Οταν ένας πόλεμος αρχίζει, δεν ξέρουμε πότε και πώς θα τελειώσει. H γενική αυτή πεποίθηση βρίσκει πλήρη εφαρμογή κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης στην Ουκρανία. Σε αντίθεση με προηγούμενες συρράξεις, η ειδοποιός διαφορά σχετίζεται με τη ρητορική, η οποία περιλαμβάνει ακόμα και απειλές για τη χρησιμοποίηση πυρηνικών, συγκεκριμένα από την πλευρά της Ρωσίας. Εξήντα χρόνια μετά την κρίση της Κούβας, το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι αν ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής που επέτρεπε τη συνεννόηση Ηνωμένων Πολιτειών – Σοβιετικής Ενωσης υπάρχει τη σημερινή εποχή.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ενωση διαφωνούσαν ιδεολογικά και αγωνίζονταν για την ενίσχυση της επιρροής τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Ωστόσο, αναγνώριζαν τον κίνδυνο της αμοιβαίας καταστροφής σε περίπτωση χρησιμοποίησης πυρηνικών, και έτσι ο ψυχρός πόλεμος δεν μεταβλήθηκε σε θερμό. H τωρινή κατάσταση χαρακτηρίζεται από τεράστια αβεβαιότητα σε τέτοιον βαθμό που όλα τα ενδεχόμενα, ακόμα και δραματικά, έχουν αρχίζει να συζητιούνται στη δημόσια σφαίρα.

Ενδεχομένως η Ρωσία μπλοφάρει όταν απειλεί με τη χρησιμοποίηση πυρηνικών. Αυτό είναι το ευνοϊκό σενάριο. Αν, όμως, δεν μπλοφάρει, τότε ξεκινάει μια σειρά από εικασίες, χωρίς τη βοήθεια της ιστορικής εμπειρίας. Στην πρόσφατη ομιλία του για την προσάρτηση του Ντονέτσκ, του Λουγκάνσκ, της Χερσώνας και της Ζαπορίζια στη Ρωσία ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ανέφερε πως η χρησιμοποίηση πυρηνικών από τις Ηνωμένες Πολιτείες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι «δημιούργησαν ένα προηγούμενο».

Γνωρίζουμε, παράλληλα, ότι το ρωσικό πυρηνικό δόγμα δεν αποκλείει τη χρησιμοποίηση πυρηνικών σε περίπτωση υπαρξιακής απειλής. Το τι μπορεί να θεωρηθεί υπαρξιακή απειλή από τη Μόσχα παραμένει προφανώς άγνωστο. Ωστόσο, θεωρείται πολύ πιθανό πως μια σχετική απόφαση θα τη λάβει ο ίδιος ο ρώσος πρόεδρος σε πολύ κλειστό κύκλο, αν όχι μόνος του. Από εκεί και πέρα ξεκινάει μια άγνωστη περιπέτεια. Δηλαδή, τι είδους τακτικό πυρηνικό όπλο θα επιλέξει η Μόσχα και ποιες θα είναι οι αμερικανικές προληπτικές κινήσεις ώστε να μη φτάσουμε στο σημείο αυτό. Θεωρητικά, ύποπτες ρωσικές κινήσεις θα έλθουν έγκαιρα σε γνώση της αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών.

Μέχρι στιγμής, η πυρηνική αποτροπή έχει λειτουργήσει στην Ουκρανία. Από τη μία πλευρά, το ΝΑΤΟ δεν έχει εμπλακεί άμεσα, για παράδειγμα με τη δημιουργία ζώνης μη απαγόρευσης πτήσεων. Από την άλλη, η Ρωσία ναι μεν κατηγορεί τη Δύση αλλά έχει αποφύγει να εμποδίσει την παροχή στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ουκρανία μέσω Πολωνίας. Συνεπώς, η συνέχιση κάποιων ιδιωτικών συνομιλίων μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας κρίνεται απαραίτητη, και είναι ενδεικτική της σημασίας τού να υπάρχουν ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας ακόμα και σε καιρό πολέμου.

Αν οι συνομιλίες αυτές αποτύχουν και η ρωσική ηγεσία επιλέξει να χρησιμοποιήσει τακτικό πυρηνικό όπλο ή να κατασκευάσει πυρηνικό ατύχημα στο εργοστάσιο της Ζαπορίζια, η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη. Ο αμερικανός στρατηγός εν αποστρατεία Ντέιβιντ Πετρέους έχει πει δημοσίως πως το ΝΑΤΟ θα καταστρέψει με συμβατικά όπλα ρωσικά στρατεύματα ακόμα και στην Κριμαία. Βέβαια, με μια ψυχρή ματιά, καταλαβαίνουμε πως η αμφιλεγόμενη επίθεση θα γίνει από μία πυρηνική χώρα, τη Ρωσία, εναντίον μίας μη πυρηνικής χώρας, της Ουκρανίας, με τη δεύτερη να μην προστατεύεται άμεσα από κάποια πυρηνική δύναμη όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες ή κάποια πυρηνική συμμαχία. Αρα, στόχος των Ηνωμένων Πολιτειών θα είναι προφανώς η αποφυγή της κλιμάκωσης και ενός γενικευμένου πυρηνικού πολέμου. Και πάλι, λοιπόν, θα πρέπει να λειτουργήσει η διπλωματία με συνομιλίες κεκλεισμένων των θυρών.

Στις αρχές του έτους, τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, η Βρετανία, η Γαλλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα και η Ρωσία, εξέδωσαν ανακοίνωση για την αποφυγή πυρηνικού πολέμου και κούρσας εξοπλισμών. Οι πέντε χώρες ξεκαθάρισαν πως δεσμεύονται από τις υποχρεώσεις της Συνθήκης για τη Μη Διάδοση Πυρηνικών, εξέφρασαν τη βούλησή τους να συνεργαστούν ώστε να διευκολυνθούν οι διεθνείς προσπάθειες αφοπλισμού και τόνισαν ότι «ένας πυρηνικός πόλεμος δεν μπορεί να κερδηθεί» και δεν πρέπει να ξεκινήσει. Ελπίδα είναι η δέσμευση αυτή να μην παραμείνει μόνο στην ανακοίνωση, αν και η παράλυση του ΟΗΕ κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης τρομάζει την παγκόσμια κοινότητα.

Ο δρ Γιώργος Ν. Τζογόπουλος είναι λέκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Νίκαιαςκαι Senior Fellow στο ΕΛΙΑΜΕΠ και στο Κέντρο Στρατηγικών Σπουδών Μπέγκιν Σαντάτ του Ισραήλ.