Συντονισμός δημοσιονομικής και πιστωτικής πολιτικής
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Η υφεσιακή διαταραχή που προκάλεσε η πανδημία του νέου κορωνοϊού στην ευρωπαϊκή και στην παγκόσμια οικονομία βρήκε τη χώρα μας σε φάση ανάνηψης από την προηγούμενη, σχεδόν δεκαετή κρίση. Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να οριστεί ως μία σημαντική απειλή για τη χώρα. Η ποιότητα, ωστόσο, της αντίδρασης της οικονομικής πολιτικής, της δημόσιας διοίκησης και της επιχειρηματικής τάξης σε αυτή την πρόκληση δύναται να την καταστήσει ευκαιρία.
Η εμπειρία της χώρας του πρώτους έξι μήνες του έτους συνοψίζεται γύρω από τρεις άξονες:
1. Την αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού μέσω της έγκαιρης εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων, η οποία απέτρεψε μια σοβαρή υγειονομική κρίση στη χώρα μας. Αν και οι περιορισμοί είχαν αρνητικό αντίκτυπο στο ΑΕΠ του πρώτου τριμήνου, το οποίο κατέγραψε πτώση κατά 0,9%, σε ετήσια βάση, είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό ότι η οικονομική δραστηριότητα στη χώρα μας επέδειξε μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε σχέση με την ευρωζώνη, όπου συρρικνώθηκε κατά 3,2%. Η καλύτερη επίδοση της Ελλάδας σε σχέση με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης αποδίδεται πιθανότατα σε τρεις απροσδόκητες θετικές εξελίξεις: την καλή λειτουργία της κρατικής μηχανής για την κάμψη της επιδημικής καμπύλης, τη ραγδαία προσαρμογή στην ψηφιακή οικονομία, τόσο της ιδιωτικής όσο και της δημόσιας σφαίρας, και κυρίως την αναπάντεχη δυνατότητα να μοιράσει χρήμα ένα κράτος που έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη στη διάρκεια της προηγούμενης κρίσης να σαρώνει τα αποθεματικά των οργανισμών για να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.
2. Την αξιοποίηση – έναντι αγορών και εταίρων – της δημοσιονομικής πειθαρχίας με τη σώρευση ενός ισχυρού αποθεματικού ασφαλείας και τη βελτίωση του profile του δημόσιου χρέους, το οποίο χαρακτηρίζεται από μακρά μέση ληκτότητα, και μάλιστα ενισχύθηκε με τη συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
3. Την κατανόηση, ίσως για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό επίπεδο και σε αυτόν τον βαθμό, ότι η Ελλάδα συνιστά ένα αποτελεσματικό ευρωπαϊκό σύνορο έναντι των εξ Ανατολών μεταναστευτικών ροών.
Πώς θα αποκλειστεί το «L» στην τρέχουσα ύφεση; Το εύλογο ερώτημα βέβαια αφορά το οικονομικό κόστος που θα πληρώσει η Ελλάδα εξαιτίας των δίμηνων και πλέον περιοριστικών μέτρων και κυρίως εξαιτίας των μειωμένων εισοδημάτων και του φόβου των πολιτών των άλλων χωρών. Ισχυρότερη επίπτωση αναμένεται στο δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, καθώς τότε ίσχυσαν για μεγαλύτερο διάστημα τα περιοριστικά μέτρα. Για την Ελλάδα, όμως, το τρίτο τρίμηνο είναι το κρισιμότερο όλων. Στην περίοδο αυτή συγκεντρώνεται σχεδόν το 60% των ετήσιων εισπράξεων από τον τουρισμό. Μια σταδιακή αλλά αργή χαλάρωση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης συνεπάγεται ότι οι οικονομίες που βασίζονται περισσότερο σε μεταφορές και τουρισμό θα πληγούν.
Η ύφεση του 2020 είναι διαφορετική. Είναι πολύ δύσκολο να λάβει τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης, δηλαδή να είναι σχήματος «L», και να οδηγήσει σε μόνιμη απόκλιση του ρυθμού μεγέθυνσης από την προ κρίσεως τάση του. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει η οικονομία να δεχτεί μία ακολουθία παράγωγων διαταραχών, όπως συνέβη το 2009, όταν μετά το αρχικό σοκ η κρίση δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, σε συνδυασμό με τη συσταλτική δημοσιονομική πολιτική, οδήγησε σε κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας και άνοδο του ληξιπρόθεσμου ιδιωτικού χρέους. Υψηλά ασφάλιστρα κινδύνου και αδύναμη ενεργός ζήτηση οδήγησαν σε δομική βλάβη στην πλευρά της προσφοράς. Οι μειωμένες επενδύσεις αποδυνάμωσαν το κεφάλαιο της χώρας.
Στην τρέχουσα κρίση τούτο είναι δύσκολο να συμβεί, αφενός γιατί το περιβάλλον είναι πλέον διαφορετικό και αφετέρου διότι ήδη διαμορφώνεται μια πολύ πιο πειστική γραμμή άμυνας από τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης, τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και την πιστωτική πολιτική του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Στην τρέχουσα συγκυρία, η δημοσιονομική πολιτική είναι ιδιαίτερα επεκτατική, το ελληνικό Δημόσιο έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στις αγορές και η πιστωτική επέκταση θα συνεχιστεί, σε αντίθεση με την προηγούμενη κρίση, καθώς κεφάλαια υπό μορφή εγγυήσεων προσφέρονται για τη δημιουργία σημαντικής μόχλευσης. Η επιτυχής υγειονομική διαχείριση έχει προσδώσει σημαντικά οφέλη στο brand name της χώρας, σε αντίθεση με το αρνητικό κλίμα της περιόδου 2008-2010. Τέλος, σήμερα έχουμε πολιτική σταθερότητα και ομοθυμία για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης σε σχέση με την προ δεκαετίας πολιτική πόλωση.
Τι μας διδάσκει λοιπόν η εμπειρία της προηγούμενης κρίσης;
Πρώτον, ότι πρέπει να αποτραπεί η ακολουθία των παράγωγων διαταραχών και, δεύτερον, να στηριχτεί η πλευρά της προσφoράς με ενίσχυση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας.
Το πρώτο σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρξει υγιής επιχείρηση που θα υποχρεωθεί σε παύση δραστηριοτήτων. Τα συνολικά μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση έως τώρα ύψους 13% του ΑΕΠ της χώρας αποτελούν ισχυρό αντίβαρο, στηρίζοντας το διαθέσιμο εισόδημα και την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Παράλληλα, ρυθμίζεται το «σοκ ρευστότητας» στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων. Πρόκειται για ένα μωσαϊκό μέτρων που αποσκοπεί στον μετριασμό των επιπτώσεων της διαταραχής ζήτησης τουριστικών και μεταφορικών υπηρεσιών εξαιτίας των ταξιδιωτικών περιορισμών και του φόβου μετάδοσης του ιού. Και σε μικρότερο βαθμό της διαταραχής προσφοράς λόγω της μειωμένης δυναμικότητας των ξενοδοχείων ως αποτέλεσμα του lockdown και του αυξημένου κόστους που συνεπάγονται τα υγειονομικά πρωτόκολλα.
Ο ρόλος των ελληνικών τραπεζών είναι καθοριστικής σημασίας – μέσω του επαναπροσδιορισμού της πιστωτικής πολιτικής τους – για την επιτυχή προσπάθεια στήριξης των ελληνικών επιχειρήσεων και την άμβλυνση των επιπτώσεων της κρίσης.
Επιπλέον, με βάση το δεύτερο δίδαγμα από την προηγούμενη κρίση, απαιτείται να δοθεί ένα τέλος στην αποεπένδυση της ελληνικής οικονομίας. Τα κεφάλαια που είναι διαθέσιμα από το νέο ΕΣΠΑ 2021-2027 σε συνδυασμό με τη νέα ευρωπαϊκή πρόταση «Next Generation EU», που προβλέπει για την Ελλάδα 22,5 δισ. ευρώ με τη μορφή επιχορήγησης και 9,5 δισ. ευρώ με τη μορφή δανείων, δίνουν τη δυνατότητα μετατροπής της κρίσης σε ευκαιρία. Η διαχείριση αυτών των πόρων με «λογισμό και όραμα» οφείλει να υπερβεί τις παθογένειες του παρελθόντος, τόσο στο πεδίο της απορρόφησης όσο και σε αυτό της στρατηγικής διοχέτευσης των πόρων, με στόχο τη δημιουργία νέου πλούτου και την υλοποίηση ενός μεταρρυθμιστικού σχεδίου. Ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος είναι και σε αυτό το σημείο κομβικός. Η διαμόρφωση μιας δυναμικής και παράλληλα συνετής πιστωτικής πολιτικής μπορεί να βοηθήσει το κράτος όχι μόνο στη βέλτιστη χρήση αυτών των πόρων, αλλά, τελικά, στον σχηματισμό μιας ισχυρής, καινοτόμου και δυναμικής επιχειρηματικής τάξης με επενδυτικό και εξαγωγικό προσανατολισμό, που θα έρθει να αμφισβητήσει το οικονομικό status quo της Ελλάδας.
*Ο κ. Παναγιώτης Καπόπουλος είναι Chief Economist της Alpha Bank.

