«Ταιριάζουν για σοκολατόπαιδα, μα δεν ταιριάζουνε για μένα»
Η ζωή, το έργο, η προσωπικότητα και η παρακαταθήκη του θεσσαλονικιού ποιητή μέσα από μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν και τον μελέτησαν
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, που απεβίωσε το μεσημέρι της Τρίτης 11 Αυγούστου, ήταν από τα προνομιακού ενδιαφέροντος πρόσωπα που η Ιστορία συνηθίζει να χαρακτηρίζει «αμφιλεγόμενα».
Γιος προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη, γεννημένος τον Μάρτιο του 1931 στη Θεσσαλονίκη, ταυτισμένος με την πολιτιστική ζωή και την ταυτότητα της πόλης, ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος Δημητριάδης σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και εργάστηκε επί μία οκταετία στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης και αργότερα ως διορθωτής και επιμελητής εκδόσεων. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με την ποιητική συλλογή Η εποχή των ισχνών αγελάδων (1950) και ακολούθησαν τα Ξένα γόνατα (1957), ο Ανυπεράσπιστος καημός (1960), το Κορμί και το σαράκι (1964), τα Προάστια (1969), το Κορμί και το μεράκι (1970), τα Μικρά ποιήματα (1975), οι Ιστορίες του γλυκού νερού (1980) και άλλες ως τα τέλη της δεκαετίας του 1990, που τις κυκλοφορούσε κατά καιρούς σε συγκεντρωτικές εκδόσεις.
Ομοερωτισμός και κατηχητικά
«Μέσα από έναν κλοιό πιέσεων, θητεία στα κατηχητικά, εσωτερίκευση της χριστιανικής πίστης με ενοχές, δύσκολη οικογένεια, φτωχή αλλά και πολύ καταπιεστική – ζητήματα όλα αυτά που δεν μπορούσε να τα λύσει τόσο εύκολα ως προσωπικότητα και να αυτοπροσδιοριστεί -, είχε την τόλμη να δώσει το στίγμα του πολύ νωρίς με μια λιτή, περιεκτική και εύστοχη ποίηση όπου, σαν τους αρχαίους επιγραμματοποιούς, κάνει μια δημόσια αποκάλυψη και εξομολόγηση των παθών του βγάζοντας στη φόρα τα ερωτικά του – βιώματα πραγματικά ή μη, δεν έχει σημασία, όπως και στον Καβάφη – και κάνοντάς τα κινηματογραφική ποίηση με σκηνές» περιγράφει στο «Βήμα» το περιβάλλον μέσα στο οποίο εμφανίζεται ο Χριστιανόπουλος ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης.
Στην ομοερωτική ρεαλιστική ποίησή του δεν χωρεί αμφισημία: «Το χειμώνα χωνόμασταν σ’ ένα γιαπί∙/ το είχαμε σα δικό μας∙/ ανάλογα με τον καιρό/ αλλάζαμε δωμάτιο.// Την άνοιξη στρώναμε/ το στρατιωτικό σου μπουφάν∙/ οι εξοχές της Σταυρούπολης/ μοσκοβολούσαν θυμάρι.// Μια δυο φορές που λείπαν οι δικοί μου/ σε κουβάλησα σπίτι∙/ με τάραξες στα δαγκάματα∙/ ύστερα λεηλατήσαμε το ψυγείο.// Χωρίσαμε παραμονή του Αϊ-Δημήτρη∙/ σου αγόρασα μια μπλούζα ζιβάγκο,/ σε κέρασα για τελευταία φορά μπουγάτσα —// και τώρα πάλι φτου κι απ’ την αρχή» («Ερωτας»).
Ομοφυλοφιλία και ζωή των χριστιανικών ενώσεων (που θα τον διαγράψουν τελικά). Για τον Κοροβίνη, «αυτή ήταν η μεγάλη αντινομία του: ο Ντίνος εξακολουθεί μέχρι το τέλος της ζωής του να είναι ηθικολόγος, με τύψεις και ενοχές, και παράλληλα ξεμπροστιάζει τον εαυτό του σε μια κοινωνία πολύ συντηρητική, τη μετεμφυλιακή κοινωνία της Θεσσαλονίκης, με όλη την αυστηρότητα του χωροφύλακα και μιας παντοκράτορος Δεξιάς και με ένα παρακράτος που τον πληγώνει, παρότι δεν είναι αριστερός, και γράφει το ωραίο ποίημα για τη δολοφονία του Λαμπράκη που σκοτώνεται μια νύχτα που ο ίδιος βγαίνει για ερωτική τσάρκα».
Είναι από τα ελάχιστα πολιτικής ευαισθησίας ποιήματα αυτού του δηλωμένα απολιτίκ ποιητή: «Το βράδυ που σκότωσαν τον Λαμπράκη,/ γυρνούσα από ένα ραντεβού./ «Τι έγινε;» ρώτησε κάποιος στο λεωφορείο./ Κανείς δεν ήξερε. Είδαμε χωροφύλακες/ μα δε διακρίναμε τίποτε άλλο.// Πέρασαν τρία χρόνια. Ξανακύλησα/ στην ίδια αδιαφορία για τα πολιτικά./ Ομως το βράδυ εκείνο με ενοχλεί/ σα μια ανεπαίσθητη αγκίδα που δε βγαίνει:/ άλλοι να πέφτουν χτυπημένοι για ιδανικά,/ άλλοι να οργιάζουν με τα τρίκυκλα,/ κι εγώ ανέμελος να τρέχω σε τσαΐρια». («Η αγκίδα»)
Η «Διαγώνιος»
Παράλληλα με την ποίηση, έγραψε πεζά, δοκίμια, φιλολογικά μελετήματα για τον Σολωμό, τον Καβάφη, τον Στρατή Δούκα κ.ά., εξέδωσε ανθολογίες και βιβλιογραφίες για την εκδοτική κίνηση της Θεσσαλονίκης, μελέτες για τον Τσιτσάνη και το ρεμπέτικο τραγούδι, μετέφρασε το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο και αυτοβιογραφήθηκε στο Θεσσαλονίκην, ου μ’ εθέσπισεν… (1999). Στην ιστορία της λογοτεχνίας μας θα μείνει και ως ιδρυτής του λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού περιοδικού Διαγώνιος (1958-1983) και των ομώνυμων εκδόσεων, από όπου παρουσιάστηκαν ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Περικλής Σφυρίδης, ο Σάκης Παπαδημητρίου και άλλοι συγγραφείς. Ο καλλιτεχνικός σχεδιασμός του Κάρολου Τσίζεκ και η καλαίσθητη εκτύπωση των τόμων άφησαν εποχή. Ετσι, η ίδρυση το 1974 της Μικρής Πινακοθήκης «Διαγώνιος», που αποτέλεσε φυτώριο βορειοελλαδιτών εικαστικών, ακολούθησε ως φυσική επέκταση.
Εμπρηστική προσωπικότητα
Είχε έντονη, εμπρηστική προσωπικότητα. Απέρριπτε αφοριστικά τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο. «Ο Ντίνος έχει μια ιδιοτυπία που δεν την έχουν οι άλλοι, είναι ένας σπουδαίος μετακαβαφικός επιγραμματικός ποιητής. Τα περισσότερα ποιήματά του είναι επιγραμματικά, πράγμα πολύ δύσκολο να βγει πετυχημένο στην ποίηση» τονίζει ο Κοροβίνης. «Το ίδιο χαρακτήριζε και τη ζωή του, είχε μια ατόφια και αυθόρμητη εξυπνάδα, μια ευστροφία μαζί με μια αντικοινωνικότητα που την καλλιεργούσε διαμορφώνοντας ένα είδος πόζας, για να περιγελάσει άλλους και να στιγματίσει ό,τι δεν του άρεσε προσβάλλοντας πολλές φορές ανθρώπους, όχι με τρόπο κουτό, όπως παρουσιάστηκε σε πρόσφατη έκδοση, αλλά με τρόπο πανέξυπνο».
Εννοεί την έκδοση του τόμου Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Μια εκ βαθέων δεκαετής συνομιλία 2004-2012 (Ιανός, 2019) με εξομολογήσεις, βιτριολικά σχόλια και δηκτικούς χαρακτηρισμούς του ποιητή για πρόσωπα της λογοτεχνικής μας ζωής στη διάρκεια πολυετών συνομιλιών του με την πεζογράφο και καθηγήτρια του ΑΠΘ Σωτηρία Σταυρακοπούλου που προκάλεσε τη διαμαρτυρία, για «ηθικά επιβεβλημένους» λόγους, πολλών πανεπιστημιακών και λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης.
Τι από αυτά μένει όταν περάσει ο χρόνος και όταν φύγει ο άνθρωπος; «Μένει ο ποιητής» λέει η ποιήτρια Ρούλα Αλαβέρα, σύζυγος του πεζογράφου Τηλέμαχου Αλαβέρα, που διηύθυνε το ανταγωνιστικό μεταπολεμικό περιοδικό της Θεσσαλονίκης, τη Νέα Πορεία.
««Τον Ντίνο θέλουμε να τον αγαπήσουμε και δεν μας αφήνει» έλεγε ο φίλος ποιητής Μάρκος Μέσκος, που ο Χριστιανόπουλος δεν τον πολυχώνευε. Ηταν πράγματι κάπως άφιλος. Κι εμένα, όταν άρχισα να γράφω και να γίνεται γνωστό το όνομά μου, ήθελε να με κατασπαράξει σαν τον Κρόνο, είχε σύνδρομο Κρόνου» εξηγεί γλαφυρά ο Κοροβίνης, που ήταν στο περιβάλλον του Χριστιανόπουλου από το 1975. «Ηταν όμως ένας οξυδερκής άνθρωπος, με πολλά απωθημένα μεν, αλλά με έντονη ποιητική φλόγα, πολύ εργατικός, ασκητής στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, λιτοδίαιτος, εναντίον των καταχρήσεων και, παρά τις αντινομίες και τις παραδοξότητές του, η προσφορά του ήταν ανεκτίμητη – και η πόλη του δεν τον βοήθησε και δεν τον τίμησε όπως έπρεπε».
Η Θεσσαλονίκη τον τίμησε εν τέλει στην κηδεία του, που έγινε την περασμένη Πέμπτη δημοτική δαπάνη. Τον είχε τιμήσει όμως εν ζωή η ελληνική πολιτεία με το Μεγάλο Βραβείο των Γραμμάτων του 2011, το οποίο εκείνος αρνήθηκε παραπέμποντας σε παλαιότερο κείμενό του: «Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης απ’ όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο «υπείροχον έμμεναι άλλων», που μας άφησαν οι αρχαίοι. Είμαι εναντίον των βραβείων γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου…» («Εναντίον»). Δεν αρνήθηκε όμως, τον Ιούνιο του 2011, την τιμή και τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα της σχολής από την οποία αποφοίτησε, του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του ΑΠΘ βρίσκεται πλέον και η βιβλιοθήκη και το αρχείο του.
Εντυπώσεις και κρίσεις
«Η αίσθηση που αποκόμισε και μετέδωσε μέσα από την ποίηση και τα πεζά του για τη Θεσσαλονίκη και την ιδιοτυπία της ατμόσφαιράς της. Επειτα η ίδια του η μετακαβαφική, λιτή και ζουμερή ποίηση, η τόλμη του να αποκαλύψει τα πάθη του – βιώνοντάς τα ωστόσο ένοχα» είναι για τον Κοροβίνη η παρακαταθήκη του «Ντίνου». «Η συνολική πολιτιστική του προσφορά, η συμβολή του στο ρεμπέτικο και οι μελέτες του για τη συμπλήρωση του εθνογραφικού και λαογραφικού μωσαϊκού μιας Θεσσαλονίκης που δεν την ξέρουμε, συνθέτουν μια προσφορά πολλαπλή, με μεγάλη σημασία γιατί δεν περιορίζεται σε έναν τομέα. Και βέβαια, μέσα απ’ το λημέρι της «Διαγωνίου» ανέδειξε ταλέντα ζωγράφων, πεζογράφων, ποιητών που ωφελήθηκαν πάρα πολλά από την εκρηκτική αυτή, αντιφατική μεν αλλά πάρα πολύ δυναμική προσωπικότητα με τον μεγάλο πλούτο γνώσεων και τη διάθεση να διδάξει».
Για τον ποιητή Στρατή Πασχάλη, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος «ήταν ένας από τους κορυφαίους ποιητές, από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες της ποίησης του μεταπολέμου. Επέμεινε πεισματικά σε έναν ρεαλισμό και νατουραλισμό του ερωτισμού, χωρίς να ενδώσει ποτέ στα παιχνίδια της ποιητικότητας. Ηταν δωρικός σαν αληθινός Ελληνας. Εντάσσεται κι εκείνος όπως και ο Καβάφης στη συνέχεια της αρχαϊκής, της κλασικής και αλεξανδρινής παράδοσης. Πίσω από την ακρότητά του κρύβεται «ο μυστικισμός του σώματος», όπως είχε επισημάνει ένας μελετητής. Οι περιορισμοί που έθεσε στον εαυτό του και η πρόκληση σαν άμυνα παιδικότητας του χάρισαν το πολυτιμότερο παράσημο: τη συνέπεια ενός ανθρώπου με τις αρχές του, ο οποίος δεν ενέδωσε ποτέ σε συναλλαγές. Ηταν μεγάλη προσωπικότητα».
Η συνέπεια ζωής και αρχών τον απασχολούσε: «Δεν ξέρω αν έφυγα από συνέπεια/ ή από ανάγκη να ξεφύγω τον εαυτό μου,/ τη στενή και μικρόχαρη Ιθάκη/ με τα χριστιανικά της σωματεία/ και την ασφυχτική της ηθική.// Πάντως, δεν ήταν λύση· ήταν ημίμετρο.// Κι από τότε κυλιέμαι από δρόμο σε δρόμο/ αποχτώντας πληγές κι εμπειρίες./ Οι φίλοι που αγάπησα έχουνε πια χαθεί/ κι έμεινα μόνος τρέμοντας μήπως με δει κανένας/ που κάποτε του μίλησα για ιδανικά…// Τώρα επιστρέφω με μίαν ύστατη προσπάθεια/ να φανώ άψογος, ακέραιος, επιστρέφω/ κι είμαι, Θεέ μου, σαν τον άσωτο που αφήνει/ την αλητεία, πικραμένος, και γυρνάει/ στον πατέρα τον καλόκαρδο, να ζήσει/ στους κόλπους του μιαν ασωτία ιδιωτική…» («Ιθάκη»).
Ποιητικός ρεαλισμός και παρακαταθήκη
Γνώριμη φιγούρα στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, στην οποία έζησε όλη τη ζωή του σχεδόν αταξίδευτος, στον «Ραγιά» και στα άλλα βιβλιοπωλεία της, σε πάμπολλες εκδηλώσεις και βιβλιοπαρουσιάσεις, όπου δεν έλειπαν επεισόδια που συζητούνταν για χρόνια, είναι ωστόσο ένας συγγραφέας που ξεπερνά τα όρια της λεγόμενης «λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης», υπογραμμίζει ο νεοελληνιστής του ΑΠΘ Δημήτρης Κόκορης, συστηματικός μελετητής του έργου του: «Σίγουρα ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε την πόλη του, έχει γράψει πολλά μελετήματα γι’ αυτήν και βοήθησε πολύ στην ανάδειξη του πολιτιστικού προσώπου της. Δεν ανήκει όμως μόνο στη Θεσσαλονίκη, ανήκει σε όλη την ελληνική λογοτεχνία. Ο Χριστιανόπουλος ήταν από τους πιο βασικούς και προβεβλημένους συγγραφείς της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς και ήταν, μαζί με τον Αναγνωστάκη, από τους βασικούς εισηγητές του ρεύματος που θα λέγαμε “ποιητικό ρεαλισμό”, μια ποίηση μοντέρνα μεν, η οποία όμως δεν διασπά τον λογικό άξονα, που γίνεται κατανοητή και προσπαθεί να φτάσει με απλό τρόπο, χωρίς φτιασίδια, στον πυρήνα του βιώματος και αυτό να αναδείξει». Συγγραφέας του τόμου Λόγος γυμνός (Νησίδες, 2011), μιας εισαγωγής στο έργο του Χριστιανόπουλου, και επιμελητής του τόμου κριτικών δοκιμίων Για τον Χριστιανόπουλο (Αιγαίον, 2003), ο ίδιος εκτιμά ότι από το πολυσχιδές έργο του Χριστιανόπουλου θα μείνουν «το ποιητικό του έργο βέβαια, αλλά και οι μελέτες του. Πολλές από αυτές είναι βασικές και δεν μπορεί κάποιος να τις αγνοήσει. Για τους μελετητές του ρεμπέτικου αποτελεί βασική βιβλιογραφία αναφοράς. Αξιόλογα είναι επίσης και τα αφηγηματικά του κείμενα, παρότι δεν τα εντάσσουμε στον πυρήνα του έργου του. Εννοώ κάποια μυθοπλαστικά πεζά, τα διηγήματα της Κάτω βόλτας (1963) και τους Ρεμπέτες του ντουνιά (1986), ένα βιβλίο που του ταίριαζε και ως ψυχοσύνθεση. Αυτό το βιβλίο με μικρά πεζά αφηγηματικής πνοής για διάφορες μορφές είτε της Ιστορίας είτε σύγχρονες, καθημερινές, που έχουν αυτό το αντιρρητικό, το ανεξάρτητο, το έξω από τον αστικό καθωσπρεπισμό τον εξέφραζε και εσωτερικά, και θα ήθελε και ο ίδιος να είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Και ήταν ως έναν βαθμό, ήταν δηλαδή κάπως έξω από τα καθιερωμένα, καταγγελτικός, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχει κάνει και λάθη και κριτικές αδικίες – ήταν και ο χαρακτήρας του τέτοιος –, ειδικά σε συνεντεύξεις, όπου μάλλον παρασυρόταν, εν τη ρύμη του λόγου όπως λέμε, και έλεγε και πράγματα που ήταν άδικα».
Στις 3 Μαΐου του 2015, προτού αρχίσει η καταβύθιση στην άνοια, σε συνέντευξή του στο «Βήμα» και στον Μάκη Προβατά ο Χριστιανόπουλος παραδεχόταν: «Το θέμα είναι πως ό,τι λέω και ό,τι μου ξεφεύγει, μου ξεφεύγει ενσυνείδητα. Επομένως είμαι πλήρως ενήμερος των όσων λέω. Είναι κουβέντες σοβαρές και αν είναι λίγο χυδαίες, να τις δεχτούν με τον λιγότερο χυδαίο τρόπο που μπορεί να έχει η κάθε λέξη». Και στην ερώτηση «Πιστεύετε ότι είστε προκλητικός;» απαντούσε: «Εσείς το πιστεύετε; Δεν ξέρω αν είμαι. Ξέρω ότι μου αρέσει να προκαλώ τους υποκριτές».
«Οταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους,
σ’ αυτούς που ώρες στέκονται σε μια ουρά,
έξω από μια πόρτα ή μπροστά σ’ έναν υπάλληλο,
κι εκλιπαρούν με μια αίτηση στο χέρι
για μια υπογραφή, για μια ψευτοσύνταξη.
Οταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
γίνομαι ένα με τους τσαλακωμένους»
(«Οταν σε περιμένω»)

