Η διαφθορά, ως ανάρμοστη σχέση πολιτικής και παρα-πολιτικής, ως προσπόριση οικονομικού οφέλους ή εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών, κατά παρέκκλιση του νόμου, από άτομα που κατέχουν δημόσια αξιώματα συνιστά ένα «αόρατο, άδηλο φαινόμενο». Η κατάχρηση της δημόσιας εξουσίας υπερβαίνει κατά πολύ τη ρουσφετολογία, την ευνοιοκρατία ή τις «επιρροές», ακόμα και τον χρηματισμό/δωροδοκία, και πλήττει ευθέως τις δημοκρατικές αξίες και την ηθική του δημόσιου βίου.

Αν οι παραπάνω διαπιστώσεις έχουν έναν γενικό χαρακτήρα, αντιλαμβανόμαστε τους κινδύνους που υποκρύπτει μια σχέση διαφθοράς, όπου ο ένας παίκτης είναι ένα κύκλωμα της Αστυνομίας. Μολονότι σε χιλιάδες αστυνομικούς πάντοτε θα υπάρχουν διεφθαρμένοι σε ατομικό επίπεδο (όπως προφανώς ισχύει και σε άλλους τομείς δημόσιας ζωής), το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι: εάν, πότε, πώς και γιατί (μπορεί να) διαμορφώνονται ιστοί και εσμοί διεφθαρμένων, οι οποίοι όχι μόνο στρεβλώνουν τον ρόλο της Αστυνομίας («να υπηρετεί και να προστατεύει») αλλά και προκαλούν ευρύτερες παθογένειες.

Ισως μια παράμετρος να είναι μια ιδιοκτησιακή αντίληψη του κράτους και της ασφάλειας («μπλε υποκουλτούρα»), ίσως να έχει δημιουργηθεί μια αίσθηση ακαταδίωκτου και ατιμώρητου, ίσως το «εύκολο χρήμα» να καλύπτει τις οικονομικές φιλοδοξίες ορισμένων. Πιστεύω όμως ότι οι μηχανισμοί/μηχανές διαφθοράς, ιδίως όταν συμπλέκονται με τον εγκληματικό υπόκοσμο (οργανωμένο έγκλημα) δεν είναι δυνατό να λειτουργήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα αν δεν χρησιμοποιήσουν βία και αν δεν έχει στηθεί ένα δίκτυο συγκάλυψης από κάποιο πελατειακό κέντρο του υπέρκοσμου, δηλαδή πολιτικών και οικονομικών παραγόντων.

Η συνύπαρξη και σύμπλευση της ποινικής εγκληματικότητας με την πολιτική φαυλότητα παρέχει τον χώρο δράσης (ή παράλειψης) στους επίορκους αστυνομικούς. Είτε αναφερόμαστε στο ξέπλυμα μαύρου χρήματος είτε υποψιαζόμαστε ότι μερικοί κάνουν «τα στραβά μάτια» σε ανομήματα αξιωματούχων «του υψηλού καπέλου», δηλαδή της (όποιας) εξουσίας, είτε διευκολύνουν τη διακίνηση παράνομων προϊόντων, το όλο κύκλωμα βρίσκεται εκτός θεσμικού ελέγχου.

Αν και δεν υπάρχουν περίοδοι αδιάφθορης πολιτικής ζωής, το ύψος και το είδος της διαφθοράς εξαρτάται από το ήθος των πολιτικών και τη συνείδηση των δικαστών. Μαγική συνταγή δεν έχει ανακαλυφθεί. Πάντως το τρίπτυχο «διαφάνεια – λογοδοσία – δημοκρατικός έλεγχος» συνιστά πάντοτε μια καλή αρχή, μολονότι μια πρόταση που είχα διατυπώσει πριν από 15 χρόνια για τη συγκρότηση «Εθνικής Επιτροπής Ελέγχου της αστυνόμευσης» (με εκπροσώπους κομμάτων, Συνηγόρου του Πολίτη, Ενωσης Δικαστών, Δικηγορικού Συλλόγου κ.λπ.) έπεσε στο κενό. Κανένα σύστημα δεν πριονίζει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται.

Σε κάθε περίπτωση στο ερώτημα «ποιος διαφθείρει ποιον;», αν δηλαδή το κράτος ή ο υπόκοσμος (με το χρήμα και τη βία) διαφθείρουν τον αστυνομικό και αν με τη σειρά του ο παλιός αστυνομικός διαφθείρει τον νεότερο (με την ισχύ της ιεραρχίας), παραμένει ζήτημα ανοικτό σε περαιτέρω έρευνα.

ΥΓ.: Επειδή όλες οι γενικεύσεις μπορεί να οδηγήσουν σε λαθεμένα συμπεράσματα, το κείμενο δεν ισχυρίζεται ότι όλοι οι αστυνομικοί και όλοι οι πολιτικοί είναι «δυνάμει διεφθαρμένοι». Απλώς έχουμε άπαντες την υποχρέωση κάθαρσης των θεσμών και βελτίωσης της ποιότητας της δημοκρατίας μας.

Ο κ. Γιάννης Πανούσης είναι πρώην υπουργός.