Θεόδωρος Κουρεντζής, «Τα παράσημα ενός μουσικού είναι οι πληγές του»
Ο διάσημος αρχιμουσικός, που πρόσφατα καταχειροκροτήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, μιλάει για την τέχνη και για την τέχνη της ζωής.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Οι προσπάθειες για να επικοινωνήσουµε µε τον Θεόδωρο Κουρεντζή είχαν ξεκινήσει αρκετές ηµέρες πριν από τις δύο θριαµβευτικές εµφανίσεις του στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών όπου διηύθυνε την Ενάτη Συµφωνία του Μπετόβεν. Κάτι οι επαγγελµατικές υποχρεώσεις του, κάτι η απροθυµία να δίνει συνεντεύξεις, το εγχείρηµα αποδείχθηκε αρκετά δύσκολο. «Σε µια συνέντευξη δεν µπορείς να προσεγγίσεις σε βάθος πολλά πράγµατα», µας είπε όταν κάποια στιγµή καταφέραµε να µιλήσουµε, «πιστεύω πως η τέχνη είναι πάντα ρητορικοτέρη από οποιαδήποτε γραπτή ή προφορική δήλωση, γι’ αυτό προτιµώ σιωπώ και να παραµένω αφοσιωµένος στην τέχνη».
Εχετε όµως µπει σε µια διαδικασία διεθνούς καριέρας, η οποία προϋποθέτει και δηµόσιες σχέσεις. Πώς διαχειρίζεστε αυτόν τον τοµέα;
«Φαίνεται πως τελικά δεν είµαι «ζώον πολιτικόν». Και δυστυχώς είµαι αρκετά κλειστός και εσωστρεφής. Από την άλλη, αγαπώ τους ανθρώπους. Οµως, όσον αφορά τις δηµόσιες σχέσεις, έχω πρόβληµα. Τις φορές που αναγκάζοµαι να κάνω συναντήσεις αισθάνοµαι µεγάλη πίεση. Προτιµώ να ασχολούµαι µε τη µουσική».
Ακόµα και έτσι, το καθηµερινό πρόγραµµά σας είναι εξαιρετικά απαιτητικό. Πώς το διαχειρίζεστε;
«Είναι δύσκολο, γιατί χρειάζεται να είσαι απόλυτα αναγεννηµένος, σε κάθε εµφάνισή σου. Η κούραση του ενός κοντσέρτου δεν πρέπει να επηρεάζει το άλλο. Κάθε εµφάνιση πρέπει να είναι σαν την πρώτη και την τελευταία εµφάνιση της ζωής σου. Για να µπορέσεις να το διαχειριστείς, για να καταφέρεις αυτός ο κάµατος να µη γίνει ρουτίνα, χρειάζεται µεγάλη εσωτερική αγάπη και φροντίδα».
Πάντως, εσείς οι µαέστροι φηµίζεστε για τις αντοχές και για τη γερή σας κράση…
«Δεν νοµίζω πως έχει να κάνει απαραιτήτως µε το ότι είµαστε µαέστροι (σ.σ.: γελάει). Υπάρχουν άνθρωποι που γερνάνε από τα είκοσί τους. Υπάρχουν άνθρωποι που φτάνουν στα 80 και είναι νέοι. Σκέφτοµαι τον Κλάουντιο Αµπάντο. Ηταν άρρωστος για πολλά χρόνια, έφυγε από τη ζωή στα 80 του, δεν ακούσαµε όµως ποτέ να λένε πως ο Αµπάντο ήταν γέρος, έτσι δεν είναι; Πάντα τον έχουµε στο µυαλό µας ως νέο. Γιατί είχε µια εσωτερική νεότητα, ποτέ δεν ήταν εκτός εποχής. Και ποτέ δεν σταµάτησε να εξελίσσεται. Αυτό νοµίζω πως είναι κάτι που µπορούµε να παρατηρήσουµε σε όλους, δεν έχει να κάνει µόνο µε τους µαέστρους. Κάποιοι αποφασίζουν πως η ζωή τους ήταν µέχρι εδώ, κάποιοι πως θα συνεχίσουν να εξελίσσονται µέχρι τέλους. Είναι θέµα απόφασης. Δείτε τους συµµαθητές σας από το σχολείο και θα διαπιστώσετε και εσείς πως άλλοι είναι µία δεκαετία νεότεροι από την πραγµατική τους ηλικία και άλλοι δεκαπέντε χρόνια γηραιότεροι».
Είστε αυστηρός κριτής του εαυτού σας;
«Είµαι ο αυστηρότερος κριτής του εαυτού µου, τουλάχιστον από όσους γνωρίζω».
Τους άλλους τους εµπιστεύεστε; Χρειάζεστε ένα δεύτερο αφτί για να κρίνει αυτό που κάνετε ή έχετε αναπτύξει τη σιγουριά του ανθρώπου που γνωρίζει πως έκανε το σωστό;
«Κοιτάξτε, έχω ένα εσωτερικό αισθητήριο, αισθάνοµαι αν ο κόσµος που δηµιουργώ έχει τους νόµους που χρειάζοµαι για να ζήσω. Αισθάνοµαι αν έχει έρθει η «άνοιξη», αν το έργο αναπνέει ή όχι. Από την άλλη, όµως, πρέπει να είµαι πολύ αντικειµενικός. Γι’ αυτό έχω βοηθούς, οι οποίοι µου ασκούν δριµύτατη κριτική. Μάλιστα, είναι και πολέµιοι του µουσικού συστήµατος, θεωρούν πως είναι λάθος ο τρόπος που διαχειρίζονται οι ορχήστρες και το σύστηµα την παρτιτούρα, είναι ένα είδος µουτζαχεντίν περφεξιονιστών. Και αυτό το θεωρώ σωστό. Γιατί συναντιόµαστε και είµαστε µια συντροφιά από ανθρώπους που ξέρουµε τι είναι αυτό που ζητούµε».
Αυτό ως προς την κριτική που σας κάνουν άνθρωποι που έχετε εσείς επιλέξει. Απέναντι σε αυτά που σας γράφουν οι κριτικοί πώς στέκεστε;
«Εχω σταµατήσει να διαβάζω τις κριτικές. Και τις κακές και τις καλές. Μια καλή κριτική, στο τέλος της οποίας αντιλαµβάνεσαι πως ο καλοπροαίρετος άνθρωπος που την έγραψε δεν κατάλαβε τίποτα, είναι χειρότερη από το να διαβάσεις µια κακή κριτική από έναν που κατάλαβε. Από την άλλη, η κριτική δεν πρέπει να έχει ούτε εµπάθεια ούτε συµπάθεια. Οι αρνητικές κριτικές προς εµένα γίνονται συνήθως από πολωµένους ανθρώπους, οι οποίοι θρέφουν µία προσωπική αντιπάθεια. Κεντρική ιδέα των περισσοτέρων πολωµένων κριτικών είναι πόσο έξυπνοι είναι οι ίδιοι και πόσο αφελείς είναι όλοι οι άλλοι. Τα έχω βιώσει αυτά. Είναι πολύ κρίµα. Οπως, και θετικές κριτικές δέχοµαι από fan δηµοσιογράφους. Ούτε αυτό είναι όµορφο πράγµα».
Πότε λοιπόν µια κριτική έχει αξία;
«Ενας κριτικός θα πρέπει πρώτα από όλα να είναι γνώστης της παρτιτούρας και όχι να γνωρίζει το έργο από δύο-τρεις ηχογραφήσεις που έχει ακούσει στην εφηβεία του. Ενας κριτικός θα πρέπει να ξέρει πως τουλάχιστον ο διευθυντής ορχήστρας ξέρει καλύτερα την παρτιτούρα από όσο την ξέρει αυτός, και να αποφύγει έτσι µια παιδαριώδη κριτική. Στόχος δεν είναι να κάνω κριτική βασισµένος σε αυτά που έχω ακούσει µέχρι σήµερα, αλλά από τη βαθιά προσωπική µου γνώση πάνω στο αντικείµενο. Εµένα δεν µε ενδιαφέρει τι έκαναν στον παρελθόν ο Κάραγιαν και ο Κλέµπερερ, µε ενδιαφέρει τι έγραψε ο Μπετόβεν. Εχει διαφορά. Δεν πας για να υπηρετήσεις την ιστορία ενός έργου, µια παράδοση η οποία µπορεί να είναι και λάθος, πας για να υπηρετήσεις τη µουσική. Επιπλέον, πολλοί κριτικοί έχουν µια θρασύτητα, και αυτό µε λυπεί. Κάνουν κριτική περισσότερο για να προβάλουν τον εαυτό τους παρά για να ανακαλύψουν κάτι. Δεν µπορεί ένας που γράφει µόνο αρνητικά για κάποιον να µην µπορεί να βρει ούτε ένα θετικό. Τότε ποιος είναι ο λόγος να πηγαίνεις να τον βλέπεις; Γράφε από το σπίτι τις κριτικές! Και τούµπαλιν. Αν θέλεις µόνο να αποθεώνεις έναν άνθρωπο, ποιος ο λόγος να πηγαίνεις στο κοντσέρτο, γράψε και τη δική σου κριτική από πριν».
Εχετε σκεφτεί ποτέ πως το κοινό περιµένει πολλά από εσάς; Εχετε αισθανθεί τη µεταξύ σας σχέση ως κάτι που σας βαραίνει;
«Είχα αυτή την εντύπωση παλαιότερα: πως το κοινό διψάει για αίµα. Τώρα όµως έχω αλλάξει γνώµη. Κάποτε διηύθυνα στην Οπερα της Βαστίλλης τον «Ντον Κάρλο» του Βέρντι. Ηµουν στην άρια «Tu che le vanità» και όπως έκανα µια κίνηση χτύπησα το χέρι µου στον τοίχο. Δεν έδωσα σηµασία, συνέχισα. Οπως (ιδρωµένος και σε ένταση) σήκωσα το κεφάλι µου προς τα τροµπόνια, τα άκουσα να κάνουν κρεσέντο (σ.σ.: βαθµιαία αύξηση της έντασης). Αναρωτήθηκα «τι πράγµα είναι αυτό; Γιατί παίζουν έτσι;». Σήκωσα ξανά το κεφάλι µου, κρεσέντο κατευθείαν τα τροµπόνια! Δεν καταλάβαινα. Ξαφνικά βλέπω τον concertmaster της ορχήστρας. Είχαν πεταχτεί τα µάτια του και έδειχνε έντροµος το χέρι µου. Το κοίταξα κι εγώ. Δεν το είχα πάρει είδηση. Υπήρχε ένα καρφί στον τοίχο. Οπως µε όλη την αδρεναλίνη µου είχα ρίξει στον τοίχο γροθιά, το καρφί είχε καρφωθεί στο χέρι µου. Ηµουν µέσα στα αίµατα. Επειδή έκανα τα χέρια µου µπρος πίσω και τα έφερνα στο πρόσωπο και στα µαλλιά µου, είχα αίµατα παντού! Κατάλαβα πως όταν γύριζα στα τροµπόνια, έβλεπαν το αίµα και ασυναίσθητα έκαναν κρεσέντο. Ποιο είναι το δίδαγµα; (σ.σ.: Γελάει.) Το αίµα κάνει πάντα κρεσέντο, ανεβάζει την ένταση. Και στο κοινό. Το θεωρώ λίγο θανατολαγνεία. Είναι άσχηµο πράγµα όταν το κοινό απαιτεί από εσένα να παίξεις µε όρους αρένας, να δώσεις αίµα. Δεν είναι ωραία απαίτηση».
Υπάρχουν όµως τέτοιες εκρήξεις, υπάρχει ο ενθουσιασµός που γεννάει, ας πούµε, η δεξιοτεχνία.
«Οταν ένας δεξιοτέχνης παίζει όλες τις νότες µε τροµερή ταχύτητα και αυτό είναι όλο, δίχως να λέει κάτι παραπάνω, αρχίζει να γίνεται σπορ. Η µουσική δεν έχει να κάνει µε τέτοιου είδους θριάµβους».
Με τι έχει να κάνει;
«Με την ήττα. Με τη συνειδητοποιηµένη ήττα. Η συναίσθηση τελικά πως ο θρίαµβός µου είναι καµωµένος από µικρές ήττες – και αυτό είναι ένα άλλο είδος θριάµβου».
Τι ονειρεύεστε;
«Ονειρεύοµαι έναν υπέροχο κόσµο που µπορούµε να συγχωρούµε ο ένας τον άλλον. Για να µπορέσουµε να συγχωρήσουµε και τους εαυτούς µας. Ονειρεύοµαι έναν ωραίο κόσµο που θα ανοίξουµε την ατζέντα την παλιά, την εποχή που δεν είχαµε κινητά τηλέφωνα, θα βρούµε ονόµατα που είχαµε καταχωρίσει και θα τους τηλεφωνήσουµε για να τους πούµε τι αισθανόµαστε».
Αναφέρεστε και σε ανθρώπους που έχουν φύγει. Αναπολείτε το παρελθόν ή κοιτάτε πιο έντονα προς το µέλλον;
«Με ενδιαφέρει το παρελθόν, τολµώ να πω ως προβολή του στο µέλλον, ως ένα είδος µέλλοντος χρόνου. Γιατί στο παρελθόν – τότε που… – υπάρχουν λεπτοµέρειες ανεξιχνίαστες. Με ενδιαφέρει ποια εισιτήρια από ποια λεωφορεία έχουν µείνει σε παλιές τσέπες παλτών. Με ενδιαφέρουν διάφορες λεπτοµέρειες οι οποίες θα πεθάνουν όταν θα τις ξεχάσουµε και εµείς. Και ξαφνικά θα αναστηθούν όταν ανακαλυφθούν. Ας πούµε, η δεκαετία του ’90 για εµένα έχει µια τροµερή δύναµη, σαν να ήταν χθες. Οµως οι ταινίες, οι φωτογραφίες που είχαµε τραβήξει, έχουν αποκτήσει ένα άρρωστο κίτρινο χρώµα, έχουν αλλοιωθεί. Εφθάρησαν. Η πρώτη δεκαετία του 2000, το ίδιο πράγµα. Είναι τόσο κοντά µας και όµως είναι τόσο µακριά! Υπάρχουν ακόµα κάτι κονσέρβες από τη δεκαετία του ’80, έχω καβατζάρει µερικές από διάφορα στοκ γιατί θέλω κάποια ιδιαίτερη στιγµή να προσφέρω στους ανθρώπους που αγαπώ ένα ποτήρι καλό κρασί και να ανοίξουµε µια κονσέρβα από τότε που ήµασταν παιδιά, τότε που υπήρχαν άλλα πράγµατα. Εχει µια οµορφιά το παρελθόν, αλλά έχει και έναν οπτιµισµό γιατί οδηγεί σε µια αντίθετη πορεία».
Τι θα λέγατε σε έναν νέο που έχει φιλοδοξίες καριέρας;
«Πρέπει να έχεις προσωπικά βιώµατα. Να εµβαθύνεις στον έρωτα και στην εσωτερική σου πίστη στη ζωή. Αυτά είναι τα δύο πιο σηµαντικά πράγµατα, γιατί χωρίς αυτά ό,τι µόρφωση και αν σου δώσουν παραµένεις ένας παπαγάλος του κονσερβατορίου και της ακαδηµίας. Τα παράσηµα ενός µουσικού είναι οι πληγές του».
Ο δρόµος που ακολουθήσατε είναι ένας δρόµος που τον επιλέξατε ή που σας επέλεξε;
«Νόµιζα πως µε επέλεξε, αλλά κατάλαβα πως αν δεν τον επέλεγα κι εγώ δεν θα είχε γίνει τίποτα, θα είχα γίνει κανένας ερηµίτης στα Καρούλια».
Σας είναι εύκολο να βάζετε στο παιχνίδι τους δικούς σας όρους;
«Είναι πολύ δύσκολο! Θέλει τροµερή αντοχή όταν είσαι ένας εναντίον όλων για να µη λυγίσεις. Γιατί το σύστηµα θέλει να σε λυγίσει, θέλει να σε κάνει, να σε φτιάξει. Και εσύ αντιστέκεσαι σε όλα αυτά τα πράγµατα. Εγώ θα µπορούσα να ήµουν πλούσιος, να είχα µεγάλη ευηµερία και να απολαµβάνω πολύ µεγαλύτερη διασηµότητα από αυτή που έχω σήµερα αν ήµουν αυτό που ήθελε το σύστηµα, αλλά όχι… Δεν του έκανα τη χάρη. Δεν έκανα αυτά που χρειάζονται και που πιθανώς κάνουν άλλοι συνάδελφοί µου».
Στο τέλος της ηµέρας, αξίζει τον κόπο αυτή η προσπάθεια;
«Δεν ξέρω, έτσι κι αλλιώς όλοι χαµένοι είµαστε, οπότε τι σηµασία έχει;».
Δεν έχετε κάτι πιο αισιόδοξο για να κλείσουµε; (σ.σ.: Γελάµε)
«Ακούστε… Νοµίζω πως το τώρα, που όταν το είπα ήδη πέταξε, έχει µια φοβερή δύναµη. Ολα υπάρχουν και όλα είναι δυνατά τώρα. Αυτό πρέπει να το πιστέψουµε όλοι. Να το πιστέψουµε για να διορθώσουµε πράγµατα στη ζωή µας, γιατί διορθώνονται. Η σχέση µας µε τον εαυτό µας, οι σχέσεις µας µε τους άλλους ανθρώπους είναι τώρα, δεν πρέπει να το ξεχνάµε. Πρέπει να το συνειδητοποιήσουµε. Γιατί πολλές φορές ζούµε έχοντας παραδοθεί άνευ όρων. Ενώ θα έπρεπε να κάνουµε ό,τι µπορούµε. Μόνο όταν καταφέρουµε να µπούµε στο τώρα µε συνειδητότητα, τότε µπορούµε να παραδοθούµε άνευ όρων».

