Τα «αστέρια» λάμπουν ξανάστη Σκάλατου Μιλάνου
Οι διασημότεροι λυρικοί τραγουδιστές και χορευτές της εποχής μας συμμετέχουν στην – από τηλεοράσεως και δίχως την παρουσία κοινού – συναυλία με την οποία εγκαινιάζει τη νέα περίοδο λειτουργίας του το ιστορικό θέατρο
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Οι πρόβες για την εναρκτήρια παραγωγή της νέας περιόδου λειτουργίας της Σκάλας του Μιλάνου με τη «Λουτσία Ντι Λαμερμούρ» του Ντονιτσέτι είχαν είδη ξεκινήσει. Η πρωταγωνίστρια της παραγωγής, η αμερικανίδα υψίφωνος Λιζέτ Οροπέσα, είχε μάλιστα ανεβάσει, στις 4 Νοεμβρίου, στον λογαριασμό της στο Facebooκ, τις πρώτες φωτογραφίες με την ίδια και με τον σκηνοθέτη Γιάννη Κόκκο την ώρα της δουλειάς. Και ο Γιάννης Κόκκος είχε μιλήσει στο ΒΗΜΑgazino για την πολυαναμενόμενη πρεμιέρα. Λίγες μέρες μετά, η διεύθυνση του ιστορικού θεάτρου ανακοίνωσε πως, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που είχαν γίνει, η πανδημία δεν θα επέτρεπε τελικά στη «Λουτσία» να τραγουδήσει. Η απογοήτευση ήταν μεγάλη, όμως η Σκάλα δεν θα αφήσει το κοινό της παραπονεμένο. Η έναρξη της νέας περιόδου θα γίνει και εφέτος, όπως γίνεται παραδοσιακά κάθε χρόνο, στις 7 Δεκεμβρίου, δηλαδή μία ημέρα πριν από την επίσημη έναρξη του Αγίου Ετους των Kαθολικών. Αυτή τη φορά όχι με παράσταση, αλλά με ένα λαμπρό γκαλά, χωρίς την παρουσία κοινού, αλλά με τη συμμετοχή μερικών από τους σημαντικότερους τραγουδιστές και χορευτές της εποχής μας. Η συναυλία με τον τίτλο «A riveder le stelle» (δηλαδή «Για να ξαναδούμε τα αστέρια») θα ξεκινήσει στις 5 το απόγευμα (ώρα Ιταλίας) και θα μεταδοθεί από τη RAI 1 και το ιταλικό Radio 3 σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο τίτλος προέρχεται από τον στίχο «e quindi uscimmo a riveder le stelle»(«και μετά βγήκαμε να ξαναδούμε τ’ άστρα») με τον οποίο ολοκληρώνεται «Η Κόλαση» («L’ Inferno») στη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη Αλιγκέρι. Εναν στίχο που δεν επιλέχθηκε τυχαία, καθώς δίνει τη λυτρωτική αίσθηση της εξόδου προς τον κόσμο του φωτός. (Παρεμπιπτόντως, το 2021 συμπληρώνονται τα 700 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή.)
Αδεια λοιπόν θα είναι η πλατεία του κορυφαίου θεάτρου, γεμάτη όμως από λάμψη θα είναι η σκηνή του: Ο Πλάθιντο Ντομίνγκο, η Λιζέτ Οροπέσα, ο Ρομπέρτο Αλάνια, η Αλεξάνδρα Κούρζακ, ο Βιτόριο Γκρίγκολο, ο Ιλντάρ Αμπντραζάκοφ, η Ελίνα Γκαράντσα, ο Πιοτρ Μπεστσάλα, η Ελεονόρα Μπουράτο, η Σόνια Γιόντσεβα, η Κριστίνε Οπολάις, ο Λουντοβίκ Τεζιέ, ο Κάρλος Αλβάρες, ο Χουάν Ντιέγκο Φλόρες και η Μαρίνα Ρεμπέκα περιλαμβάνονται στους σταρ που θα δώσουν το «παρών». Εκεί θα είναι και ο Γιόνας Κάουφμαν, που πρόσφατα είχε μιλήσει αποκλειστικά στο ΒΗΜΑgazino και ο οποίος, σύμφωνα με πληροφορίες, ενδέχεται να εμφανιστεί τις ερχόμενες εβδομάδες (αν το επιτρέψει η κατάσταση) στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Οι περισσότεροι από τους σταρ της βραδιάς θα τραγουδήσουν σε απευθείας μετάδοση, ορισμένοι πάλι θα έχουν μαγνητοσκοπήσει το δικό τους μέρος καθώς οι περιορισμοί της πανδημίας και κάποιες ανειλημμένες υποχρεώσεις δεν τους επιτρέπουν να βρίσκονται στο Μιλάνο εκείνη την ημέρα. Ομως, το μεγαλύτερο μέρος της συναυλίας θα είναι «live», με τον Ρικάρντο Σαγί να διευθύνει την Ορχήστρα και τη Χορωδία του Θεάτρου της Σκάλας του Μιλάνου. Οσο για το Μπαλέτο του θεάτρου, και αυτό θα συμμετέχει δυναμικά, με προεξάρχοντες τους Ρομπέρτο Μπόλε, Νικολέτα Μάνι, Μαρτίνα Αρντουίνο, Βίρνα Τόπι κ.ά.. Κατά τη διάρκεια του γκαλά θα ακουστούν συνθέσεις των Ροσίνι, Βέρντι, Πουτσίνι, Ντονιτσέτι, Μπιζέ, Μασνέ, Τσαϊκόφσκι, Βάγκνερ, Σατί και Νταβίντε Ντιλέο.
Μια βραδιά ελπίδας
Δεν θα είναι, όπως ανακοίνωσε η διεύθυνση του θεάτρου, ένα βράδυ γιορτής, καθώς, δεδομένης της κατάστασης, δεν μπορούμε να γιορτάζουμε. Μπορούμε όμως πάντα να ελπίζουμε, και ακριβώς έτσι φιλοδοξεί να λειτουργήσει το γκαλά: Ως μια βραδιά ελπίδας και αποφασιστικότητας. Μία εκδήλωση που έρχεται να μας υπενθυμίσει πως ακόμα και την εποχή του φόβου, της ανησυχίας και της απόγνωσης η τέχνη είναι εδώ. Για να εκφράσει την ομορφιά και την ευγένεια. Για να μας θυμίσει με το υπερβατικό μεγαλείο της την αξία της ζωής. Για να στείλει ένα ακόμα μήνυμα, έτσι όπως θα συγκεντρώσει στην ίδια σκηνή τόσους διάσημους καλλιτέχνες: Πώς δεν είμαστε μόνοι. Πως και μπροστά στον μεγάλο κίνδυνο της COVID-19 στεκόμαστε ενωμένοι και αγωνιζόμαστε μαζί. Θα είναι σίγουρα μια εναρκτήρια συναυλία πολύ διαφορετική από τις λαμπρές πρεμιέρες, τις παραγωγές με τα εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια, στις οποίες μας έχει συνηθίσει η Σκάλα. Θα είναι όμως και μια βραδιά που θα μείνει στην ιστορία, στιγμή ιδιαίτερη ανάμεσα στις άλλες σημαντικές στιγμές ενός θεάτρου που έχει συμπληρώσει περίπου δυόμισι αιώνες προσφοράς στην τέχνη.
Οι πρώτες παραστάσεις
Η ιστορία της Σκάλας του Μιλάνου ξεκινάει αρκετά ανορθόδοξα, με την πυρκαγιά που στις 25 Φεβρουαρίου 1776 κατέστρεψε το Teatro Regio Ducale του Μιλάνου. Οι κάτοικοι της πόλης απευθύνθηκαν στον αρχιδούκα Φερδινάνδο των Αψβούργων ζητώντας τη συνδρομή του για την κατασκευή ενός νέου θεάτρου. Το αρχικό σχέδιο που εκπόνησε ο αρχιτέκτονας Τζουζέπε Πιερμαρίνι απορρίφθηκε. Το δεύτερο, και πάλι από τον Πιερμαρίνι, πήρε έγκριση από την αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία, και η νέα όπερα χτίστηκε εκεί που υπήρχε η εκκλησία Santa Maria della Scala, από την οποία πήρε και το όνομά της. Οι εργασίες κράτησαν δύο χρόνια, ενώ σημαντικό μέρος του κόστους καλύφθηκε από την προπώληση των θεωριών στους πλούσιους Μιλανέζους. Αρχικά το θέατρο, όπως και όλα σχεδόν τα θέατρα εκείνης της εποχής, δεν είχε θέσεις στην πλατεία. Το κοινό παρακολουθούσε τις παραστάσεις όρθιο, ενίοτε συζητώντας, τρώγοντας και μπαινοβγαίνοντας στην αίθουσα όποτε ήθελε. Το φουαγέ του λειτουργούσε και ως καζίνο! Οι οικονομικά εύρωστοι παρακολουθούσαν, όπως προείπαμε, τις παραστάσεις από τα θεωρεία τους, ενώ στον τελευταίο εξώστη σύχναζαν οι κλακαδόροι, η ομάδα των (υποτίθεται) ειδημόνων που με τις αντιδράσεις τους επικροτούσαν ή καταδίκαζαν (τις περισσότερες φορές) το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα – αυτούς θα τους ξανασυναντήσουμε παρακάτω.
Οι σημαντικές πρεμιέρες
Τα εγκαίνια έγιναν στις 3 Αυγούστου 1778, με την όπερα του Αντόνιο Σαλιέρι «L’ Europa riconosciuta», σε παγκόσμια πρώτη. Τα επόμενα χρόνια δόθηκαν εκεί οι πρεμιέρες των έργων του Ροσίνι «Η λυδία λίθος» (1812), «Ο Αυρηλιανός στην Παλμύρα» (1813) και «ο Τούρκος στην Ιταλία» (1814). Το 1827 έκανε στη «Σκάλα» πρεμιέρα «Ο πειρατής» του Μπελίνι, για να ακολουθήσουν το 1829 «Η ξένη» και το 1831 η «Νόρμα» του ίδιου συνθέτη. Και ο Ντονιτσέτι πρωτοπαρουσίασε εκεί τη «Λουκρητία Βοργία» το 1833 και τη «Μαρία Στουάρντα» το 1835. Το 1839 ο Βέρντι συστήθηκε από τη μεγαλειώδη σκηνή της Σκάλας στο φιλόμουσο κοινό παρουσιάζοντας την πρώτη όπερά του, τον «Ομπέρτο». Την αγαπημένη του «Σκάλα» επέλεξε και για τις πρεμιέρες των «Μια μέρα βασιλιάς», «Ναμπούκο», «Οι Λομβαρδοί στην Πρώτη Σταυροφορία», «Ζαν Ντ’ Αρκ», «Οθέλλος» και «Φάλσταφ». Ο «Μεφιστοφελής» του Μπόιτο, «Η Βαλί» του Καταλάνι, η «Μαντάμα Μπατερφλάι» και η «Τουραντότ» του Πουτσίνι και οι «Διάλογοι Καρμηλιτισσών» του Πουλένκ είναι μερικές μόνο από τις πολύ σημαντικές όπερες που πρωτοπαρουσιάστηκαν στο σημαντικό θέατρο. Το 1907 η Σκάλα του Μιλάνου ανακαινίστηκε και απέκτησε τη σημερινή της μορφή. Μια δεύτερη σημαντική ανακαίνιση έγινε μεταξύ 1918 και 1921. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το θέατρο βομβαρδίστηκε, για να επαναλειτουργήσει μετά την αποκατάσταση των ζημιών το 1946. Από το 2002 ως το 2004 έγινε μία ακόμα μεγάλη ανακαίνιση η οποία κόστισε περισσότερα από 61.000.000 ευρώ και δημιούργησε μεγάλα οικονομικά προβλήματα στον οργανισμό. Στις 7 Δεκεμβρίου ο Ρικάρντο Μούτι διηύθυνε την παράσταση που σηματοδότησε την επανεκκίνηση του θεάτρου, επιλέγοντας την πρώτη όπερα που είχε παιχτεί εκεί, την «Europa riconosciuta» του Σαλιέρι. Οι τιμές των εισιτηρίων για εκείνη τη βραδιά έφταναν και τις 2.000 ευρώ!
Η όπερα
ως πεδίο μάχης
Στη Σκάλα του Μιλάνου δεν έγραψαν ιστορία μόνο οι μεγάλοι τραγουδιστές. Εγραψε και η «κλάκα» («loggionisti» στα ιταλικά) που μέχρι πριν από λίγα χρόνια (τελευταίως έχει ατονήσει η δράση της) αποφάσιζε διά βοής, την ώρα της παραστάσεως, για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και για την αξία του εκάστοτε τραγουδιστή. Σκιώδης και άκομψος (σε έναν κόσμο με πολλές εχθρότητες και πολλά συμφέροντα) ο ρόλος των δήθεν φιλόμουσων που εκτονώνονταν βρίζοντας χυδαία τους καλλιτέχνες. Κανένας δεν γλίτωσε από την αγοραία κριτική τους, ούτε καν οι μεγαλύτεροι σταρ τους είδους, από τη Μαρία Κάλλας ως τη Μονσεράτ Καμπαγέ και τον Λουτσιάνο Παβαρότι. Μεταξύ άλλων, στην ελληνίδα ντίβα την ώρα που υποκλινόταν έπειτα από παράσταση πέταξαν αντί λουλουδιών ένα μπουκέτο ραπανάκια! Το 1954 η Ροζάνα Καρτέρι (μια σπουδαία τραγουδίστρια η οποία έφυγε από τη ζωή πριν από λίγες μέρες, σε ηλικία 89 ετών) γιουχαΐστηκε ως Τζίλντα στον «Ριγκολέτο» του Βέρντι επειδή παρέλειψε μια ψηλή νότα που στην πραγματικότητα δεν είχε γράψει ο συνθέτης, αλλά που το κοινό της Σκάλα παραδοσιακά περίμενε να ακούσει. Το ίδιο δυσαρεστημένο εμφανίστηκε το κοινό όταν η επίσης σπουδαία Μιρέλα Φρένι, επιλογή του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν για τον ρόλο της «Τραβιάτα», δεν τραγούδησε το (και πάλι εκτός παρτιτούρας) υψηλό μι μπεμόλ στο τέλος της πρώτης πράξης.
Η Κάτια Ριτσαρέλι, που είχε πάντα ταραχώδη σχέση με τους loggionisti, δεν είχε προλάβει να ανοίξει στο στόμα της, ως «Λουίζα Μίλερ» του Βέρντι, το 1989, και οι πρώτες βρισιές ακούγονταν ήδη. Η ίδια ατμόσφαιρα επικράτησε και στη δεύτερη παράσταση, με την ιταλίδα ντίβα να μην μπορεί αυτή τη φορά να συγκρατήσει τον θυμό της και να απευθύνει προς τους κατακριτές της ένα μεγαλοπρεπές: «Την κατάρα του Θεού να έχετε!». Το ίδιο έντονα αντέδρασε ο τενόρος Ρομπέρτο Αλάνια: Το 2006 και ενώ τραγουδούσε την άρια του Ρανταμές στην «Αΐντα» του Βέρντι, στην παραγωγή του Φράνκο Τζεφιρέλι, θυμωμένος από τις αποδοκιμασίες εγκατέλειψε τη σκηνή. Η παράσταση συνεχίστηκε με τον αντικαταστάτη του να βγαίνει άρον-άρον φορώντας το τζιν του και το σακάκι του. Και η αμερικανίδα ντίβα Ρενέ Φλέμινγκ αποδοκιμάστηκε κατά το φινάλε της «Λουκρητίας Βοργία» του Ντονιτσέτι, το 1998, με το κοινό να θεωρεί τα ποικίλματα που είχε προσθέσει στην τελική καμπαλέτα «Era desso il figlio mio» εκτός στυλ.
Πολλές οι δεκαετίες της ιστορίας της, πολλές οι ιστορίες που έχει να «διηγηθεί», όμορφες και άσχημες, σοβαρές και αστείες. Κιβωτός της μελοδραματικής τέχνης, η Σκάλα του Μιλάνου, ακόμα και σήμερα, την εποχή που οι σταρ δεν έχουν τη λάμψη ενός Αρτούρο Τοσκανίνι, ενός Ενρίκο Καρούζο, μιας Μαρίας Κάλλας, μιας Ρενάτα Τεμπάλντι και ενός Μάριο ντελ Μονακό, για να αναφερθούμε σε μερικούς από τους δεκάδες θαυμάσιους καλλιτέχνες που σε διαφορετικές χρονικές περιόδους μεγαλούργησαν στη σκηνή της, βγαίνει μπροστά, με το πολυαναμενόμενο εναρκτήριο γκαλά της, για να λάμψει ξανά. Και για να φωτίσει με τη λάμψη των αστέρων της, έστω για λίγο, αυτή τη σκοτεινή εποχή.

