Τα Ελληνοτουρκικά και πώς δεν τα λύσαμε…
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
ΟΠρωθυπουργός ετοιμάζεται να επισκεφθεί την Τουρκία μέσα στην εβδομάδα που έρχεται, ελάχιστες ημέρες μετά την επέτειο της κρίσης των Ιμίων, κρίσης τις συνέπειες της οποίας ακόμη βιώνουμε ως ιδιαίτερα ισχυρές. Η επέτειος των Ιμίων συνδέεται όμως με μια άλλη ξεχωριστή, αν και πικρή επέτειο για τη χώρα: αυτήν του «Ελσίνκι», καθώς συμπληρώνονται φέτος είκοσι χρόνια από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι του Δεκεμβρίου 1999.
Τα δύο γεγονότα συνδέονται με πολλούς τρόπους. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου αυτού – που είχε επεξεργαστεί και προωθήσει με επίμονη διαπραγματευτική προσπάθεια η κυβέρνηση Κ. Σημίτη – αποτέλεσαν τομή στις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία αλλά και στην τότε διαδικασία ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Με την Τουρκία άνοιξαν ένα εντελώς νέο κεφάλαιο για τον εξευρωπαϊσμό των ελληνοτουρκικών σχέσεων με προοπτική τη μελλοντική ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ και την πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων με την Ελλάδα μέσα και από την επίλυση των σχετικών εκκρεμοτήτων.
Η επιδίωξη του «Ελσίνκι» πήγασε μέσα από την πικρή εμπειρία και τα μαθήματα που άντλησε τότε η κυβέρνηση Σημίτη από την κρίση των Ιμίων. Αποτέλεσε όμως και μέρος μιας ενδελεχούς ανάλυσης για το ποια στρατηγική εξυπηρετεί και μεγιστοποιεί τα πάγια, μακροχρόνια συμφέροντα της χώρας: η στρατηγική του αποκλεισμού της Τουρκίας από την Ευρώπη/ΕΕ – στρατηγική που ακολουθούσαμε μέχρι τότε – ή, εναλλακτικά, μια πολιτική πρόσδεσης και τελικά ενσωμάτωσης της Τουρκίας στην Ευρώπη με αυτονόητες προϋποθέσεις για τον εκδημοκρατισμό/ εξευρωπαϊσμό της και παράλληλης επίλυσης των διακρατικών προβλημάτων στις εξωτερικές της σχέσεις; Η επιλογή βεβαίως ήταν κατηγορηματικά υπέρ της δεύτερης – αυτής της ενσωμάτωσης της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Τρία υπήρξαν τα κύρια στοιχεία του «πακέτου Ελσίνκι»: (α) Η ανακήρυξη της Τουρκίας ως «υποψήφιας» (candidate) χώρας για ένταξη στην Ενωση (εφόσον εκπληρώσει τα σχετικά κριτήρια, κριτήρια Κοπεγχάγης, κ.ά.) με άρση του σχετικού ελληνικού βέτο που είχε διατυπωθεί από την περίοδο που η Τουρκία υπέβαλε την αίτηση ένταξης, το 1987, αλλά (β) με πρώτη προϋπόθεση ότι η Κύπρος, που ήταν ήδη σε διαπραγματεύσεις ένταξης στην ΕΕ θα μπορούσε τελικά να ενταχθεί χωρίς την προηγούμενη επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Μέχρι τότε όλες οι χώρες-μέλη (με εξαίρεση την Ελλάδα και κάπως χλιαρά το ΗΒ) επέμεναν στη θέση ότι η Κύπρος θα μπορούσε να ενταχθεί μόνο μετά την προηγούμενη επίλυση του πολιτικού προβλήματος, πράγμα που στην πράξη ισοδυναμούσε με την εκχώρηση βέτο στην Αγκυρα για την κυπριακή ένταξη, και (γ), ως δεύτερη προϋπόθεση, ότι τα υποψήφια για ένταξη κράτη (δηλαδή η Τουρκία) «υποχρεούνται να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων, άλλως θα φέρουν τη διαφορά αυτή ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου (ΔΔ) εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος» (διατύπωση του Ελσίνκι).
Το Συμβούλιο έθεσε ως χρονικό όριο το τέλος του 2004 για την επίλυση των διαφορών ή την παραπομπή τους στο ΔΔ. Δημιουργήθηκε έτσι μια τεράστια και μοναδική ευκαιρία για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών με τη συμμετοχή και ευθύνη της ΕΕ στη διαδικασία. Κάτι παρεμφερές δεν είχε προϋπάρξει. Τι έγινε στη συνέχεια;
Πρώτον, η Κύπρος εντάχθηκε στην ΕΕ την 1η Μαΐου 2004 χωρίς όντως την επίλυση του προβλήματος. Χωρίς το «Ελσίνκι» δεν θα είχε ενταχθεί. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι όταν οι Ευρωπαίοι συμφώνησαν στη «μη επίλυση» εννοούσαν με ευθύνη της τουρκικής πλευράς και όχι πρωτίστως της ελληνοκυπριακής (με την καταψήφιση του «σχεδίου Ανάν» τον Απρίλιο του 2004, λίγες ημέρες πριν από την ένταξη).
Δεύτερον, ξεκίνησε ο ελληνοτουρκικός διάλογος για την επίλυση των διαφορών. Και στις αρχές του 2004 είχαμε φθάσει σε πακέτο ρυθμίσεων για την επίλυση θεμάτων ή παραπομπή ορισμένων στο Διεθνές Δικαστήριο. Αλλά μετά τις εκλογές του Μαρτίου 2004 και την αποχώρηση της κυβέρνησης Σημίτη από την εξουσία η νέα κυβέρνηση της ΝΔ επέλεξε – αν είναι δυνατόν – να εγκαταλείψει τις δεσμεύσεις του «Ελσίνκι», μεταξύ άλλων και αυτή που δέσμευε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για την επίτευξη λύσης μέχρι το τέλος του 2004! Λάθος ιστορικών διαστάσεων, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα είχαμε πιθανότατα επιλύσει τα «Ελληνοτουρκικά» και εξαλείψει τις συνέπειες της κρίσης των Ιμίων. Ετσι από τα Ιμια περάσαμε στο «Ελσίνκι» και μετά πέσαμε στο απόλυτο κενό. Και ο κύριος λόγος για την εγκατάλειψη του «Ελσίνκι» υπήρξε ο φόβος παραπομπής κάποιων θεμάτων στο ΔΔ, καθώς υπήρχε η υποψία ότι η Ελλάδα δεν θα δικαιωνόταν στο σύνολο των θέσεών της! Ετσι εμφανίζεται το οξύμωρο φαινόμενο η Ελλάδα που διατείνεται σταθερά στεντορεία τη φωνή ότι ακολουθεί πιστά το διεθνές δίκαιο να αρνείται να υποβάλει θέματα στην κρίση του Δικαστηρίου καθώς φοβάται ότι θα χάσει!
Οι πικρές αυτές επέτειοι εγείρουν το ερώτημα εάν μπορεί να υπάρξει ένα «νέο επικαιροποιημένο Ελσίνκι» – ένα νέο πακέτο ρυθμίσεων που με συμμετοχή της ΕΕ θα δεσμεύει την Τουρκία για την επίλυση των προβλημάτων σε κάποια τακτά χρονικά όρια. Δύσκολο αλλά όχι ανέφικτο. Αν και σήμερα η προοπτική ένταξης της Τουρκίας φαίνεται να έχει απομακρυνθεί, ωστόσο θα ανοίξει η διαδικασία για τον εκσυγχρονισμό της σχέσης (ΕΕ – Τουρκίας) με την αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης, κ.λπ. Το πλαίσιο αυτό θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για ένα «νέο Ελσίνκι». Ακόμη θα μπορούσε να επιτραπεί από την Ελλάδα η συμμετοχή της Τουρκίας σε ορισμένες αμυντικές δραστηριότητες της ΕΕ και ταυτόχρονα να αξιοποιηθούν προς την κατεύθυνση αυτή.
Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην πρεσβευτής-σύμβουλος του ΥΠΕΞ, είναι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του FEPS.

