Τάσιτα Ντιν, «Η Ελλάδα έχει διαποτίσει βαθιά τη δουλειά μου»
H πολύ σημαντική και πολυβραβευμένη βρετανίδα εικαστικός μιλάει για τη μακρά σχέση της με τη χώρα μας και την ιστορία της.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Είναι μία από τις σημαντικότερες βρετανίδες εικαστικούς, μία από τις YBA (Young British Artists), η οποία ωστόσο δεν έχει καμία σχέση με την έπαρση ενός Ντάμιεν Χιρστ, την αυτοαναφορικότητα μιας Τρέισι Εμιν ή το στοιχείο του σοκ που συνοδεύει το έργο του Κρις Οφίλι και τους πίνακές του με περιττώματα ελεφάντων, από τον οποίο έχασε και το βραβείο Turner το 1998. Η δουλειά της Τάσιτα Ντιν, είτε πρόκειται για ζωγραφικούς πίνακες είτε για τα «ρετρό» σελιλόιντ φιλμ της, δεν ποντάρει στον εντυπωσιασμό αλλά εστιάζει στα στοιχειώδη της ζωής, στη θάλασσα και στα σύννεφα ή στο φαινόμενο των ηλιακών εκλείψεων. Εχει κατοχυρώσει το δικαίωμα να λέγεται Ευρωπαία (είναι κάτοικος Βερολίνου) αλλά και διεθνής (τον μισό χρόνο της τον περνάει στο Λος Αντζελες). Ωστόσο, παραδόξως, για την 56χρονη Ντιν όλα ξεκίνησαν από την Ελλάδα και με έναν αναπάντεχο εκ πρώτης όψεως τρόπο πάντα εδώ γυρνούσαν. Στην Ελλάδα, στα Χανιά συγκεκριμένα και στην οδό Μόσχων, συνάντησε το 1983 τον Τζον Κράξτον, όταν ήταν μόλις 17 ετών και παραθέριζε με την οικογένειά της. Ο πατέρας της, γέννημα θρέμμα της περιοχής St John’s Wood, όπως και ο Κράξτον, τον γνώριζε φευγαλέα, όπως και την αδελφή του, Τζάνετ, από τα πάρτι της παιδικής τους ηλικίας. «Εγώ δεν τον ήξερα προσωπικά. Ημουν απλώς ένα παιδί με ένα τετράδιο ιχνογραφίας και είχα χαρεί πάρα πολύ που θα συναντούσα έναν πραγματικό καλλιτέχνη. Η επαφή μας ήταν ελάχιστη, με είδε που ζωγράφιζα έξω στον δρόμο και μου είπε ότι οι γραμμές μου ήταν καλές, όμως η παρουσία του όπως και ο τρόπος ζωής του με γοήτευσαν» θα πει η Τάσιτα Ντιν καθισμένη στο μικρό καθιστικό του σπιτιού του Κράξτον όπου βρέθηκε προσκεκλημένη του βιογράφου του, Ιαν Κόλινς, προκειμένου να αντλήσει υλικό για ένα έργο αφιερωμένο στον βρετανό ζωγράφο, στα πρότυπα ενδεχομένως των βίντεο που έχει κάνει η ίδια για καλλιτέχνες όπως ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ, το οποίο εν προκειμένω ήταν επικεντρωμένο στην αγαπημένη του συνήθεια, το κάπνισμα. Στάθηκε βέβαια άτυχη σε αυτή την ανιχνευτική επίσκεψη, καθώς χάλασε η μηχανή της με αναλογικό φιλμ 16 mm με την οποία τραβάει συχνά το υλικό για τα έργα της. «Επέστρεψα στα Χανιά το 1987 για να πάρω συνέντευξη στον Κράξτον για τη διπλωματική μου, η οποία είχα στο μυαλό μου ότι θα είναι σχετική με την επιρροή της Ελλάδας στη σύγχρονη τέχνη και στην τέχνη του 20ού αιώνα ή συγκεκριμένα στη βρετανική τέχνη, από όσο μπορώ να θυμηθώ. Στο τέλος, όμως, αποφάσισα να κάνω τη διπλωματική μου για τον Σάι Τουόμπλι αφότου είδα την έκθεσή του στην γκαλερί Whitechapel την ίδια χρονιά. Πάντως, όταν κέρδισα το πρώτο βραβείο για τη δουλειά μου έσπευσα να αγοράσω ένα έργο του Κράξτον. Οταν κέρδισα ένα άλλο, πάλι το ίδιο έκανα» θα πει με τη σιγανή και ήρεμη φωνή της που μόλις ακούγεται στη μεταξύ μας ασφαλή, προληπτική απόσταση.
Ο Κράξτον ήταν μόνο η αρχή. Οι δεσμοί της Ντιν με την Ελλάδα άρχισαν να μορφοποιούνται όταν πήρε μια υποτροφία για το εργαστήριο του Νίκου Κεσσανλή στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Ηταν διάρκειας τεσσάρων μηνών, όμως τελικά εκείνη έμεινε έναν χρόνο στην πόλη, έχοντας ως έδρα της τη Νέα Σμύρνη. Το μελαχρινό, ευπροσήγορο κορίτσι με τα τζιν μιλούσε άψογα ελληνικά και συναναστρεφόταν τους άλλους φοιτητές από το εργαστήριο του Κεσσανλή, «όπως τον Πάνο Χαραλάμπους, τον Γιώργο Λάππα, τον Μάριο Σπηλιόπουλο». Στην Αθήνα ήταν που έδειξε για πρώτη φορά δουλειά της εκτός Βρετανίας, η οποία είχε και την ιδιαιτερότητα ότι ήταν ζωγραφικά σχέδια «made in Greece». Ηταν στην γκαλερί «Aρτιο» της Γαλλίδας Μαρτίν Σαρντόν στη Δεινοκράτους 57, η οποία είχε δώσει βήμα σε νέους καλλιτέχνες της εποχής, σε εκείνους που αποτέλεσαν το καλλιτεχνικό δυναμικό της γενιάς του ’80 (Πάνος Χαραλάμπους, Νίκος Τρανός, Γιώργος Λάππας, Μάριος Σπηλιόπουλος κ.ά.). Το σχέδιό της το μεγαλεπήβολο ήταν να διοργανώσει μια έκθεση στο Λονδίνο με έργα σύγχρονων ελλήνων καλλιτεχνών όπως οι προαναφερθέντες, αλλά και μια αντίστοιχη στην Αθήνα με τους εκκολαπτόμενους Βρετανούς, αυτούς που θα γίνονταν οι YBA, η άτυπη παρέα που περιλάμβανε τους πιο διάσημους πλέον βρετανούς εικαστικούς (Ντάγκλας Γκόρντον, Σάρα Λούκας κ.ά.). Αυτό όμως δεν συνέβη. «Ημουν πολύ νέα τελικά για να το καταφέρω. Το δούλευα με έναν φίλο. Εκανα παράλληλα το μεταπτυχιακό μου στη Slade School of Fine Art του UCL στο Λονδίνο. Υπήρχε από αμφότερες τις πλευρές η επιθυμία να συμβεί κάτι τέτοιο, καθώς οι YBA μόλις ξεκινούσαν, ενώ αντίστοιχα στην Ελλάδα η ορατότητα της σύγχρονης τέχνης είχε αρχίσει να διακρίνεται σημαντικά. Ωστόσο ήταν ένα πρότζεκτ που άρχισε να μας υπερβαίνει. Το Camden Art Centre είχε συμφωνήσει να το αναλάβει, όμως τελικά το εγκατέλειψε και από την πλευρά μας δεν μπορούσαμε να το υποστηρίξουμε, οπότε το αφήσαμε κι εμείς. Είχα αρχίσει να ασχολούμαι με τη διοργάνωση της έκθεσης από το 1988 και συνέχισα μέχρι το 1991, οπότε πηγαινοερχόμουν πολύ στην Αθήνα εκείνη την περίοδο. Ορκίστηκα να μην επιστρέψω στην Ελλάδα για δέκα χρόνια. Kαι τα δέκα έγιναν τριάντα. Επέστρεψα τελικά το 2019, καθώς συμμετείχα στην 7η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης. Η Ελλάδα έχει διαποτίσει βαθιά τη δουλειά μου. Ολα ξεκίνησαν με εκείνο το πρώτο ταξίδι, όταν γνώρισα τον Κράξτον και την Κρήτη που με έκανε να ερωτευτώ την Ελλάδα. Από εκείνη τη στιγμή έγινα φιλελληνίδα».
Η Τάσιτα, η Αντιγόνη και η Πυθία
Η σχέση της Τάσιτα Ντιν με την Ελλάδα είχε ξεκινήσει ερήμην της νωρίτερα. Ο νομικός πατέρας της, ο οποίος είχε κάνει κλασικές σπουδές την Οξφόρδη, είχε επιλέξει να δώσει στα δύο από τα τρία παιδιά του ελληνικά ονόματα. Τη μεγαλύτερη αδελφή της τη λένε Αντιγόνη και ο αδελφός της ονομάζεται Πτολεμαίος, ενώ εκείνη παραδόξως είναι η μόνη με το ρωμαϊκής προέλευσης όνομα: «Tacita σημαίνει η «σιωπηλή». Το γιατί μου έδωσαν αυτό το όνομα δεν ήταν ποτέ ακριβώς ξεκάθαρο».
Το γιατί ονομάστηκε η αδελφή της Αντιγόνη έπαψε να αποτελεί μυστήριο όταν η Ντιν ρώτησε ευθέως τον πατέρα της. «Διότι ήταν η πρώτη φεμινίστρια» είχε απαντήσει στην αποσβολωμένη Τάσιτα, η οποία τον θυμόταν να της γράφει σε ένα γράμμα του όσο ήταν φοιτήτρια ότι «ο φεμινισμός είναι η νευρική ανορεξία της Δύσης». H γοητεία του μύθου πίσω από το όνομα οδήγησε την Ντιν στη δημιουργία του πρόσφατου πρότζεκτ «Antigone». Ηταν το αποτέλεσμα μιας μακράς σχέσης και διεργασίας του μύθου της Αντιγόνης αλλά και του αδελφού της και του πατέρα της Οιδίποδα, με τους οποίους η Ντιν απέκτησε μια εμμονή από όταν έκανε τις βασικές σπουδές της στο Falmouth University στην Κορνουάλη. Εκεί είχε αρχίσει να γράφει ξανά και ξανά τα ονόματά τους πάνω σε σκληρό χαρτί για τα χέρια που έβρισκε σε τουαλέτες, μια σχολική μίμηση, όπως την περιγράφει, της αντίστοιχης συνήθειας που είχε ο Σάι Τουόμπλι να γράφει τα ονόματα των ηρώων του, σαν να ήθελε να τα επαναφέρει με έναν τρόπο στη ζωή. Ο Οιδίπους (οἰδέω + πούς) με τα πρησμένα πόδια του, επειδή του τα είχε δέσει όταν ήταν μωρό ο πατέρας του Λάιος και τον είχε αφήσει να πεθάνει. Ηταν πολύ ειρωνικό, όπως θα πει, ότι στη διάρκεια των τελευταίων μηνών που φοιτούσε στη Slade άρχισε και η ίδια να κουτσαίνει. «Ηταν οι πρώτες ενδείξεις της ρευματοειδούς αρθρίτιδας που νίκησε κατά κράτος την κινητικότητά μου μέχρι και σήμερα. Ηταν σαν να γνώριζε πράγματα το μυαλό μου προτού τα νιώσει το σώμα μου ή το αντίστροφο, σε σχέση με αυτό που επρόκειτο να μου συμβεί».
Αναλύοντας το σκεπτικό της για το συγκεκριμένο έργο, η Ντιν θυμάται ότι στη διάρκεια της παραμονής της στην Αθήνα τη δεκαετία του ’80 είχε ταξιδέψει στον καλλιτεχνικό σταθμό της ΑΣΚΤ στους Δελφούς. Οπως περιγράφει, ήταν χειμώνας και ήταν ολομόναχη. «Πάντα με γοήτευε η Πυθία. Επισκέφθηκα τη Σφίγγα των Ναξίων στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Δελφών και ερωτεύτηκα την ομορφιά των αστραγάλων του Ηνίοχου, ενδεχομένως άλλο ένα δείγμα ενόρασης σχετικής με το σώμα.
Οι Δελφοί με άλλαζαν: ένιωθα έντονα την εγγύτητα των θεών και συμπονούσα εκείνους τους αρχαίους που αναγκάζονταν να σκαρφαλώνουν εκείνα τα βραχώδη μονοπάτια για να ζητήσουν τυφλά από το Μαντείο να τους πει αναλυτικά τη μοίρα τους. To μαντείο ερμήνευε μια αλήθεια ή απλώς γινόταν καταλύτης για ένα μέλλον; Παντού υπάρχει ιστορία, αλλά πουθενά δεν είναι τόσο σαγηνευτική όσο στους Δελφούς».

