Τα πολλά ταλέντα του Γκράχαμ Μουρ
Ο επιτυχημένος σεναριογράφος και συγγραφέας μιλάει αποκλειστικά στο ΒΗΜΑgazino για το νέο του βιβλίο με τίτλο «Ενσταση» και για τις αλλαγές που έφερε στη ζωή του το βραβείο Οσκαρ που κέρδισε πριν από μερικά χρόνια.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Ενα αγωνιώδες δικαστικό θρίλερ, αλλά και κριτική στο ελλειμματικό δικαστικό σύστημα των ΗΠΑ είναι το βιβλίο με τίτλο «Ενσταση» του Γκράχαμ Μουρ, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κλειδάριθµος. Ο γεννημένος το 1981 στο Σικάγο συγγραφέας έχει τιμηθεί (το 2015) με το Οσκαρ Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου για την επιτυχημένη ταινία «Το Παιχνίδι της Μίμησης» και έχει υπογράψει επίσης το μυθιστόρημα «Οι τελευταίες µέρες της νύχτας», το οποίο απέσπασε το 2017 εξαιρετικά θερμές κριτικές από τον διεθνή Τύπο και µπήκε σε λίστες best seller. Το ΒΗΜΑgazino μίλησε αποκλειστικά με τον πολυσχιδή δημιουργό για τη σημασία των ανατροπών, τις παγίδες της φήμης και την πρώτη του απόπειρα να περάσει στον χώρο της σκηνοθεσίας – εν μέσω της παγκόσμιας πανδημίας.
Τι αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την «Ενσταση»;
«Το 2008 ήμουν ένορκος σε μια δίκη για φόνο. Μετά από δύο εβδομάδες στο δικαστήριο και μερικές ημέρες παθιασμένων διαβουλεύσεων, 11 άγνωστοι κι εγώ ψηφίσαμε ομόφωνα να πάει ένας άνδρας – που κανείς μας δεν γνώρισε ποτέ – στη φυλακή για όλη του τη ζωή. Αυτή τη στιγμή εξακολουθεί να είναι φυλακισμένος. Πιστεύω ότι πήραμε τη σωστή απόφαση. Σίγουρα ελπίζω να πήραμε τη σωστή απόφαση. Αλλά δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ, κάποιες φορές αργά το βράδυ όταν κοιτάζω το ταβάνι προσπαθώντας να κοιμηθώ: Υπάρχει περίπτωση να κάναμε λάθος; Αυτό το μυθιστόρημα ήταν η απόπειρά μου να συμφιλιωθώ με αυτό που έζησα πριν από τόσα χρόνια. Αραγε, οι άλλοι ένορκοι σκέπτονται την υπόθεση όπως εγώ; Τι θυμούνται από την όλη εμπειρία; Μετανιώνουν για την απόφασή μας;».
Η ιστορία που αφηγείστε επιφυλάσσει στον αναγνώστη πολλές ανατροπές. Πώς τις εντάσσετε στην πλοκή;
«Η γενική μου αρχή σχετικά με τις ανατροπές – ειδικά αυτές που έρχονται στο τέλος – είναι να μην απαντούν σε κάποια ερώτηση που θέτει ο αναγνώστης. Αντιθέτως, μια ανατροπή πρέπει να είναι η απάντηση σε ένα ερώτημα που ο αναγνώστης δεν έχει καν σκεφτεί. Αν η δραματική ένταση σε ένα αφήγημα προκύπτει από το «ποιος είναι ο δολοφόνος;» και η ανατροπή έγκειται στο «νομίζατε ότι είναι ο τάδε, αλλά τελικά είναι ο δείνα», αυτό μπορεί να λειτουργεί αλλά δεν πρόκειται για έναν ιδιαίτερα συναρπαστικό μηχανισμό. Μια αληθινή ανατροπή θα ήταν το «δεν έγινε ποτέ φόνος», ή το, α λα Αγκαθα Κρίστι, «ήταν όλοι δολοφόνοι». Ενα twist πρέπει να απορρίπτει δομικά τη λογική βάση της κεντρικής αφήγησης. Και αυτή η απόρριψη θα ήταν καλό να υπηρετεί ένα μεγαλύτερο θεματικό ή συναισθηματικό νόημα. Το αναπάντεχο φινάλε στο «Εγκλημα στο Οριάν Εξπρές», το οποίο μόλις ανέφερα, είναι εξαιρετικό, όχι μόνο γιατί μας εκπλήσσει, αλλά και διότι παρουσιάζει ένα συναισθηματικό δίλημμα για τον ντετέκτιβ μας, τον Ηρακλή Πουαρό. Οι ανατροπές είναι πάντα διασκεδαστικές, γίνονται όμως εξόχως ενδιαφέρουσες όταν αφορούν κάτι πιο βαθύ».
Η βασική ηρωίδα σας, η Μάγια, είναι μια πολυδιάστατη μοντέρνα γυναίκα. Αναρωτιόμουν αν τη βασίσατε σε κάποιον άνθρωπο που γνωρίζετε.
«Κάθε χαρακτήρας σε αυτό το βιβλίο είναι εν μέρει εμπνευσμένος από κάποιον που γνώρισα ενώ ήμουν στο σώμα των ενόρκων. Ολα τα στοιχεία των διαφόρων εγκλημάτων που αναφέρονται στο μυθιστόρημα είναι εμπνευσμένα από πραγματικούς ανθρώπους και αληθινά εγκλήματα. Η Μάγια είναι ίσως ο χαρακτήρας που μοιάζει περισσότερο με εμένα – παρόλο που δεν νομίζω ότι είμαι τόσο έξυπνος όσο αυτή και δεν πιστεύω ότι είμαι τόσο ανθεκτικός ψυχικά».
Στο μυθιστόρημά σας ρίχνετε φως στις ανεπάρκειες του σωφρονιστικού συστήματος των ΗΠΑ. Ποια είναι για εσάς η μεγαλύτερη από αυτές;
«Το πραγματικό έγκλημα είναι αυτό που είναι νόμιμο, όπως λέει και η παροιμία. Νομίζω ότι η μεγαλύτερη αδικία στην Αμερική είναι η διαφορά μεταξύ των εγκλημάτων που τιμωρούνται με την πλήρη ισχύ του νόμου και εκείνων που απλώς περνούν απαρατήρητα. Ολοι κάνουμε παραπτώματα κάθε ημέρα. Διασχίζουμε τον δρόμο τη λάθος στιγμή, αποτυγχάνουμε να καταθέσουμε στις δημόσιες υπηρεσίες τα απαραίτητα χαρτιά για τα αυτοκίνητα ή τα σπίτια μας. Και αυτό είναι εν πολλοίς ok. Ωστόσο κάποιος χωρίς οικονομικούς πόρους μπορεί να καταλήξει στη φυλακή για μια ανοησία. Υπάρχουν και χειρότερα: ο Ερικ Γκάρνερ, ένας Αφροαμερικανός που σκοτώθηκε από την Αστυνομία σε μια διάσημη υπόθεση το 2014, πέθανε ενώ τον συνελάμβαναν για παράνομη πώληση τσιγάρων. Σκεφτείτε το: Τσιγάρα! Δεν μπορώ να μετρήσω πόσες φορές με έχουν προσεγγίσει σε κάποιο μπαρ, τότε που κάπνιζα, προσφέροντάς μου ένα δολάριο για ένα τσιγάρο. Κι έλεγα «ναι». Εκανα το ίδιο έγκλημα που έκανε ο Ερικ Γκάρνερ. Αλλά επειδή εγώ ήμουν σε ένα ωραίο μπαρ και εκείνος σε μια γωνιά του δρόμου, κατέληξε να χάσει τη ζωή του».
Διάβασα ότι επίκειται η τηλεοπτική μεταφορά της «Ενστασης». Πόσο αναμεμειγμένος θα είστε στη σεναριακή προσαρμογή του βιβλίου;
«Γράφω αυτό το διάστημα τα πρώτα επεισόδια».
Εχετε κερδίσει βραβείο Οσκαρ για το σενάριο του φιλμ «Το Παιχνίδι της Μίμησης» με πρωταγωνιστή τον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς. Η ευχαριστήρια ομιλία σας είχε γίνει viral το 2015 και εσείς διάσημος και επιτυχημένος. Ηταν εύκολο το να προσαρμοστείτε σε αυτή τη συνθήκη;
«Το σοκ μου από όταν έγινα ένα εξαιρετικά μικρού βεληνεκούς δημόσιο πρόσωπο για μια σύντομη περίοδο το 2015 με βοήθησε να εμπνευστώ την εμπειρία της Μάγια στο βιβλίο. Γίνεται διάσημη επειδή ήταν ένορκος σε μια πολύκροτη δίκη, ένα γεγονός που δεν είχε επιλέξει, όπως εγώ έγινα γνωστός όχι ακριβώς επειδή έγραψα το σενάριο μιας επιτυχημένης ταινίας, αλλά επειδή κέρδισα ένα χρυσό αγαλματίδιο, κάτι που ήταν εξίσου εκτός του ελέγχου μου. Μετέφερα πολλά δικά μου συναισθήματα σχετικά με το θέμα στη δική της εμπειρία. Είναι περίεργο να συναντάς ανθρώπους για πρώτη φορά και όλοι να γνωρίζουν ακριβώς ένα πράγμα για εσένα».
Πείτε μας λίγα λόγια για το lockdown και τον κορωνοϊό. Οι πληροφορίες μας λένε ότι δεν μείνατε ακριβώς απράγμων…
«Η γυναίκα μου και εγώ αποκτήσαμε το πρώτο μας μωρό τον περασμένο Οκτώβριο, έτσι ειλικρινά ήταν μια χρονιά κατά τη διάρκεια της οποίας πιθανότατα θα είχαμε περάσει τον περισσότερο χρόνο μας στο σπίτι, ούτως ή άλλως. Είναι σχεδόν σαν να μη χάσαμε πολλά. Και το να είσαι σπίτι με το μωρό ήταν απόλαυση. Μιλώντας όμως για την πανδημία, ήταν επίσης σουρεαλιστικό να πάω να σκηνοθετήσω την πρώτη μου ταινία εν μέσω αυτής της κατάστασης. Το «The Outfit» είναι ένα θρίλερ που διαδραματίζεται στο Σικάγο της δεκαετίας του ’50, με ήρωα έναν ράφτη που φτιάχνει ρούχα για μια ομάδα μοχθηρών γκάνγκστερ. Πρωταγωνιστεί ο Μαρκ Ράιλανς (σ.σ.: κάτοχος του Οσκαρ Β΄ Ανδρικού Ρόλου το 2016 για τη «Γέφυρα των κατασκόπων» του Στίβεν Σπίλμπεργκ). Νομίζω ότι η σκηνοθεσία της πρώτης σου ταινίας δεν είναι ποτέ εύκολη υπόθεση
– και η σκηνοθεσία της πρώτης σου ταινίας εν μέσω πανδημίας ακόμα λιγότερο -,
αλλά το να έχεις στη διάθεσή σου τον καλύτερο ηθοποιό του κόσμου στο επίκεντρό της σίγουρα βοηθάει. Λογικά θα προβληθεί στους κινηματογράφους κάποια στιγμή το 2022, ανάλογα με το πώς θα πάει το θέμα με τον κορωνοϊό».
Γιατί γίνατε, αλήθεια, συγγραφέας;
«Ξέρετε τι είναι αστείο; Εχω γράψει τρία μυθιστορήματα, αλλά ακόμα δεν θεωρώ τον εαυτό μου πραγματικό μυθιστοριογράφο. Εύχομαι συχνά να υπήρχε μια πιο κατάλληλη λέξη για αυτό που κάνω. Γράφω μυθιστορήματα και κάνω ταινίες και τηλεόραση. Περιστασιακά γράφω δοκίμια και θεατρικά έργα. Νιώθω τόσο ντιλετάντης! Ποτέ δεν είχα βάλει σκοπό να γίνω συγγραφέας ή κινηματογραφιστής, περισσότερο ήθελα να μοιραστώ τις ιστορίες που μου άρεσαν. Και αν η ιστορία που έχω ερωτευτεί θα ειπωθεί καλύτερα σε μορφή βιβλίου, τότε γράφω ένα βιβλίο. Αν θα λειτουργούσε καλύτερα ως ταινία, τότε κάνω μια ταινία. Αν, αύριο, βρω μια συναρπαστική ιστορία που θα της πήγαινε να γίνει παράσταση κουκλοθεάτρου, τότε υποθέτω ότι θα πρέπει να μάθω την τεχνική του κουκλοθεάτρου. Ισως αυτός είναι ο λόγος που νιώθω δέος για τους ανθρώπους οι οποίοι έχουν αφιερώσει τη ζωή τους σε μια τέχνη. Ο Ντέιβιντ Μίτσελ, με τον οποίο έχω εμμονή πρόσφατα, έχει αφοσιωθεί στο να γίνει αυτός ο τέλειος μυθιστοριογράφος. Περιέργως, ίσως λόγω της ταινίας μου, τον τελευταίο καιρό διαβάζω τις μαστόρισσες των λογοτεχνικών θρίλερ των μέσων του προηγούμενου αιώνα: την Πατρίσια Χάισμιθ, τη Σίρλεϊ Τζάκσον και την Ντόροθι Χιουζ – η τελευταία μάλλον δεν είναι τόσο διάσημη όσο οι πρώτες δύο, αλλά τη θεωρώ ισάξιά τους».

