Με αφορμή την πρόσφατη συζήτηση σχετικά με τη διαφημιστική καμπάνια ενός συνεδρίου γονιμότητας, καλό θα ήταν να ανοίξει η συζήτηση για ένα πρόβλημα πολύ ευρύτερο από εκείνο της υπογονιμότητας, αυτό της υπογεννητικότητας. Με τον όρο υπογεννητικότητα εννοούμε τον μειωμένο αριθμό γεννήσεων, ιδιαίτερα δε εάν αυτός είναι μικρότερος αυτού των θανάτων. Ο ολικός δείκτης γονιμότητας, δηλαδή ο μέσος αριθμός ζωντανών παιδιών που θα γεννήσει μια γυναίκα κατά την αναπαραγωγική της ηλικία, είναι ο σημαντικότερος δείκτης για την παρακολούθηση του επιπέδου αντικατάστασης των γενεών και στις αναπτυγμένες χώρες προσδιορίζεται ότι πρέπει να είναι τουλάχιστον 2,1. Στην Ελλάδα ο δείκτης αυτός είναι περίπου 1,3. Τα δεδομένα δείχνουν συνεχή πτώση των γεννήσεων από το 1980 και μετά, έτσι ώστε το 2011 οι γεννήσεις έφτασαν για πρώτη φορά να υπολείπονται του αριθμού των θανάτων.

Τα αίτια της υπογεννητικότητας είναι πολλά, με κυριότερο την αβεβαιότητα για το οικονομικό αύριο μεγάλης μερίδας του πληθυσμού. Αλλα αίτια περιλαμβάνουν την πρόταξη της καριέρας και της οικονομικής ανεξαρτησίας των νέων έναντι της οικογένειας, τις αυξημένες απαιτήσεις των γονέων για τα παιδιά τους, την αύξηση του μέσου όρου ηλικίας των ζευγαριών κατά τον γάμο και τη μειωμένη κρατική υποστήριξη των νέων οικογενειών.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω