Η συνταγματική αναθεώρηση, που εξαγγέλλεται μέσα σε περιβάλλον ακραίας πόλωσης των κύριων πολιτικών δυνάμεων της χώρας, είναι πολύ σοβαρό θέμα για να αφεθεί μόνο στα χέρια των πολιτικών, όλως εξιδιασμένως κατά το τμήμα της που αφορά τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας. Και τούτο, διότι οι πολιτικοί όλων των κομμάτων, με ελάχιστες εξαιρέσεις, που επαληθεύουν απλώς τον κανόνα, έχουν πλήρη άγνοια των σχετικών ζητημάτων.
Παρότι δεν έχω πεισθεί ότι πρόκειται να υπάρξει τελικώς καμία αλλαγή στο πεδίο αυτών των σχέσεων, όπως άλλωστε συνέβη και στις προηγούμενες αναθεωρήσεις, κρίνω ότι πρέπει να καταθέσω, αυτή την ώρα, την προσωπική επιστημονική μου άποψη για όσους πραγματικά ενδιαφέρονται, αλλά και για τους επιγενομένους.
Οι διατάξεις του Συντάγματος που αφορούν το μείζον αυτό θέμα, πέρα από το προοίμιό του, είναι περισσότερες. Θα επικεντρωθώ, λόγω στενότητας χώρου, μόνο στο άρθρο 3 που συνιστά, μόνο αυτό, το υπό τον τίτλο «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας» το δεύτερο τμήμα του πρώτου μέρους του Συντάγματος, που περιέχει τις «Βασικές Διατάξεις» του.
Το άρθρο αυτό, που περιλαμβάνει τρεις παραγράφους, χρήζει αναθεωρήσεως, όχι όμως καταργήσεως.
Η τρίτη παράγραφός του, που αναφέρεται στη μετάφραση της Αγίας Γραφής, είναι πλέον όλως περιττή και πρέπει να απαλειφθεί. Η δεύτερη παράγραφος που αναφέρεται στο ιδιαίτερο εκκλησιαστικό καθεστώς, το οποίο υπάρχει σε ορισμένες περιοχές του Κράτους, δηλ. στην Κρήτη και στα Δωδεκάνησα, αλλά και στο Αγιον Ορος, που ανήκουν στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, πρέπει να παραμείνει ως έχει.
Το κυρίως πρόβλημα εντοπίζεται στην πρώτη, και εκτενέστερη, παράγραφο του άρθρου 3, το κυρίως μέρος της οποίας αποδίδει αυτολεξεί το κείμενο των άρθρων 1 και 2 του Συντάγματος του 1844! Στο άρθρο αυτό, η μόνη ουσιώδης προσθήκη επήλθε το 1975, κατά την αναθεώρηση της μεταπολιτεύσεως, με την αναφορά του Τόμου του 1850 και της Πράξης του 1928, προκειμένου να αποκατασταθούν οι σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο που είχαν διαταραχθεί σοβαρώς κατά την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας των συνταγματαρχών, προσθήκη η οποία, όμως, μάλλον περιέπλεξε παρά επέλυσε τα συναφή προβλήματα.
Η διάταξη αυτή χρειάζεται όντως βελτιώσεις και συμπληρώσεις. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι θα πρέπει να οδηγηθούμε στην κατάργησή του.
Οι υποστηρικτές της απόψεως αυτής εντοπίζουν την προσοχή τους στη διατύπωση «επικρατούσα θρησκεία» και παραβλέπουν την εκκλησιολογική σημασία της διατάξεως καθώς προσδιορίζει ακριβώς ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και τις άλλες ομόδοξες Εκκλησίες και την υποχρεώνει να τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις.
Ταυτοχρόνως δε διασφαλίζει τη θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως νομικής οντότητας, σε μια σχέση ομοταξίας, το οποίο μάλιστα συμπράττει ισότιμα με το Ελληνικό Κράτος στην κύρωση του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Ορους (άρθρο 105 Σ.).
Το ζήτημα της αμφισβητήσεως της σημασίας της επικρατούσας θρησκείας, εάν δηλαδή θα πρέπει να εκληφθεί ως η επίσημη Εκκλησία του Κράτους ή απλώς ως η θρησκεία της μεγάλης πλειονότητας του Ελληνικού Λαού, μπορεί ανέτως να επιλυθεί, όπως ορθώς έχει υποστηριχθεί, με μια απλή ερμηνευτική δήλωση υπό το άρθρο 3.
Αντιθέτως, διορθώσεως χρήζουν τόσο η διατύπωση ότι η Εκκλησία της Ελλάδος είναι «αυτοκέφαλη», διότι τούτο έπαυσε να ακριβολογεί αφ’ ης, με και από την έκδοση της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928, εκχωρήθηκαν σε αυτήν προς διοίκηση, «επιτροπικώς» και «εν τοις επί μέρους», και οι «Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου» στις λεγόμενες Νέες Χώρες, δηλ. στην Ηπειρο, στη Μακεδονία, στη Θράκη και στα νησιά του Β. Αιγαίου, επί των οποίων το ανώτατο κανονικό δικαίωμα παραμένει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως.
Αναγκαία είναι, επίσης, η διασαφήνιση, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αυτοδιοικήσεως των θρησκευτικών κοινοτήτων, της πλήρους ισχύος τόσο του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του 1850 όσο και της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928, που μνημονεύονται μεν στο άρθρο 3, κατά τρόπο όμως που επιτρέπει την υποστήριξη της ερμηνείας, την οποία υιοθετεί έως σήμερα και το Συμβούλιο της Επικρατείας, ότι η ισχύς των κειμένων αυτών περιορίζεται μόνο στη συγκρότηση της Διαρκούς Ι. Συνόδου.
Η διατήρηση αυτής της ασάφειας θα αποτελεί διαρκή θρυαλλίδα στις σχέσεις μεταξύ των δύο Εκκλησιών, οι οποίες, λόγω αδέξιων και εν πολλοίς άκομψων κινήσεων εκκλησιαστικών ταγών της ελλαδικής Εκκλησίας και της σημερινής κυβέρνησης, δεν βρίσκονται, και πάλι, στο καλύτερο σημείο τους και μάλιστα σε καιρούς χαλεπούς για την Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της.
Καταληκτικώς θέλω να υπογραμμίσω την πλήρη απογοήτευσή μου τόσο για την τελείως υδαρή, αν όχι εικονική, πρόταση του Πρωθυπουργού, όσο και για την ατολμία της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως να θέσει (και αυτή) το θέμα, καθώς και οι δύο πλευρές φαίνεται ότι επιθυμούν να τηρήσουν ισορροπίες και προπάντων καλές σχέσεις με τη διοικούσα Εκκλησία εν όψει των επερχόμενων εκλογών.
Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.