Τα αμαρτωλά μυστικά της Κοκό Σανέλ
Η ιέρεια της μόδας του 20ού αιώνα μεγαλούργησε δημιουργώντας την ενδυματική πρωτοπορία της εποχής τής τζαζ και στιγματίστηκε από τη συνεργασία με τους Ναζί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
«Coquette», «ερωμένη», υποστήριζε η ίδια ότι ήταν η λέξη που έδωσε τη συντομογραφία «Coco» με την οποία έγινε πασίγνωστη. «Cocotte», «εταίρα», αντέτειναν οι κακές γλώσσες, θα ήταν πιο κοντά στην πραγματικότητα. Είτε έτσι είτε αλλιώς, η Κοκό Σανέλ υπήρξε εμπνευσμένη σχεδιάστρια, άμετρα φιλόδοξη, αδίστακτη επιχειρηματίας, άστατη ερωμένη, κυνική υπολογίστρια. Γεννημένη στο Σομίρ το 1883 ως Γκαμπριέλ Μπονέρ Σανέλ, κόρη ενός πωλητή λαϊκής αγοράς και μιας πλύστρας, αναρριχήθηκε ολόκληρη την κλίμακα της γαλλικής κοινωνίας ξεκινώντας από το μηδέν. Η μητέρα της πέθανε από φυματίωση όταν εκείνη ήταν σε ηλικία 12 ετών, ο πατέρας της εγκατέλειψε τα πέντε του παιδιά, με αποτέλεσμα οι τρεις κόρες και οι δύο γιοι του να διασπαρούν μεταξύ συγγενών και ορφανοτροφείων. Μεγάλωσε στο καθολικό ορφανοτροφείο του μοναστηριού Ομπαζίν, όπου διδάχθηκε τις τέχνες της ραπτικής και της επιβίωσης. Οταν ενηλικιώθηκε, πέρασε γρήγορα από το τραγούδι σε καμπαρέ στη συνοδεία κυρίων. Χρηματοδοτήθηκε για την πρώτη της επιχειρηματική δραστηριότητα από έναν εραστή της και βρέθηκε στο Παρίσι της δεκαετίας του 1920, μια ξέφρενη μητρόπολη, όπου μεσουρανούσαν ο Πάμπλο Πικάσο και ο Αμεντέο Μοντιλιάνι, ο Μορίς Ραβέλ και ο Ιγκόρ Στραβίνσκι, ο Αντρέ Ζιντ και ο Φρανσουά Μοριάκ, ο Ερνεστ Χεμινγκγουέι και ο Χένρι Μίλερ. Ανάμεσα σε αυτόν τον γαλαξία αστέρων η λάμψη μιας νέας ιέρειας της μόδας μπορεί να μην ήταν εκτυφλωτική, εξέπεμπε όμως τη δική της ακτινοβολία. Οι κύκλοι που αναζητούσαν «ένα κοκτέιλ και δύο Κοκτό» εκτιμούσαν το σκώμμα και τη φαρμακερή της γλώσσα. Η συμβατική γαλλική κοινωνία τής απέστρεφε την όψη, όπως σε κάθε «γυναίκα του ημικόσμου», αυτό όμως δεν την έβλαπτε. Εκείνο που κηλίδωσε την καριέρα και τη μεταθανάτια φήμη της, όπως απέδειξε ο βιογράφος της Χαλ Βον στο «Sleeping with the Enemy. Coco Chanel’s Secret War» (εκδ. Knopf), ήταν η πολιτεία της στα χρόνια της Κατοχής.
Και µε τον Τσόρτσιλ και µε την Αµπβερ
Εως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ζωή της Σανέλ υπήρξε μια διαδοχή εραστών, επιδεικτικής κατανάλωσης και συναναστροφής της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας. Πλούσιοι άνδρες όπως ο Ετιέν Μπαλσάν, ο Αρθουρ «Μπόι» Κάπελ, ο Μέγας Δούκας Ντμίτρι Πάβλοβιτς Ρομάνοφ της Ρωσίας, ο Β’ Δούκας του Γουεστμίνστερ εναλλάσσονταν με ποιητές όπως ο Πιερ Ρεβερντί και ντιζάινερ όπως ο Πολ Ιρίμπ. Διαμάντια, έργα τέχνης και σπίτια τής δωρίζονταν σε τακτική βάση και η οικονομική της επιφάνεια έφτανε ώστε να εγγυάται προσωπικά το νέο ανέβασμα της παράστασης «Η ιεροτελεστία της Ανοιξης» του Στραβίνσκι από τα Ballets Russes του Σεργκέι Ντιάγκιλεφ με 300.000 φράγκα. Συνεργαζόταν με τον Ζαν Κοκτό, συγχρωτιζόταν με τον Σαλβαντόρ Νταλί, διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Γουίνστον Τσόρτσιλ. Η απόφασή της να αναστείλει τη λειτουργία της επιχείρησής της απολύοντας 4.000 υπαλλήλους το 1939 με το σκεπτικό ότι ο πόλεμος δεν ευνοεί τη μόδα είχε, κατά τον Βον, πολιτικές προεκτάσεις που σχετίζονταν περισσότερο με την πρόθεσή της να εκδικηθεί τις πρωτεργάτριες της συμμετοχής στη γενική απεργία του 1936.
Η ήττα της Γαλλίας το 1940 δεν είχε σπουδαίες συνέπειες για την ίδια. Φρόντισε να μετακομίσει από την οικία της στο περιώνυμο ξενοδοχείο Ritz, όπου οι ανέσεις δεν θα έλειπαν από τους ενοίκους ακόμα και όταν αυτό αναγκάστηκε να λειτουργήσει μόλις με το ένα τέταρτο του προπολεμικού του προσωπικού. Τα καμπαρέ και τα νάιτ κλαμπ συνέχισαν να ανθούν στο Παρίσι, με μόνη διαφορά τις γερμανικές στολές στα τραπέζια του Maxim’s. Η Κατοχή θα απέβαινε φιλική προς τη Σανέλ από τη στιγμή που στους διαδρόμους του ξενοδοχείου θα συναντούσε άλλον έναν γοητευτικό εραστή – τον 45χρονο αριστοκράτη Χανς Γκίντερ φον Ντινκλάγκε, διαπιστευμένο μέλος της γερμανικής πρεσβείας και έμπειρο κατάσκοπο της Αμπβερ, της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών. Το νέο ζεύγος σύχναζε στα πολυτελή δείπνα που ο γαλλόφιλος πρεσβευτής των Ναζί στην κυβέρνηση του Βισύ, Οτο Αμπετς, παρέθετε στην αφρόκρεμα της κατοχικής κοινωνίας. Ενθουσιώδης αυτόπτης μάρτυράς τους η Ζοζέ Λαβάλ, κόρη του δωσίλογου πρωθυπουργού Πιερ Λαβάλ που εκτελέστηκε επί εσχάτη προδοσία τo 1944: «Η σαμπάνια έρρεε και οι γερμανοί αξιωματικοί, με υπέροχες στολές και λευκές γραβάτες, μιλούσαν μόνο γαλλικά. Η κοινωνική ζωή είχε επιστρέψει, με τους φίλους μας και τους νέους φιλοξενούμενούς μας, τους Γερμανούς». Οι «νέοι φιλοξενούμενοι» είχαν ομολογουμένως ορισμένες κακές συνήθειες: εκτελούσαν αντιστασιακούς και εκτόπιζαν Εβραίους στα στρατόπεδα θανάτου. Ωστόσο, για την κυνική Κοκό αυτά μάλλον δεν μετρούσαν ως μειονεκτήματα. Μετά τη συνθηκολόγηση της χώρας είχε γνωματεύσει εις επήκοον διαφόρων, σύμφωνα με τον Βον, πως «η Γαλλία είχε λάβει ό,τι της άξιζε», ενώ η μακρά της συνύπαρξη με διακεκριμένους αντισημίτες όπως ο B’ Δούκας του Γουεστμίνστερ και ο Πολ Ιρίμπ δεν ήταν τυχαία. Εξ ου και στα τέλη του 1941 αποπειράθηκε να εκμεταλλευθεί τη ναζιστική αντισημιτική νομοθεσία που επέβαλλε την ουσιαστική απαλλοτρίωση των εβραϊκών περιουσιών από άρειους μεσεγγυούχους προκειμένου να ακυρώσει την πώληση του κλάδου των αρωμάτων της το 1924 στους γαλλοεβραίους επιχειρηματίες Πιερ και Πολ Βερτχάιμερ. Ωστόσο, η προσπάθειά της δεν καρποφόρησε και σύντομα χρειάστηκε να στρέψει την προσοχή της αλλού: στην απελευθέρωση του ανιψιού της Αντρέ Παλάς, αιχμαλώτου πολέμου των Γερμανών, και στη φημολογούμενη απόσπαση του εραστή της εκτός Γαλλίας. Για να εξασφαλίσει την απόλυση του πρώτου συμφώνησε να ενταχθεί στους κόλπους της Αμπβερ. Για να σιγουρέψει την παραμονή του δευτέρου συνέλαβε την ιδέα να προτείνει στον Γουίνστον Τσόρτσιλ ειρήνη με τη Γερμανία.
Σύμφωνα με τα αρχεία της Αμπβερ στο Βερολίνο που επικαλείται ο Βον, η Κοκό εμφανίζεται με τον αριθμό F-7124 και το κωδικό όνομα «Γουεστμίνστερ». Αγνωστο αν πρόκειται για τυχαία έμπνευση που σχετιζόταν με τη μελλοντική αποστολή της ή η ίδια η 60χρονη Σανέλ είχε επιλέξει το όνομα του πρώην εραστή της ως συνθηματικό για τη δραστηριότητα που θα διασφάλιζε την ευημερία του νυν. Εκείνο που υποσχόταν στον ανώτατο αξιωματούχο των SS Βάλτερ Σέλενμπεργκ ήταν να παρέμβει προκειμένου να φτάσει στα χέρια του πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας ένα εμπιστευτικό μήνυμα: στελέχη του καθεστώτος ήταν πρόθυμα να ξεφορτωθούν τον Χίτλερ και να συνθηκολογήσουν χωριστά με τους δυτικούς συμμάχους. Σέλενμπεργκ και Σανέλ συναντήθηκαν στο Βερολίνο στα τέλη του 1943 ή στις αρχές του 1944 οργανώνοντας την επιχείρηση «Modellhut»: μια βρετανίδα επιστήθια φίλη της Κοκό, σύζυγος διακεκριμένου ιταλού φασίστα, θα μετέβαινε στη Μαδρίτη και θα έκανε την αρχική επαφή με άλλους φίλους της, υψηλούς επιτετραμμένους της εκεί αγγλικής πρεσβείας. Ως ενδιάμεσος μεταξύ των μερών, ο Χανς Γκίντερ φον Ντινκλάγκε όφειλε να παραμείνει στο πλευρό της Σανέλ, μακριά από ανεπιθύμητες μεταθέσεις. Το σχέδιο στην καλύτερη περίπτωση ήταν ευσεβής πόθος: στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο οι Σύμμαχοι δεν θα δέχονταν τίποτε λιγότερο από παράδοση άνευ όρων. Κανείς ωστόσο δεν θα μπορούσε να προβλέψει ότι άμα τη αφίξει της στην ισπανική πρωτεύουσα η φίλη της Σανέλ θα έσπευδε να την καταγγείλει ως πράκτορα των Γερμανών. Η επιχείρηση κατέρρευσε πανηγυρικά και τα SS διέκοψαν πάραυτα κάθε δεσμό μαζί της.
Ξεγλιστρώντας από την épuration
Στις 24 Αυγούστου 1944 τα συμμαχικά στρατεύματα εισήλθαν στο Παρίσι. Ο Ντινκλάγκε είχε σπεύσει να εξαφανιστεί. Θα ξαναβρισκόταν αργότερα με την Κοκό στην ουδέτερη Ελβετία ζώντας μαζί της στη Λωζάννη και στο Νταβός, όμως στο μεταξύ εκείνη θα αντιμετώπιζε μόνη της τη λεγόμενη «épuration». H «κάθαρση» των δωσιλόγων δεν ήταν απλή υπόθεση: υπολογίζεται ότι 40.000 έως 60.000 «collabos» εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες τις πρώτες ημέρες μετά την αποχώρηση των Γερμανών, ενώ περίπου 160.287 επίσημες δίκες οδήγησαν σε 7.037 θανατικές καταδίκες και 1.500 εκτελέσεις στη συνέχεια. Αμέσως μετά την απελευθέρωση η Σανέλ ανακρίθηκε από τις αντιστασιακές δυνάμεις. Το ελάχιστο που θα μπορούσαν να της προσάψουν ήταν «οριζόντια συνεργασία» με τους κατακτητές. Διαπομπεύσεις γυναικών με ξυρισμένα κεφάλια και ζωγραφισμένες σβάστικες αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο. Εκείνη το απέφυγε. Δεν απέφυγε όμως την κλήτευση από τον δικαστή Ροζέ Σερ τον Μάιο του 1946 με την κατηγορία της κατασκοπείας. Βολικά, ίσως, ο συγκεκριμένος φάκελος απουσιάζει από τα δικαστικά αρχεία. Σύμφωνα με τον Βον κλήθηκε επανειλημμένα από τις Aρχές και διασώζεται μεταγενέστερη κατάθεσή της σε άλλον δικαστή όπου, όταν της επισημάνθηκε η εγγραφή της στις λίστες πρακτόρων της Αμπβερ, δήλωσε άγνοια για όλα: «Δεν είχα ποτέ επίγνωση της καταγραφής μου σε γερμανική υπηρεσία και διαμαρτύρομαι με αγανάκτηση ενάντια σε έναν τέτοιο παραλογισμό». Δεν ερωτήθηκε για τη σχέση της με τον Ντινκλάγκε, δεν της απαγγέλθηκαν κατηγορίες. Οταν αργότερα φρόντισε γενναιόδωρα για τη νοσηλεία και τα έξοδα κηδείας του άπορου πλέον Σέλενμπεργκ το 1952, η επίσημη δικαιολογία κύκλων της οικογένειάς του ήταν ότι ο γερμανός αξιωματικός «την είχε βοηθήσει, όπως και άλλους από τον χώρο της μόδας, στη διάρκεια του πολέμου». Εικασία του Βον είναι ότι με αυτόν τον τρόπο εξαγοράστηκε η εξάλειψη του ονόματος «Σανέλ» από τα απομνημονεύματα του Σέλενμπεργκ που δημοσιεύθηκαν μεταθανάτια.
Μεθοδικά, σταδιακά, η Κοκό ανέκτησε μετά τον πόλεμο τη θέση της στο στερέωμα της παγκόσμιας μόδας. Η επιστροφή της το 1954 δεν συγκίνησε τον γαλλικό Τύπο («τα φορέματά της είναι για καθαρίστριες γραφείων» έγραψε η παρισινή εφημερίδα «Combat»), αναγνωρίστηκε όμως από τον αμερικανικό («η Σανέλ έχει επηρεάσει όλες τις σύγχρονες κολεξιόν» απάντησε το «Life»). Την ίδια ένδειξη σεβασμού γνώρισε και από τον Πιερ Βερτχάιμερ, αδελφό του Πολ, παρά το ότι για εκείνη θα παρέμενε πάντα «ο ληστής που με «πήδηξε»», όπως γράφει στο βιβλίο του «The Secret of Chanel No. 5: The Intimate History of the World’s Most Famous Perfume» (εκδ. Harper) o Τιλάρ Ματσέο: «Θέλω να συνεχίσω και να νικήσω» του είπε τότε, καθώς αυτός τη συνόδευε προς το Ritz. «Καλά κάνεις και συνεχίζεις» απάντησε εκείνος. Ισως η τότε μεταξύ τους συμφωνία για την οριστική διευθέτηση της κυριότητας των Parfums Chanel, κατά την οποία ο Πολ θα πλήρωνε όλα της τα έξοδα εφ’ όρου ζωής, να είχε απαλύνει το μένος της. Οπωσδήποτε, η Κοκό δεν είχε πει ακόμη την τελευταία της λέξη – και μια καλή ιδέα για το ποια ήταν αυτή μπορεί να πάρει κανείς από το εντυπωσιακό πρόσφατο λεύκωμα «Chanel: The Impossible Collection» (εκδ. Assouline, αποκλειστικοί εισαγωγείς για την Ελλάδα, Βέτα και Λώρα Τσουκαλά, VST) με περισσότερες από 100 εμβληματικές δημιουργίες της. Εμελλε ακόμη να ντύσει την Τζάκι Κένεντι με τα διάσημα ταγέρ της (δικό της ήταν εκείνο το σύνολο στο Ντάλας την ημέρα της δολοφονίας του JFK), τη Ζαν Μορό, την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, τη Μέριλιν Μονρόε – κατά δήλωση της οποίας το Νο 5 ήταν το μόνο πράγμα που φορούσε στο κρεβάτι της. Εφυγε από τη ζωή στις 10 Ιανουαρίου 1971, έναν χρόνο προτού μια βιογραφία της επαναφέρει στη δημοσιότητα τη σκοτεινή πολιτεία της στην Κατοχή και θέσει εν αμφιβόλω τη ρήση του Αντρέ Μαλρό: «Από τον αιώνα αυτόν, τρία ονόματα θα επιζήσουν στη Γαλλία: Ντε Γκωλ, Πικάσο, Σανέλ».

