«Τα πινέλα μου στη φυλακή ήταν από τα μαλλιά των συγκρατουμένων μου»
Η νεαρή κούρδισσα ακτιβίστρια, εικαστική καλλιτέχνις και δημοσιογράφος μιλά για την τριετή παραμονή της στις τουρκικές φυλακές που προκάλεσε διεθνή συμπαράσταση, τη νέα ζωή της στην Ευρώπη, τον πολιτικό χαρακτήρα της τέχνης της και την επιθυμία της να επιστρέψει στη Μέση Ανατολή και να συμβάλει στη διατήρηση της μνήμης

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Πριν από περίπου ενάμιση χρόνο η Ζεχρά Ντογκάν απελευθερώθηκε από τις τουρκικές φυλακές έχοντας εκτίσει τριετή ποινή. Η 31χρονη κούρδισσα ακτιβίστρια, εικαστική καλλιτέχνις και δημοσιογράφος καταδικάστηκε από την κυβέρνηση Ερντογάν για ένα έργο ζωγραφικής. Αποτύπωσε την καταστροφή της ιστορικής πόλης Νίσιβη επί της μεθορίου Τουρκίας – Συρίας από τις τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας. «Τιμωρήθηκα με δύο χρόνια και 10 μήνες φυλακή μόνο και μόνο επειδή ζωγράφισα τουρκικές σημαίες σε κατεστραμμένα κτίρια. Ωστόσο αυτοί (σ.σ. η τουρκική κυβέρνηση) το προκάλεσαν αυτό. Εγώ μόνο το ζωγράφισα…» έγραψε η ίδια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μετά την καταδίκη της.
Η περίπτωσή της προκάλεσε διεθνή συμπαράσταση. Μεταξύ άλλων, ο βρετανός καλλιτέχνης γκραφίτι Banksy δημιούργησε μια μεγάλων διαστάσεων τοιχογραφία με τη μορφή της πίσω από τα κάγκελα στο Μανχάταν, ενώ ο κινέζος αντιφρονών καλλιτέχνης Ai Wei Wei της έστειλε επιστολή υποστήριξης. Προτού καταδικαστεί, είχε ήδη αναπτύξει εντυπωσιακή δραστηριότητα. Ιδρυτικό μέλος του φεμινιστικού εντύπου «JINHA», δημοσίευσε ανταποκρίσεις από εμπόλεμες ζώνες της Μέσης Ανατολής, ενώ τα ρεπορτάζ της σχετικά με τις γυναίκες Yasidi που κατάφεραν να δραπετεύσουν από την αιχμαλωσία του ISIS τιμήθηκαν με σημαντικά βραβεία.
Πλέον ζει μεταξύ Βρετανίας και Ελβετίας και πέρα από τις δύο αυτές χώρες έχει συμμετάσχει σε εκθέσεις στην Ιταλία, στη Γαλλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Γερμανία. Τον προσεχή Σεπτέμβριο θα λάβει μέρος στην Μπιενάλε του Βερολίνου, αργότερα θα εκθέσει στο Μιλάνο, ενώ υπάρχει το ενδεχόμενο να παρουσιάσει τη δουλειά της και στην Αθήνα τον επόμενο χειμώνα.
Πώς σκεφτήκατε να συνδυάσετε τη δημοσιογραφία με τη ζωγραφική;
«Γεννήθηκα στο Ντιγιαρμπακίρ, σε μια περιοχή πάρα πολύ φτωχή αλλά έντονα πολιτικοποιημένη. Την εποχή που μεγάλωνα, τη δεκαετία του ’90, δεν υπήρχε σπίτι στη γειτονιά που να μην έχει ένα παιδί στον αγώνα για το κουρδικό ζήτημα. Είτε να πολεμά, είτε να έχει ήδη πεθάνει γι’ αυτό. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, η καθημερινότητά μου ήταν συγκρούσεις, καταπίεση και θάνατος. Δεν μας άφησαν να ζήσουμε τίποτε, ούτε παιδική ηλικία, ούτε νεότητα… οταν ήμουν 11-12 χρόνων, καταδικάστηκα για πρώτη φορά από τις τουρκικές αρχές σε εξάμηνη φυλάκιση γιατί συμμετείχα σε κάποιες συγκρούσεις κοντά στο σπίτι μου. Οταν ζεις τέτοιες καταστάσεις καθημερινά, τις συνηθίζεις, από ένα σημείο και μετά γίνονται κανονικότητα. Ανακάλυψα, λοιπόν, πως το μολύβι και το πινέλο ήταν τα ισχυρότερα όπλα μου. Με αυτά μπορούσα να κρατήσω την ιστορία, την εικόνα ζωντανή, έντονη. Να ευαισθητοποιήσω εκ νέου τον λαό μου αλλά και τον έξω κόσμο. Ετσι ιδρύσαμε, αρχικά, το «JINHA» και παράλληλα άρχισα να δημοσιοποιώ και τα ζωγραφικά μου έργα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
Γιατί θελήσατε ένα φεμινιστικό έντυπο; Ποια ανάγκη σας ώθησε σε έναν ακραιφνώς θηλυκό τρόπο έκφρασης;
«Η δεκαετία του ’90, στη διάρκεια της οποίας μεγάλωνα όπως είπα, σημαδεύτηκε από την ανάπτυξη του κουρδικού φεμινισμού. Η αντίσταση στη Μέση Ανατολή – στο Κουρδιστάν, στην Παλαιστίνη κ.λπ. – μετρούσε ήδη αρκετές δεκαετίες ασφαλώς, αλλά στις τάξεις των μαχητών του PKK υπήρχε ακόμη έντονα η άποψη ότι ο ρόλος των γυναικών είναι στο σπίτι, στην κουζίνα. Η πρώτη μάχη που δώσαμε, λοιπόν, ήταν εναντίον αυτής της νοοτροπίας. Ηταν ένας αγώνας που ξεκίνησε από τα βουνά του Κουρδιστάν και σιγά-σιγά «κατέβηκε» στην κοινωνία, στις πόλεις. Τότε οι νεαρές κοπέλες άρχισαν να διεκδικούν την αυτονομία τους: να αρνούνται τους γάμους σε εφηβική ηλικία, να σπουδάζουν, να εργάζονται, να συμμετέχουν στην πολιτική, στον αγώνα του λαού μας φτιάχνοντας γυναικείες ομάδες. Πολλές μάλιστα έκοβαν τα μαλλιά τους πολύ κοντά, αντρικά, σε μια συμβολική κίνηση. Σας διαβεβαιώ ότι ο αγώνας αυτός δεν ήταν χωρίς τίμημα».
Και το έντυπο πώς προέκυψε;
«Αργότερα, όταν σπούδαζα Καλές Τέχνες στο Ντιγιαρμπακίρ, οι συνομήλικές μου κι εγώ αποτελέσαμε την προσωποποίηση αυτού του αγώνα για τα δικαιώματα της γυναίκας. Την εποχή που άρχισα να δημοσιογραφώ υπήρχαν, βεβαίως, αρκετά έντυπα. Ωστόσο, το λεξιλόγιό τους ήταν έντονα «αρσενικό». Ιδρύσαμε λοιπόν το «JINHA», το οποίο έκλεισε – όπως και δεκάδες άλλα έντυπα – την επαύριο του αποτυχημένου πραξικοπήματος εναντίον του Ερντογάν το 2016, με γυναικείο, αποκλειστικά, προσωπικό και με σκοπό να αρθρώσουμε έναν θηλυκό, όπως είπατε, λόγο. Να υπογραμμίσουμε ότι εμείς οι γυναίκες είμαστε παρούσες και έχουμε δημόσιο λόγο, γνώμη και κρίση».
Πώς καταφέρατε να συνεχίσετε το έργο σας μέσα στη φυλακή;
«Δεν ήταν εύκολο, μου πήραν όλα τα υλικά. Αυτό με πείσμωσε όμως περισσότερο. Είπα στον εαυτό μου: «Τι είσαι τώρα εσύ; Μια γυναίκα που ζωγραφίζει μόνο όταν οι συνθήκες είναι βολικές ή μια καλλιτέχνις με αντιπολιτευτική στάση;». Ετσι άρχισα ν’ αναζητώ εναλλακτικά υλικά και ανακάλυψα πόσο διαφορετικές χρήσεις μπορεί να έχει πραγματικά ένα αντικείμενο. Αξιοποίησα τα πάντα: σεντόνια, χαρτοπετσέτες, παλιές εφημερίδες, εσώρουχα… Ζωγράφιζα ακόμη και στην πλάτη των συγκρατουμένων μου. Μερικές απ’ αυτές έκοψαν τα μαλλιά τους και μου τα πρόσφεραν για να φτιάξω πινέλα. Για τον ίδιο σκοπό χρησιμοποίησα ακόμη και φτερά περιστεριών που κούρνιαζαν στο υπόστεγο της φυλακής. Εψαχνα στα σκουπίδια για υπολείμματα τροφών προκειμένου να φτιάξω χρώματα. Και όταν χρειαζόμουν το κόκκινο, χρησιμοποιούσα το αίμα της εμμήνου ρύσης, το δικό μου και των συγκρατουμένων μου. Σε πολλές θρησκείες αυτό θεωρείται μια κατάσταση ντροπιαστική, βρώμικη… Κάνουν τη γυναίκα να αισθάνεται ένοχη γι’ αυτό ακριβώς που υπογραμμίζει τη γυναικεία υπόστασή της. Για εμένα η χρήση του ήταν μια πράξη αντίστασης».
Τι ήταν αυτό που σας έδινε δύναμη αυτό το διάστημα;
«Η εμπιστοσύνη στον αγώνα του λαού μου. Οπως είπα, τα πιο ισχυρά όπλα μου είναι το μολύβι και το πινέλο και τα αξιοποίησα όσο μπορούσα. Μέσα στη φυλακή φτιάξαμε μια χειρόγραφη εφημερίδα προκειμένου να διατηρήσουμε τη μνήμη ζωντανή. Στην αρχή η προσαρμογή ήταν δύσκολη. Πολλές γυναίκες στοιβαγμένες σ’ έναν μικρό χώρο, συνθήκες καταπίεσης… Μια γυναίκα καταδικάστηκε σε περίπου τριάμισι χρόνια κάθειρξη μόνο και μόνο γιατί εμφανίστηκε ντυμένη αντάρτισσα σε ένα πάρτι. Από την άλλη, βίωσα μεγάλη συμπαράσταση και υποστήριξη από τις συγκρατούμενές μου και αυτό με έκανε να πιστεύω ότι θα ζήσουμε καλύτερες ημέρες».
Αυτό το διάστημα που ζείτε στην Ευρώπη πώς το βιώνετε;
«Πριν από την εμπειρία της φυλακής δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα ζήσω στην Ευρώπη. Ομολογώ ότι είχα κάποια προκατάληψη. Πίστευα ότι τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν μια ηγεμονική νοοτροπία και δεν έκανα διακρίσεις ανάμεσα στους λαούς και στους ηγέτες τους. Γενικά, είχα τη γνώμη ότι οι Δυτικοί είναι αποικιοκράτες. Οταν έζησα όμως λίγο εδώ, κατάλαβα ότι στην πραγματικότητα αυτά που μας ενώνουν είναι περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν. Συνάντησα ανθρώπους που αναζητούσαν την ανεξαρτησία τους, την ελευθερία τους, η οποία αισθάνονταν ότι τους είχε αφαιρεθεί ή είχε περιοριστεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Οσο για τις γυναίκες, μπορεί να μην αντιμετωπίζουν τα θέματα που συναντά κανείς στη Μέση Ανατολή και είναι ασφαλώς γνωστά, ωστόσο και εδώ υπάρχουν σοβαρά προβλήματα, έστω κι αν έχουν άλλη μορφή. Ενδοοικογενειακή βία, σεξουαλική παρενόχληση, ανισότητα στον χώρο εργασίας… Γενικά αισθάνομαι ότι ο αγώνας για τα δικαιώματα των γυναικών είναι παντού ο ίδιος».
Η ίδια αντιμετωπίσατε κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα;
«Οταν ήρθα στην Ευρώπη, ήμουν ήδη γνωστή. Ο κόσμος ήξερε την ιστορία μου και μάλιστα με πολλές λεπτομέρειες. Φοβόμουν λοιπόν μην πέσω στην παγίδα του λαϊκισμού. Οχι ότι θα το έκανα εγώ η ίδια συνειδητά ασφαλώς, αλλά φοβόμουν μήπως το έργο μου χρησιμοποιηθεί έτσι. Κάθε φορά που με καλούσαν να συμμετάσχω σε μια εκδήλωση, σε μια έκθεση, οπουδήποτε – στην Ιταλία, στις ΗΠΑ, στη Μεγάλη Βρετανία, στη Γαλλία -, είχα μέσα μου αυτόν τον φόβο. Ευτυχώς, συνεργάστηκα με πολύ καλούς επιμελητές οι οποίοι με βοήθησαν και με προφύλαξαν απ’ αυτόν τον κίνδυνο».
Θα χαρακτηρίζατε την τέχνη σας στρατευμένη;
«Οχι με την έννοια της προπαγάνδας, όπως, για παράδειγμα, επί Στάλιν όπου ορισμένοι καλλιτέχνες έγιναν απολογητές του κόμματος. Η δική μου τέχνη εκκινεί από τα προσωπικά μου βιώματα και την ιστορία του λαού μου που χτίστηκε επάνω σε διαρκείς ξεριζωμούς, προδοσίες και σφαγές. Εγραψα κάπου ότι η ζωή είναι δύσκολη, αλλά αν είσαι Κούρδος είναι δέκα φορές δυσκολότερη. Για να μην παρεξηγηθώ όμως, δεν θέλω ν’ αφηγηθώ μια ωραιοποιημένη ιστορία υπεροχής».
Τι εννοείτε;
«Θέλω να πω ότι υπάρχουν φορές που είμαι και κριτική απέναντι στην κουρδική κοινωνία. Δεν προσποιούμαι ότι είναι όλα τέλεια, ότι δεν υπάρχει ψεγάδι. Οταν μάλιστα έκανα την έκθεση στην Tate Modern του Λονδίνου τον Μάιο του 2019, πολλοί συμπατριώτες μου έγιναν επικριτικοί. Κι αυτό γιατί μίλησα για τα ταμπού της κοινωνίας μας, άγγιξα πράγματα που δεν αγγίζονται. Θεωρώ ότι είναι χρέος μου ως καλλιτέχνιδας να στηλιτεύσω καθετί στραβό. Καθήκον και σκοπός της τέχνης είναι να προκαλέσει τα όρια της κοινωνίας, να δείξει την κατεύθυνση προς την εξέλιξή της. Γενικά, με έχουν επηρεάσει αρκετοί καλλιτέχνες. Περισσότερο όμως αυτοί που συνδυάζουν την τέχνη με τη φιλοσοφία, γιατί κατά τη γνώμη μου η ζωή είναι συνδυασμός αυτών των δύο. Η Ιστορία, η μνήμη, επίσης, με απασχολεί πολύ και η εμπειρία μου στη Δύση με έχει οδηγήσει σε ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις».
Δηλαδή;
«Οπως είπα και προηγουμένως, ανακάλυψα ότι έχουμε πολλές κοινές ιστορίες. Οι λαοί δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν μεταξύ τους, απλώς ορισμένες φορές ακολουθούν ή υφίστανται τις πολιτικές διαφορές, τις επιταγές των κέντρων εξουσίας. Φέρνω στη μνήμη το βιβλίο του κουρδικής καταγωγής συγγραφέα Γιασάρ Κεμάλ «Η ιστορία ενός νησιού» που διαδραματίζεται στο 1922, λίγο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Βασικοί ήρωες είναι ένας Τούρκος που καταδιώκεται από τα φαντάσματα του πολέμου και τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν και ένας Ελληνας τον οποίο πνίγει η αδικία για τον αναγκαστικό ξεριζωμό. Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας μιλά για όλους τους ανθρώπους που υποφέρουν από τον πόλεμο. Ο ξεριζωμός των Ελλήνων από τη Σμύρνη έχει κοινά με τη μοίρα των Κούρδων ή άλλων λαών της Μέσης Ανατολής. Είναι ένα αναμφισβήτητο σημείο σύνδεσης, δεν μπορούμε να σβήσουμε την Ιστορία. Ωστόσο, διάφορα κέντρα εξουσίας εμποδίζουν τους λαούς από το να έρθουν σε επαφή με το παρελθόν τους, να κατανοήσουν την Ιστορία τους, γιατί αν το κάνουν, τότε θα συνειδητοποιήσουν πόσα κοινά έχει η ανθρώπινη μοίρα».
«Κανείς δεν φεύγει από τη χώρα του αν μπορεί να ζήσει εκεί»
{ERT}Πώς βλέπετε την ένταση που δημιούργησε τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη η μεταναστευτική κρίση;{ERT}
«Η αλήθεια είναι ότι ήρθαν στην επιφάνεια πολλά φαντάσματα. Φασισμός, ξενοφοβία, έλλειψη αλληλεγγύης. Aπό τη στιγμή που γεννήθηκαν τα εθνικά κράτη, υψώθηκαν και τα σύνορα. Οχι μόνο γεωγραφικά, αλλά και κάθε είδους. Εχουμε συνηθίσει να υψώνουμε σύνορα μέσα στο ίδιο μας το σώμα, απέναντι στον σύντροφό μας, στους φίλους μας, στους γείτονές μας. Για οτιδήποτε συμβεί ο εύκολος στόχος είναι πάντα ο άλλος. Κάποιον θα βρούμε να του φορτώσουμε την ευθύνη για όλα μας τα δεινά. Θέλω να αναφερθώ στην περίπτωση της γερμανίδας πλοιάρχου, της Καρόλα Ρακέτε, η οποία καταδικάστηκε γιατί οδήγησε στη στεριά με ασφάλεια ταλαιπωρημένους μετανάστες, μεταξύ αυτών μικρά παιδιά. Αν κάνεις το ανθρωπιστικό σου καθήκον, αν φερθείς με ευαισθησία και καλοσύνη, κινδυνεύεις με τρία χρόνια φυλάκιση. Γι’ αυτό που συμβαίνει στις ακτές της Μεσογείου έχουμε ευθύνη όλοι μας γιατί δεν βγαίνουμε να ουρλιάξουμε με όλη μας τη δύναμη. Να σώσουμε τις ζωές που χάνονται. Και να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι κανείς δεν φεύγει από τη χώρα του αν μπορεί να ζήσει εκεί. Ολοι θέλουμε να περπατάμε στα χώματά μας, να έχουμε κοντά μας τους ανθρώπους μας, να μιλάμε τη γλώσσα μας».
{ERT}Εσείς πώς σκέπτεστε τη ζωή σας τα επόμενα χρόνια; Σχεδιάζετε να μείνετε στην Ευρώπη;{ERT}
«Ο σκοπός μου είναι να επιστρέψω στη Μέση Ανατολή. Θέλω να συλλέξω μαρτυρίες για παραδόσεις και τεχνικές που χάνονται, να συμβάλω στη διάσωση της τεχνογνωσίας.
Ενα άλλο σχέδιο που έχω, είτε για το Ντιγιαρμπακίρ είτε για κάπου αλλού στη Μέση Ανατολή, είναι να δημιουργήσω μικρά εργαστήρια για νέους καλλιτέχνες και να κάνω εκθέσεις με υλικό που μεταφέρουν μετανάστες από τις χώρες τους. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που ζούμε, οι ντόπιες κουλτούρες κινδυνεύουν, δυστυχώς, με αφανισμό».
«Δεν μπορώ να είμαι ουδέτερη, πάντα η αφετηρία είναι οι ρίζες μου»
{ERT}Τώρα που ζείτε στην Ευρώπη θεωρείτε ότι η θεματολογία των έργων σας μπορεί ν’ αλλάξει; Να διευρυνθεί, ας πούμε;{ERT}
«Η θεματολογία μου κινείται σε δύο άξονες: γυναίκες και πόλεμος – η αντίσταση κατά του εχθρού. Θεωρώ πως κάθε καλλιτέχνης είναι φορέας της ιστορίας και των βιωμάτων του. Προσωπικά δεν μπορώ να είμαι ουδέτερη, πάντα η αφετηρία είναι οι ρίζες μου. Το θεωρώ πολύ δύσκολο να κάνω κάτι άλλο, χωρίς βέβαια, επαναλαμβάνω, να πέφτω στην παγίδα του λαϊκισμού. Αλλωστε έχω την πεποίθηση πως οι δυο αυτοί άξονες που ανέφερα είναι διαρκώς επίκαιροι, είτε αφορούν στην πατρίδα μου είτε όχι. Είναι ο αγώνας του Κουρδιστάν, των κρατών της Αφρικής, των καταπιεσμένων και των κυνηγημένων ολόκληρου του κόσμου. Εχω μια πολιτική θέση ως καλλιτέχνις, χωρίς αυτό να σημαίνει πως λειτουργώ ως εκπρόσωπος κάποιου συγκεκριμένου κόμματος. Οχι, σε καμία περίπτωση. Αφηγούμαι μια ιστορία η οποία είναι συνδεδεμένη με την αντίσταση ενός λαού».

