώνει ο φλαμανδός συνθέτης, μπορεί να πατάει μουσικά στην παραγωγή του στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι «δεν πρέπει ή δεν θέλω να αλλάξω τη θεμελιώδη προσέγγιση της μουσικής μου ή το θεμελιακό μου στυλ. Το ίδιο συμβαίνει όποτε χρειάστηκε να εργαστώ και για τον κινηματογράφο. Εδώ έχουμε περισσότερες ή μάλλον ιδιαίτερες απαιτήσεις. Είναι τα θέματα, οι εναλλαγές του ρυθμού όπως αυτές παρουσιάζονται στην οθόνη κ.ο.κ. Πολλοί είναι εκείνοι που περιμένουν το προφανές. Το θέμα είναι ως συνθέτης να μπορώ να χρησιμοποιώ την ευελιξία μου και την όποια προσαρμοστικότητα διαθέτω ώστε η δουλειά μου να προχωρεί και να αλληλοσυμπληρώνεται».
Η μουσική του Βιμ Μέρτενς μπορεί να μην είναι ακαδημαϊκή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να γίνει ποτέ mainstream. Ο μινιμαλισμός έχει τους δικούς του φίλους. Το γνωρίζει αλλά δεν θέτει διαχωριστικές γραμμές. «Κάθε γενιά πρέπει να προσπαθήσει να προσθέσει τη δική της ισορροπία και το δικό της χρώμα. Και αυτό ήταν σημαντικό για τη μουσική της ευρωπαϊκής παράδοσης. Στο τελευταίο μου άλμπουμ «The Days of the West», εξετάζω τις σχέσεις μεταξύ της παράδοσης και των νέων επιρροών. Πάντοτε στόχος της μουσικής είναι να αποτυπώνω το συναίσθημα της εποχής, ζω κι εγώ ανάμεσά σας – χωρίς καμία ελιτίστικη διάθεση. Αντιθέτως προσπαθώ να δημιουργήσω τέτοιες συνθήκες, όπου όλοι όσοι ακούν τη μουσική μου να την αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η σχέση του με τη φωνή: «Δεν τη θεωρώ ακόµη ένα µουσικό όργανο αλλά κάτι τελείως ξεχωριστό, άµεσα συνδεδεµένο µε τον άνθρωπο και φυσικά µε το σώµα του. Η φωνή είναι το σηµείο αναφοράς για τις δηµιουργίες µου και η µεγαλύτερη πηγή έµπνευσης για όσα συνθέτω».
Η σχέση του με την Ελλάδα
Η σχέση του Βιμ Μέρτενς με την Ελλάδα δεν περιορίζεται μόνο στις συναυλίες. Είναι λάτρης της αρχαίας ελληνικής Ιστορίας και όπως μας είπε παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον όποιες αρχαιολογικές ανακαλύψεις έρχονται στο φως της δημοσιότητας. Αλλωστε η σύνθεση «Dust of truths» είναι εµπνευσµένη από τη Νικόπολη στην Πρέβεζα. Ο Μέρτενς εμπνεύστηκε το έργο αυτό από την εμπειρία που βίωσε όταν έπαιξε σόλο το 2014 στο Μνημείο του Οκταβιανού Αύγουστου στη Νικόπολη. «Για μένα η Ελλάδα είναι πάντα ένα βήμα».

