Η Ελλάδα πέρασε τη βαθύτερη και μακρύτερη κρίση που καταγράφηκε στον δυτικό κόσμο, από την οποία βγαίνει χωρίς ουσιαστικές αλλαγές επί τα βελτίω στη δομή της οικονομίας. Η παραγωγή των επιχειρήσεων μειώθηκε και μετατοπίστηκε σε προϊόντα χαμηλότερης προστιθέμενης αξίας, ο επενδυτικός ρυθμός αδυνάτισε, η έρευνα και ανάπτυξη έμειναν πρακτικά στο μηδέν και ένα μεγάλο μέρος του διανοητικού κεφαλαίου ή αργεί ή έφυγε στο εξωτερικό.

Μπαίνουμε σε μια νέα εποχή. Εποχή κινητοποίησης των παραγωγικών δυνατοτήτων και συστράτευσης ικανοτήτων για να φτάσει η χώρα στην αναπτυξιακή δυναμική που της αξίζει. Το εγχείρημα είναι απλό στην περιγραφή του, και εκατοντάδες παραλλαγές του έχουν διατυπωθεί. Η υλοποίησή του όμως έχει αποδειχθεί δύσκολη μέχρι τώρα. Σαν κάποιο αόρατο χέρι να εμποδίζει όλες τις θετικές δυνάμεις να συντονιστούν προς το καλό.

Η οικονομία πάσχει από τρεις αλληλένδετες συστημικές ασθένειες: ακριβό κόστος χρήματος, αρνητική αποταμίευση με χαμηλές καταθέσεις και ανυπαρξία θεσμικών κεφαλαίων. Ο συνδυασμός των τριών οδηγεί στην αδυναμία συσσώρευσης κεφαλαίου, το οποίο είναι απαραίτητο για να τροφοδοτήσει διατηρήσιμη ανάπτυξη.

Στην διάρκεια της κρίσης η οριακή αποταμίευση έγινε αρνητική και οι καταθέσεις μειώθηκαν κατά 50%. Η απώλεια του διαθέσιμου εισοδήματος που ακολούθησε τη συμπίεση της οικονομικής δραστηριότητας εξηγεί το πρώτο. Η αρνητική αποταμίευση μαζί με τη μεταφορά καταθέσεων εκτός τραπεζικού συστήματος εξηγούν το δεύτερο. Αυτό το κενό κεφαλαίου παραμένει ακόμη.

Η υποχρεωτική αποταμίευση με τη μορφή των ασφαλιστικών εισφορών αποδείχθηκε ασύμβατη με τις συντάξεις που δίνονταν και δίνονται, αλλά και σε μεγάλο βαθμό εξαϋλώθηκε με το PSI χάρις στην, κατά τον νόμο, λανθασμένη επενδυτική στρατηγική. Το κακοφορμισμένο συνταξιοδοτικό σύστημα κατέρρευσε αποστερώντας από τη χώρα τον δεύτερο μηχανισμό χρηματοδότησης της οικονομίας.

Η Κύπρος, η Μάλτα, το Λουξεμβούργο με το χαλαρό φορολογικό τους πλαίσιο προσελκύουν δυσανάλογα πολλές διεθνείς καταθέσεις. Η Γερμανία με τις εξαγωγές και η Νορβηγία με το πετρέλαιο έχουν γιγαντιαία εμπορικά πλεονάσματα. Η Ελλάδα δεν έχει ούτε το ένα ούτε το άλλο και αδυνατεί να προσελκύσει διεθνή κεφάλαια σε ποσότητες που να δημιουργούν επενδυτικό κύμα. Η αδυναμία συσσώρευσης κεφαλαίου εσωτερικά και εξωτερικά οδήγησε από το 2009 ως σήμερα τις επενδύσεις στο μισό του ευρωπαϊκού μέσου ρυθμού και τις κρατά σε αυτό το επίπεδο. Η συστηματική αποεπένδυση φρενάρισε τεχνολογικά την οικονομία και υπονόμευσε την ανταγωνιστικότητα. Δυστυχώς οι εξυγιαντικές μεταρρυθμίσεις, η μείωση των φόρων και τα επενδυτικά κίνητρα από μόνα τους δεν επαρκούν για να διογκώσουν γρήγορα τα κεφάλαια της οικονομίας. Χρειάζεται μια νέα στρατηγική και μια σειρά από άμεσες πολιτικές για να ξαναρχίσει η συσσώρευση κεφαλαίου και γνώσης για να ξαναγίνει η χώρα ανταγωνιστική.

Η μείωση του κόστους χρήματος και η σταδιακή αύξηση της διαθεσιμότητας κεφαλαίου αποτελούν τα θεμέλια της επανεκκίνησης. Ηδη έχει ξεκινήσει η ενίσχυση της εμπιστοσύνης προς τη χώρα και την οικονομία εσωτερικά και εξωτερικά, το re-engineering του τραπεζικού συστήματος ώστε να επανέλθουν καταθέτες και επενδυτές και η ανάταξη του συνταξιοδοτικού συστήματος ώστε να αποτελέσει σε βάθος χρόνου μηχανισμό χρηματοδότησης της οικονομίας.

Για να ξαναπάρει όμως εμπρός η οικονομία, χρειάζεται άμεση ένεση κεφαλαίων αλλά και αύξηση της δυνατότητας άντλησης κεφαλαίων συνεχώς στο μέλλον:

l      ταχείς επενδύσεις μεγάλης κλίμακας σε φυσικές και «μαλακές» υποδομές, οι οποίες μπορούν να φτάσουν τα €24 δισ. μέσα στα επόμενα επτά χρόνια,

l      κίνητρα για την αύξηση του μεγέθους και της διασυνδεσιμότητας της μεσαίας ελληνικής επιχείρησης,

l      δημιουργία ενός χρηματοδοτικού οικοσυστήματος για την τοποθέτηση κεφαλαίων σε νεοφυείς επιχειρήσεις καθώς εξελίσσονται (multi stage funding),

l      σύσταση εισηγμένου στο ΧΑ κεφαλαίου για ΜΜΕ,

l      ευθυγράμμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων με τις ανάγκες μιας τεχνολογικά απαιτητικής και γρήγορα αναπτυσσόμενης οικονομίας.

Σε αυτή την πορεία ανάπτυξης οι αντιστάσεις, οι οποίες συνήθως παίρνουν πολιτική μορφή, είναι τρεις: διάσωση των όποιων κεκτημένων, αδυναμία μακροπρόθεσμου διαβουλευτικού σχεδιασμού και χαμηλή επιχειρηματική κινητοποίηση.

Για να γίνουν επενδύσεις και να τροφοδοτηθεί η αναπτυξιακή δυναμική, πρέπει να υπάρξει συσσώρευση κεφαλαίου και γνώσης και μετακίνηση αντιλήψεων. Η κυβέρνηση πρέπει να υλοποιήσει όλη τη συστάδα πολιτικών, αντιμετωπίζοντας τις αντιστάσεις με πιθανό πολιτικό κόστος, αλλιώς δεν θα μπορέσει η χώρα να μπει γρήγορα σε αναπτυξιακή τροχιά και να διαμορφώσει έναν νέο ρόλο της στην παγκόσμια σκηνή. Η πετυχημένη παρουσία της Ελλάδας στην e-εποχή περνά όχι μόνο μέσα από νέες πολιτικές αλλά και από την αλλαγή κουλτούρας, που δυστυχώς η κρίση στρέβλωσε περισσότερο.

 

Ο κ. Κώστας Μητρόπουλος
είναι πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Attica Bank.