Ενα τραγούδι που έγραψε ο Μίλτος Πασχαλίδης (στίχοι και μουσική) και το ερμήνευσε ο ίδιος στον δίσκο του 2001 «Βυθισμένες άγκυρες».
Το τραγούδι – όπως ίσως προδίδει ο τίτλος του – είναι γραμμένο για τη Λιλή Ζωγράφου. «Συβαρίτισσα» λεγόταν το βιβλίο της Ζωγράφου που εκδόθηκε το 1987 και πρόκειται για ένα μάλλον αυτοβιογραφικό βιβλίο.
Ο Μίλτος Πασχαλίδης μάς αφηγήθηκε την ιστορία του τραγουδιού:
«Με τη Λιλή Ζωγράφου αναπτύξαμε μια φιλική σχέση δύο χρόνια πριν τον θάνατό της. Παρακολουθούσε τους Χαΐνηδες, το συγκρότημα που είχαμε φτιάξει στην Κρήτη, και της άρεσαν πολύ τα τραγούδια μας. Επιζητούσε να κάνουμε παρέα. Περνούσαμε πολλές ώρες κουβεντιάζοντας και έμαθα πολλά για τη μυθιστορηματική ζωή της. Αυτά που έχει γράψει στα βιβλία της είναι ένα μικρό μόνο ποσοστό από εκείνα που έχει πραγματικά ζήσει.
Κάποιο βράδυ ήμασταν σε ένα ρακάδικο στο Ηράκλειο και της τραγουδούσα τον «Ερωτόκριτο» με ένα μαντολίνο. Εκείνη έπινε ρακί και κάπνιζε κάτι slim τσιγάρα, βρίζοντας τον γιατρό της που της είχε απαγορέψει τα βαριά τσιγάρα και το βαρύ αλκοόλ. Ελεγε χαριτολογώντας: «Φαντάσου να μου κόψει και το sex».  Ηταν κοντά στα ογδόντα…
Την πήγα σπίτι της εκείνο το βράδυ, και το επόμενο πρωί μού τηλεφώνησε μια φίλη, γιατρός από το νοσοκομείο του Ηρακλείου, και με ρώτησε αν είχα δει τη Λιλή τελευταία. Της είπα πως την είχα δει το προηγούμενο βράδυ και ήταν πολύ καλά. Η Λιλή είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο με εγκεφαλικό. Ταράχτηκα πολύ, κάθισα και έγραψα το τραγούδι, και είναι από τις ελάχιστες φορές που δεν έχω αλλάξει ούτε λέξη από την πρώτη γραφή ενός τραγουδιού. Το τραγούδι δεν το άκουσε ποτέ, έφυγε μετά από δεκαπέντε μέρες. Εικάζω πως μπορεί να ήμουν ο τελευταίος που την είδε ζωντανή – εννοώ πριν το εγκεφαλικό».
 Για την ιστορία, οι Συβαρίτες ήταν κάτοικοι της αρχαίας ελληνικής αποικίας Σύβαρις στην Κάτω Ιταλία. Οι κάτοικοί της είχαν τη φήμη ανθρώπων με ιδιαίτερη ροπή προς τη χλιδή, την ευδαιμονία και τις παντός είδους απολαύσεις.
Αργότερα δημιουργήθηκε ο όρος «συβαριτισμός» για να περιγράψει την καλή ζωή, τη φιληδονία και την πολυτέλεια, αλλά και τη μαλθακότητα λόγω της υπερβολής στην απόλαυση.