Οι κυβερνήσεις συχνά καλούνται να λάβουν δύσκολες αποφάσεις ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά με τρόπο που φαντάζει στον κόσμο ανίερος και υβριστικός. Πρόσφατο παράδειγμα είναι το ζήτημα του συνταξιοδοτικού, όπου οι τοποθετήσεις του Πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών σχετικά με το θέμα της προσωπικής διαφοράς και τον αναμενόμενο θάνατο των δικαιούχων προκάλεσαν τη γενική κατακραυγή της κοινωνίας. Ενα ακόμα παράδειγμα είναι η σύνδεση που έκανε ο Πρωθυπουργός στη συνέντευξή του στη «Wall Street Journal» αναφορικά με τον συμβιβασμό στο ονοματολογικό και την ενδυνάμωση της σχέσης με τις ΗΠΑ, δίνοντας εμμέσως βάση στην υποψία για γεωπολιτικές συναλλαγές σε ευαίσθητα εθνικά θέματα. Είναι εμφανές ότι μερικά πράγματα ούτε θέλουμε να τα διανοηθούμε ούτε μπορούμε να τα συζητήσουμε. Το γιατί μάς εξηγεί η κοινωνική επιστήμη, η οποία προσφέρει και τη λύση.

Το παράδειγμα Fiske και Tetlock

Συγκλίνουσες παρατηρήσεις από τον χώρο της πολιτισμικής ανθρωπολογίας, της κοινωνικής ψυχολογίας και της πολιτικής φιλοσοφίας υποδηλώνουν ότι οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα είδη συναλλαγών ως απαγορευμένα (ταμπού). Σκεφθείτε το παράδειγμα ενός γεύματος, όπως το συνέλαβαν οι Fiske και Tetlock σε ενδιαφέρον επιστημονικό άρθρο τους που δημοσιεύθηκε το 1997: ενώ αναμένεται από εμάς να πληρώσουμε για το γεύμα σε ένα εστιατόριο, θα ήταν προσβολή να αποπειραθούμε να ανταμείψουμε χρηματικά τη μητέρα μας για το φαγητό που μας ετοίμασε, τον συνάδελφό μας που μας κάλεσε για μεσημεριανό ή τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για το δείπνο που παρέθεσε προς τιμήν μας.
Καθεμία όμως από τις παραπάνω περιπτώσεις έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά σύμφωνα με την προσέγγιση των Fiske και Tetlock. Συγκεκριμένα, στη σχέση με τη μητέρα μας, δεν αναμένεται κάποια ειδική ανταπόδοση, εξ ου και αποκαλείται από τους ερευνητές σχέση «κοινοτικής κτημοσύνης» (community sharing). Μια αγκαλιά θα ήταν πιο ταιριαστή. Σε ό,τι αφορά τον συνάδελφό μας, μπορεί να μην είναι πρέπον να δώσουμε χρήματα στον ίδιο, αλλά είναι πιθανόν να ανταποδώσουμε κάποια στιγμή το κέρασμα. Πρόκειται για μια σχέση «αντιστοίχισης ισότητας» (equality matching). Με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ούτε να ανταποδώσουμε το κέρασμα είναι πιθανόν, ούτε η αγκαλιά αρμόζει στην περίσταση. Μπορεί όμως να αποκτήσουμε μεγαλύτερη αφοσίωση απέναντί του. Πρόκειται για μια σχέση «ιεράρχησης εξουσίας» (authority ranking). Καμία από τις παραπάνω σχέσεις δεν περιλαμβάνει λεπτούς υπολογισμούς κόστους-οφέλους που είναι αντίστοιχοι με αυτούς που κάνουμε στις λεγόμενες σχέσεις «αγοραίας τιμολόγησης» (market pricing), όπως, για παράδειγμα, στη σχέση με τον εστιάτορα.
Ανάλογα με το είδος της σχέσης, αναμένεται λοιπόν η εφαρμογή του αντίστοιχου υποδείγματος συμπεριφοράς. Κάθε αναντίστοιχη εφαρμογή αντιμετωπίζεται ως «ταμπού συναλλαγή». Για να επανέλθουμε στο ζήτημα του συνταξιοδοτικού, η αντιμετώπιση της κοινωνίας απέναντι σε ηλικιωμένους έχει τα χαρακτηριστικά της κοινοτικής κτημοσύνης, δηλαδή στοχεύει στην άνευ όρων και ορίων στήριξή τους. Στην πράξη τίποτα δεν είναι άνευ όρων και ορίων, αλλά όταν ο Πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών υιοθετούν δημόσια μια λογική αγοραίας τιμολόγησης, κοστολογώντας χαμηλά τη σύνταξη που θα λάβουν οι ηλικιωμένοι γιατί δεν θα ζήσουν πολύ ακόμη, η κοινωνία θα αντιδράσει με αποτροπιασμό και αγανάκτηση. Με την ίδια λογική, το όνομα Μακεδονία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητάς μας που δεν μπορούμε να παραχωρήσουμε για λόγους οικονομικών ή γεωπολιτικών συμφερόντων. Είναι σαν να δίνουμε την ψυχή μας για το κέρδος.

«Απαγορευμένοι» υπολογισμοί

Κάποια ζητήματα, συνεπώς, δεν είναι διαπραγματεύσιμα για την πλειονότητα του κόσμου και όμως οι κυβερνήσεις παγκοσμίως έχουν τον άχαρο ρόλο να υπεισέρχονται σε «απαγορευμένους» υπολογισμούς. Οι αντιπολιτευτικές πολιτικές δυνάμεις με τη σειρά τους θα μπορούσαν να αναδεικνύουν αυτές τις ταμπού συναλλαγές, αλλά θα διακινδύνευαν να βυθίσουν τις χώρες τους σε έναν φαύλο κύκλο κατακραυγής που θα οδηγούσε σε διαδοχικές αλλαγές κυβερνήσεων (συμπεριλαμβανομένης της μελλοντικής δικής τους κυβέρνησης) δίχως την επίλυση των υποβοσκόντων προβλημάτων.
Ποια μπορεί λοιπόν να είναι η λύση; Σε σοβαρά πολιτικά συστήματα, αυτές οι ταμπού συναλλαγές αποπολιτικοποιούνται και αποφορτίζονται μέσω άρρητων συμφωνιών όλων των πολιτικών δυνάμεων που αναγνωρίζουν την αναγκαιότητά τους αλλά αποφεύγουν να τις εκφράζουν στον δημόσιο πολιτικό λόγο. Δυστυχώς, στο δικό μας πολιτικό σύστημα η ίδια η κυβέρνηση, αντί της αντιπολίτευσης, παρουσιάζει δημόσια αυτές τις ταμπού συναλλαγές, ενώ η αντιπολίτευση, από την πλευρά της, δεν χάνει την ευκαιρία να αναδείξει το γεγονός. Με αυτόν τον τρόπο, όλες οι εμπλεκόμενες πολιτικές δυνάμεις επιβεβαιώνουν ότι έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε μέχρι την πολιτική αλλά και την κοινωνικοπολιτισμική μας ωριμότητα.
Ο κ. Αλέξης Αρβανίτης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.