Τα… απόνερα της πανδημίας στην ψυχική υγεία
Πρόσφατες μελέτες καταδεικνύουν το τεράστιο κόστος που έχει ήδη επιφέρει η συνεχιζόμενη πανδημία του SARS-CoV-2 στην ψυχική υγεία τόσο του γενικού πληθυσμού όσο και των ατόμων που ανέρρωσαν από COVID-19 και μαρτυρούν ότι οι επιπτώσεις θα είναι μακροπρόθεσμες
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Κουβαλάμε ήδη όλοι στις πλάτες μας δύο χρόνια πανδημίας – δύο πρωτόγνωρα χρόνια, τα οποία άλλαξαν τη ζωή όπως την ξέραμε. Δύο χρόνια στα οποία βιώσαμε λοκντάουν, τηλεργασία, κλειστά σχολεία. Δύο χρόνια στα οποία τα αντισηπτικά, οι μάσκες και τα διαγνωστικά τεστ έγιναν μόνιμοι σύντροφοί μας. Δύο χρόνια μέσα στα οποία άνθρωποι νόσησαν, νοσηλεύθηκαν, πέρασαν μέρες και νύχτες στην απομόνωση της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας. Δύο χρόνια μέσα στα οποία παιδιά έχασαν τους γονείς τους, γονείς τα παιδιά τους, φίλοι τους φίλους τους, σύντροφοι τους συντρόφους τους. Και σήμερα, δύο χρόνια μετά, συνεχίζουμε να ζούμε με την αγωνία τού τι μέλλει γενέσθαι, του αν η πανδημία οδεύει προς εκτόνωση ή μας περιμένει στη γωνία μια επόμενη παραλλαγή του ιού, ίσως ακόμη πιο επικίνδυνη.
Είναι επόμενο όλα αυτά να έχουν κοστίσει – και να συνεχίζουν να κοστίζουν – στην ψυχική υγεία του παγκόσμιου πληθυσμού, ακόμη και των ανθρώπων τους οποίους δεν «άγγιξε» άμεσα ο ιός. Και αυτό το τεράστιο κόστος αποτυπώνεται ήδη μέσα από επιστημονικές μελέτες που σκιαγραφούν το τοπίο της ψυχικής υγείας μέσα στον πανδημικό κυκεώνα. Το ΒΗΜΑ-Science παρουσιάζει σήμερα τα πιο πρόσφατα στοιχεία μελετών που αποδεικνύουν ότι η πανδημία είναι «ένοχη» για εμφάνιση ψυχικών διαταραχών σε σημαντικό μέρος του πληθυσμού – και μένει να αποδειχθεί αν οι διαταραχές αυτές μπορεί να είναι αναστρέψιμες, κοινώς αν θα μπορέσουμε στο μέλλον να είμαστε ξανά οι ίδιοι, ακόμη και όταν η κορωνο-πανδημία θα αποτελεί πλέον παρελθόν.
Υποβάθμιση της
ψυχικής υγείας
Τα λοκντάουν που όλοι ζήσαμε έχουν μεγάλο κόστος στην ψυχική υγεία – και τα πιθανά μελλοντικά «ξεσπάσματα» της πανδημίας γεννούν φόβους για σημαντικές μακροπρόθεσμες ψυχικές διαταραχές. Αυτό έδειξε πρόσφατη βρετανική μελέτη με ισχυρή ελληνική υπογραφή. Οπως συγκεκριμένα ανέφεραν ερευνητές του Πανεπιστημίου East Anglia και του Πανεπιστημίου του York με δημοσίευσή τους στην επιθεώρηση «Health Economics» μετά από μελέτη σε δεδομένα που αφορούσαν 8.317 άτομα (στο σύνολό τους συμμετείχαν στη μελέτη UKHLS – UK Household Longitudinal Study), η αρνητική επίδραση της πανδημίας στην ψυχική υγεία των Βρετανών ήταν παρατεταμένη.
Ο αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στην Ιατρική Σχολή Norwich του Πανεπιστημίου East Anglia δρ Απόστολος Δαβίλλας, εκ των κύριων συγγραφέων της μελέτης, εξήγησε στο ΒΗΜΑ-Science ότι «ο επιπολασμός των ψυχικών διαταραχών αυξήθηκε από 18,5% σε 27,7% μεταξύ του 2019, δηλαδή πριν από την πανδημία, και του Απριλίου του 2020, κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown στο Ηνωμένο Βασίλειο. Κατά τους επόμενους μήνες και μέχρι τον Ιούλιο του 2020 παρατηρήθηκε κάποια σχετική αναστροφή στα επίπεδα ψυχικών διαταραχών, όταν οι τότε περιορισμοί χαλάρωσαν. Καθώς όμως η πανδημία εξελίχθηκε μετά το καλοκαίρι του 2020, η ψυχική υγεία του πληθυσμού επιδεινώθηκε ξανά, με τις αρνητικές συνέπειες να κορυφώνονται τον Νοέμβριο του 2020 και τον Ιανουάριο του 2021 όταν επανήλθαν οι περιορισμοί. Τα τελευταία δεδομένα μας δείχνουν ότι και τον Μάρτιο του 2021 η ψυχική υγεία του πληθυσμού ήταν χειρότερη σε σχέση με πριν από την πανδημία, περίπου ενάμιση χρόνο νωρίτερα».
Αντίκτυπος
με διακρίσεις!
Ηταν αξιοσημείωτο ότι στο πρώτο πανδημικό κύμα το μεγαλύτερο «πλήγμα» φάνηκε να δέχεται η ικανότητα του ατόμου να ευχαριστιέται με τις καθημερινές δραστηριότητες καθώς και εκείνη του να έχει έναν χρήσιμο ρόλο για τους γύρω του και για την κοινωνία. Στο δεύτερο κύμα τα σημαντικότερα προβλήματα αφορούσαν την ικανότητα λήψης αποφάσεων και την ικανότητα συγκέντρωσης ενώ παράλληλα αυξήθηκαν η θλίψη αλλά και η κατάθλιψη.
Χαρακτηριστικό εύρημα της μελέτης ήταν ότι η πανδημία δεν «χτύπησε» εξίσου δυνατά την ψυχική υγεία όλων των ομάδων του πληθυσμού. Φάνηκε να… προτιμά τις νέες γυναίκες – από 20 ως 34 ετών. Αντιθέτως οι άνδρες άνω των 65 ετών ήταν εκείνοι των οποίων η ψυχική υγεία επηρεάστηκε λιγότερο. «Η πανδημία δεν έχει οδηγήσει μόνο στην υποβάθμιση της ψυχικής υγείας του πληθυσμού αλλά έχει αυξήσει και διευρύνει την ανισότητα στην ψυχική υγεία, όπως έδειξε η μελέτη μας» σημείωσε ο δρ Δαβίλλας και διευκρίνισε: «Καθώς οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες μεταβλήθηκαν, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού να μην αντιμετωπίζουν τις ίδιες επιπτώσεις ψυχικής υγείας σε σχέση με άλλες. Η ανάλυσή μας έδειξε ότι η ηλικία και το φύλο κατέχουν ένα πρωταγωνιστικό ρόλο, με την πιο αξιοσημείωτη αύξηση των προβλημάτων ψυχικής υγείας να είναι εμφανής στις νεότερες γυναίκες».
Ιδού με βάση τα αποτελέσματα της μελέτης οι κύριοι λόγοι της… πανδημικής διεύρυνσης της ανισότητας στην ψυχική υγεία, όπως τους παρέθεσε ο καθηγητής: «Κατά τη διάρκεια των λοκντάουν, οι συνθήκες στέγασης (π.χ. μέγεθος της κατοικίας) έγιναν πιο σημαντικές για την ψυχική ευεξία, ίσως επειδή οι περισσότερες καθημερινές δραστηριότητες περιορίζονταν στο σπίτι, συμπεριλαμβανομένων της φροντίδας των παιδιών, της εκπαίδευσης στο σπίτι, της εργασίας εξ αποστάσεως και της αυτο-καραντίνας. Η σύνθεση των νοικοκυριών (π.χ., μονογονεϊκές οικογένειες, μοναχικά ηλικιωμένα άτομα) είχε επίσης αυξανόμενη συνεισφορά στην ανισότητα στην ψυχική υγεία με την πρόοδο της πανδημίας. Το καθεστώς απασχόλησης αντιπροσωπεύει περίπου το 10% των εξηγούμενων ανισοτήτων στην ψυχική υγεία. Η σταθερή εργασία μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της αβεβαιότητας και να διαδραματίσει κοινωνικό ρόλο κατά τη διάρκεια των λοκντάουν, γεγονός που υποδηλώνει επίσης τη σημασία των πολιτικών υποστήριξης που αφορούν την αγορά εργασίας. Τα άτομα με χρόνιες νόσους είναι επίσης ευάλωτα, καθώς συνεισφέρουν περίπου στο 30% της παρατηρούμενης ανισότητας στην ψυχική υγεία».
Επιπτώσεις
διαρκείας
Το μεγάλο ερώτημα βέβαια είναι ένα: ακόμη και όταν η πανδημία τελειώσει, θα καταφέρουμε να επιστρέψουμε ποτέ στην κανονικότητα που γνωρίζαμε πριν από αυτήν ή δεν θα είμαστε ποτέ πια οι ίδιοι «προπανδημικοί» εαυτοί μας; Ο έλληνας καθηγητής του East Anglia απάντησε ότι ««όλα αυτά τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι οι αρνητικές συνέπειες στην ψυχική υγεία του πληθυσμού ενδέχεται να παραμείνουν στον χρόνο και η όποια επιστροφή στην κανονικότητα θα είναι σταδιακή καθότι οι επιπτώσεις της πανδημίας στις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες είναι βαθιές, μεγάλες σε διάσταση και μακράς διαρκείας».
Η έρευνα πρέπει να συνεχιστεί, τόνισε ο δρ Δαβίλλας, καθώς, ως φαίνεται, βιώνουμε ήδη μια «πανδημία ψυχικής υγείας» μέσα στην πανδημία του SARS-CoV-2 η οποία μας απειλεί με πολλά… μεταπανδημικά απόνερα. Οπως κατέληξε, «ιδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι η μελέτη των μακροπρόθεσμων συνεπειών της πανδημίας στη νέα γενιά, στα παιδιά και στους εφήβους, που επηρεάστηκαν σε σημαντικούς τομείς της κοινωνικής (άμεσα ή/και έμμεσα μέσω του οικογενειακού τους περιβάλλοντος) και μαθησιακής διαδικασίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να εκτιμήσουμε τις μελλοντικές συνέπειες της πανδημίας στη μετέπειτα ενήλικη ζωή τους όσον αφορά τις προοπτικές τους στην αγορά εργασίας, την ποιότητα ζωής και την ευημερία τους. Αυτά τα θέματα αποτελούν σημαντικούς πυλώνες για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη των ατόμων και των χωρών γενικότερα».
Πλήγμα στον
εγκέφαλο
Οι τεράστιες αλλαγές που έχει επιφέρει σε όλα τα επίπεδα η πανδημία του SARS-CoV-2 φαίνεται ότι σε ορισμένα άτομα – ακόμη και όσα δεν «επλήγησαν» άμεσα από την COVID-19 – έχουν αφήσει έντονο το σημάδι τους στον εγκέφαλο προκαλώντας φλεγμονή η οποία μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στην ψυχική υγεία. Αυτό έδειξε μια νέα μελέτη που διεξήχθη από ειδικούς του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης (ΜGH) και δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Brain, Behavior and Immunity».
Οπως σημείωσαν οι ερευνητές, από την αρχή της πανδημίας η συχνότητα εμφάνισης και η αύξηση της έντασης συμπτωμάτων όπως η αγχώδης διαταραχή, η κόπωση και η ομίχλη του εγκεφάλου έχουν πάρει την ανιούσα, ακόμη και σε άτομα που δεν μολύνθηκαν με τον SARS-CoV-2. Προκειμένου λοιπόν να σκιαγραφήσουν την επίδραση της πανδημίας στον εγκέφαλο και στην ψυχική υγεία οι ειδικοί του MGH ανέλυσαν δεδομένα από απεικονίσεις του εγκεφάλου ενώ παράλληλα διεξήγαγαν συμπεριφορικά τεστ και συνέλεξαν δείγματα αίματος από εθελοντές που δεν είχαν νοσήσει με COVID-19 – η διεξαγωγή των τεστ έγινε τόσο πριν όσο και μετά την επιβολή λοκντάουν στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Οπως προέκυψε, μετά τα λοκντάουν, οι συμμετέχοντες εμφάνισαν στον εγκέφαλο αυξημένα επίπεδα δύο δεικτών νευροφλεγμονής – ΤSPO (translocator protein, η οποία μετρήθηκε με χρήση τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων-ΡΕΤ) και μυο-ινοσιτόλη (μετρήθηκε με μαγνητική φασματοσκοπία) – σε σύγκριση με την περίοδο πριν από τα λοκντάουν. Παράλληλα και τα επίπεδα στο αίμα δύο δεικτών φλεγμονής – ιντερλευκίνη-16 και χημειοτακτική πρωτεΐνη των μονοκυττάρων (monocyte chemoattractant protein-1, MCP-1) – εμφανίστηκαν ανεβασμένα στους εθελοντές μετά τα λοκντάουν, αν και σε μικρότερο βαθμό.
Μοριακή
υπογραφή
Μάλιστα, οι συμμετέχοντες που ανέφεραν περισσότερα συμπτώματα τα οποία σχετίζονταν με τη διάθεση αλλά και τη σωματική κόπωση παρουσίαζαν υψηλότερα επίπεδα του TSPO σε ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου σε σύγκριση με όσους ανέφεραν ελάχιστα ή καθόλου τέτοια συμπτώματα. Επίσης, τα υψηλά επίπεδα του TSPO φάνηκε να σχετίζονται με την έκφραση γονιδίων που εμπλέκονται στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.
«Παρότι η έρευνα σχετικά με την COVID-19 εμφανίζει «έκρηξη» στη βιβλιογραφία, η επίδραση που έχουν οι διαταραχές στην κοινωνική ζωή και στο lifestyle στην υγεία του εγκεφάλου των ατόμων που δεν νόσησαν με SARS-CoV-2 παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητη» σημείωσε σε δελτίο Τύπου η πρώτη συγγραφέας της μελέτης Λουντοβίκα Μπρουσαφέρι, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο MGH και στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ και προσέθεσε: «Η μελέτη μας δείχνει πώς η πανδημία έχει επιδράσει στην ανθρώπινη υγεία πέρα από τις άμεσες επιδράσεις που έχει ο ίδιος ο ιός».
Σύμφωνα με τον κύριο συγγραφέα της μελέτης Μάρκο Λότζια, συνδιευθυντή του Κέντρου για τη Νευροαπεικόνιση του Πόνου στο MGH και στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, η αναγνώριση του ρόλου της νευροφλεγμονής στα ψυχικά συμπτώματα που πολλά άτομα εμφανίζουν μέσα στην πανδημία δείχνει τον δρόμο προς την υιοθέτηση στρατηγικών αντιμετώπισης αυτών των συμπτωμάτων. «Για παράδειγμα, συμπεριφορικές παρεμβάσεις όπως η άσκηση ή φαρμακολογικές παρεμβάσεις που μειώνουν τη φλεγμονή ίσως μπορούν να βοηθήσουν στην ανακούφιση πολλών ανθρώπων». Ο δρ Λότζια συμπλήρωσε ότι τα καινούργια ευρήματα ενισχύουν την άποψη ότι στρεσογόνες καταστάσεις όπως η πανδημία συνδέονται με φλεγμονή του εγκεφάλου. «Κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη παρεμβάσεων για πολλές και διαφορετικές διαταραχές του στρες» κατέληξε ο ειδικός.
60%μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης κάποιας ψυχικής διαταραχής διέτρεχαν τα άτομα που νόσησαν με COVID-19 σε σύγκριση με όσα δεν νόσησαν, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη. 10%περίπου αυξήθηκε ο επιπολασμός των ψυχικών διαταραχών στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 2019 (πριν από την πανδημία) ως και τον Απρίλιο του 2020 (κατά τη διάρκεια του πρώτου λοκντάουν).
Διαταραχές… μακράς διαρκείας στους αναρρώσαντες
Αν η πανδημία έχει μεγάλο ψυχικό κόστος για τον καθέναν μας, πόσο είναι άραγε το ψυχικό βάρος που μπορεί να σηκώνουν τα άτομα που έχουν ζήσει την COVID-19 (κυριολεκτικώς) στο πετσί τους; Μεγάλο και μακράς διαρκείας, όπως έδειξε μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στην επιθεώρηση «The British Medical Journal» (BMJ). Με βάση τα ευρήματα της αμερικανικής αυτής μεγάλου εύρους μελέτης, οι αναρρώσαντες από COVID-19 – τόσο αυτοί που νοσηλεύθηκαν, ακόμη όμως και εκείνοι που είχαν σχετικώς ήπια συμπτώματα και δεν χρειάστηκαν νοσηλεία – αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο ψυχικών διαταραχών όπως το άγχος, η κατάθλιψη, η χρήση ουσιών, οι διαταραχές του ύπνου, ακόμη και ένα έτος μετά τη διάγνωσή τους.
Η μελέτη διεξήχθη από ειδικούς του Συστήματος Υγείας του Σεντ Λούις για τους Βετεράνους (VA St. Louis Health Care System) και περιέλαβε σχεδόν 154.000 άτομα που έλαβαν θετική διάγνωση για COVID-19 μεταξύ Μαρτίου 2020 και Ιανουαρίου 2021 (σημειώνεται ότι το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα προηγήθηκε της εμφάνισης των παραλλαγών Ομικρον και Δέλτα καθώς και της ευρείας διάθεσης εμβολίων για τον SARS-CoV-2).
Με χρήση εξελιγμένων στατιστικών μεθόδων οι ερευνητές συνέκριναν τα ιατρικά ιστορικά αυτών των ασθενών με εκείνα περισσότερων από 11 εκατομμυρίων ατόμων τα οποία δεν προσβλήθηκαν από COVID-19 (περίπου τα μισά από τα άτομα της ομάδας ελέγχου εξετάστηκαν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα με τους νοσήσαντες ενώ τα υπόλοιπα πριν από την πανδημία).
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, σε σύγκριση με τα άτομα που δεν μολύνθηκαν με τον SARS-CoV-2, όσα διαγνώστηκαν με COVID-19 αντιμετώπιζαν 60% υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης κάποιας ψυχικής διαταραχής. Συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορούσε επιμέρους ψυχικές διαταραχές κατεγράφη:
l 35% αύξηση του κινδύνου για εμφάνιση αγχώδους διαταραχής στην ομάδα της COVID-19.
l 39% αύξηση του κινδύνου για κατάθλιψη.
l 41% αύξηση του κινδύνου για διαταραχές του ύπνου.
l 76% αύξηση του κινδύνου για χρήση οπιοειδών.
l 20% αύξηση του κινδύνου για χρήση άλλων ναρκωτικών ουσιών.
Ηταν μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ψυχικές διαταραχές εμφάνιζαν όχι μόνο τα άτομα που είχαν νοσήσει με βαριά συμπτώματα με αποτέλεσμα να χρειαστούν νοσηλεία αλλά ακόμη και εκείνα που παρουσίασαν ηπιότερα συμπτώματα και ανέρρωσαν στο σπίτι – και στις δύο ομάδες οι ψυχικές διαταραχές μπορούσαν να διαρκέσουν ακόμη και πολλούς μήνες μετά τη λήξη της οξείας φάσης της νόσου.
Για ποιον λόγο όμως οι αναρρώσαντες από COVID-19 παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο ψυχικών διαταραχών; Οπως εξήγησε σε σχετικό δελτίο Τύπου ο κύριος ερευνητής της νέας μελέτης δρ Ζιγιάντ Αλ-Αλι, επικεφαλής του Κέντρου Κλινικής Επιδημιολογίας και της Υπηρεσίας Ερευνας και Ανάπτυξης του VA St. Louis Health Care System, οι αιτίες δεν έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως. «Είναι πιθανό να λαμβάνουν χώρα στον οργανισμό βιολογικές αλλαγές που επηρεάζουν τον εγκέφαλο. Συγχρόνως όμως και μη βιολογικές αλλαγές όπως η κοινωνική απομόνωση και το τραύμα ίσως παίζουν τον δικό τους ρόλο».
Σε κάθε περίπτωση, με δεδομένο τον τεράστιο αριθμό των ανθρώπων που έχουν ήδη μολυνθεί με τον SARS-Cov-2 (ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, καθημερινά αυξάνεται), ο δρ Αλ-Αλι και οι συνεργάτες του υπογράμμισαν ότι το «αποτύπωμα» της πανδημίας στην ψυχική υγεία θα είναι πολύ μεγάλο παγκοσμίως, για αυτό χρειάζεται συνεχής επαγρύπνηση και έγκαιρη φροντίδα εκατομμυρίων ασθενών. «Είναι πολύ σημαντικό να αντιμετωπίσουμε τώρα το ζήτημα, προτού μετατραπεί σε ακόμη μεγαλύτερη κρίση για τη δημόσια υγεία στο μέλλον» κατέληξε ο επικεφαλής της μελέτης.

