Ποια είναι τα σημαντικότερα θέματα που έχετε επισημάνει – ως επικεφαλής μιας από τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες στην Ελλάδα – ότι αντιμετωπίζει ο κλάδος σας στη χώρα;

«Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο κλάδος είναι η επαπειλούμενη μακροχρόνια βιωσιμότητα των εταιρειών που τον απαρτίζουν, και κατ’ επέκταση η υγεία και η ποιότητα ζωής των ασθενών. Οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουμε πλέον επωμιστεί ένα μεγάλο και συνεχώς αυξανόμενο μέρος της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης. Αντιλαμβανόμαστε ότι στα πρώτα χρόνια της σοβαρής οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα ήταν απαραίτητη η στήριξη και η συμμετοχή μας. Ομως όταν έχουμε φτάσει στο σημείο το ένα στα τρία φάρμακα να είναι ουσιαστικά δωρεάν, με τις δυσβάσταχτες υψηλές επιστροφές – τα γνωστά Rebates & Clawback -, καταλαβαίνετε ότι αυτό συνιστά σοβαρή απειλή για το μέλλον του κλάδου.

Εστιάζοντας στην καινοτομία που πρωτίστως υπηρετούμε ως AstraZeneca, θεωρούμε θετική κίνηση από πλευράς του υπουργείου Υγείας την εξαγγελθείσα σταδιακή απομείωση του τέλους εισόδου 25% για τα νέα καινοτόμα φάρμακα που θα ισχύσει από το 2019. Αναμένουμε άμεση νομοθέτηση αυτού του μέτρου, καθώς θεωρούμε ότι μια τέτοια εξέλιξη θα συμβάλλει σταδιακά στην αποτροπή του κινδύνου μη κυκλοφορίας στη χώρα μας μιας νέας γενιάς φαρμάκων, κρίσιμων και χρήσιμων για τους ασθενείς.

Θα πρέπει όμως συνολικά η φαρμακευτική πολιτική να προσαρμοστεί ρεαλιστικά, έτσι ώστε να μη δυσχεραίνεται το έργο των φαρμακευτικών εταιρειών. Ειδικότερα θεωρούμε ότι είναι ευθύνη της Πολιτείας να διασφαλίζει επαρκείς διοικητικούς πόρους, έτσι ώστε οι διαδικασίες αποζημίωσης και αξιολόγησης (Health Technology Assessment – HTA) να επισπεύδονται προς όφελος της υγείας των πολιτών και να γίνει κατανοητό ότι όσο θα αυξάνεται το clawback, τόσο θα μεγαλώνει ο κίνδυνος απόσυρσης πολλών φαρμάκων, των οποίων η κυκλοφορία τους στην ελληνική αγορά θα καθίσταται μη βιώσιμη».

Πώς σχολιάζετε, ως επικεφαλής της AstraZeneca, τις πρόσφατες ανακοινώσεις του υπουργείου Υγείας για αλλαγές στο ισχύον σύστημα τιμολόγησης και αποζημίωσης φαρμάκων; Ποιες είναι οι θέσεις της εταιρείας επί του θέματος και ποιες είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζετε σε σχέση με τη φαρμακευτική πολιτική της Πολιτείας;

«Θεωρούμε ότι μια αλλαγή στο σύστημα τιμολόγησης ήταν επιβεβλημένη, και οι ανακοινώσεις κινούνται προς τη θετική κατεύθυνση. Τόσο η πρόβλεψη για τη μία ανατιμολόγηση ετησίως όσο και η αναφορά στις τιμές στην ευρωζώνη θα συντελέσουν να εξαλειφθούν στρεβλώσεις που οφείλονται στις διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας, θα μειώσουν τη γραφειοκρατία και θα έχουν ως αποτέλεσμα λιγότερα λάθη στους υπολογισμούς με το αντίστοιχο κόστος. Σαφώς θα προτιμούσαμε η αναφορά να γινόταν στις τρεις και όχι στις δύο χαμηλότερες τιμές, καθώς η εμπειρία δείχνει ότι η επικράτηση ιδιαίτερα χαμηλών τιμών στην Ελλάδα μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις, κυρίως όσον αφορά στην επάρκεια των φαρμάκων στην ελληνική αγορά αλλά και στη βιωσιμότητά τους όταν συνδυαστεί με τις ιδιαιτέρως υψηλές επιστροφές.

Το Clawback, από την άλλη, που εισήχθη το 2012 ως προσωρινό μέτρο για τον έλεγχο της φαρμακευτικής δαπάνης, εξελίσσεται σε έναν μόνιμο μηχανισμό συγκάλυψης του γεγονότος ότι τα διαθέσιμα κονδύλια είναι ανεπαρκή καθώς και οποιωνδήποτε αδυναμιών να ελεγχθεί αποτελεσματικά η δαπάνη.

Ως αποτέλεσμα, τα ποσά που καλούνται να καταβάλουν οι εταιρείες αυξάνονται κάθε χρόνο ανεξέλεγκτα χωρίς καμία δυνατότητα προβλεψιμότητας, με δραματικές επιπτώσεις στα οικονομικά αποτελέσματα των εταιρειών. Επιπλέον το 2017, νομοθετήθηκε μια νέα μέθοδος υπολογισμού του clawback, με το 90% αυτού να προσδιορίζεται από το μερίδιο αγοράς της κάθε εταιρείας και το 10% από την ανάπτυξή της, το οποίο οδήγησε σε περαιτέρω στρεβλώσεις τη λειτουργία της φαρμακευτικής αγοράς. Οι πρόσφατες εξαγγελίες του υπουργείου Υγείας, για αλλαγή της κατανομής (από 90/10 σε 75/25) μπορεί να παρουσιάζονται ως μια «δικαιότερη» λύση αλλά στην πραγματικότητα διαιωνίζουν και ενισχύουν το πρόβλημα. Δηλαδή η αυξανόμενη χρήση κάποιου φαρμακευτικού σκευάσματος – που προφανώς υποδηλώνει αναγνώριση από την πλευρά των θεραπόντων ιατρών του κλινικού οφέλους του – τιμωρείται, αντί να επιβραβεύεται. Ουσιαστικά η Πολιτεία αντιμετωπίζει το όφελος μόνο ως αύξηση της δαπάνης, που επισύρει υψηλότερο clawback.

Αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι να επιταχυνθεί η εφαρμογή μέτρων για τον έλεγχο του clawback και όχι για την αναδιανομή του. Ούτως ή άλλως η εισαγωγή του μέτρου του clawback είναι επί της αρχής προς τη λάθος κατεύθυνση, καθώς πλήττει σε μεγάλο βαθμό την επιχειρηματικότητα και στοχοποιεί την καινοτομία. Σαφώς η ανάγκη να προσδιοριστεί η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη με βάση πραγματικές ανάγκες είναι επιτακτική, αλλά πρέπει και η Πολιτεία να αναλάβει την ευθύνη της για τον έλεγχο της δαπάνης και την ορθολογική διαχείριση των διαθέσιμων πόρων. Ο ορισμός ανώτατου ετήσιου ορίου clawback θα ήταν ένα ενδιάμεσο μέτρο στη σωστή κατεύθυνση».

Γνωρίζουμε ότι η AstraZeneca επενδύει σημαντικά στην ανάπτυξη καινοτόμων θεραπειών. Ποια είναι τα οφέλη της καινοτομίας, τι εμπόδια αντιμετωπίζετε και εντέλει υπάρχουν λύσεις;

«Μόνο το 2017, οι επενδύσεις της AstraZeneca στην Ερευνα & Ανάπτυξη νέων φαρμάκων έφτασε τα €5,9 δισ., με ένα μεγάλο μέρος να αφορά την ογκολογία, το αναπνευστικό αλλά και τις καρδιαγγειακές, νεφρικές και μεταβολικές παθήσεις. Στην Ελλάδα, oι επενδύσεις μας για κλινικές μελέτες αυξάνονται κάθε χρόνο ξεπερνώντας τα €4 εκατ. για το 2018.

Πιστεύουμε ότι η καινοτομία αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής χιλιάδων ασθενών και της παραγωγικότητάς τους. Για αυτό η πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες και φάρμακα πρέπει να εξασφαλίζεται με τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις για όλους και να παρέχεται ισότιμα και απρόσκοπτα. Και αυτό στο τέλος της ημέρας δεν προσφέρει όφελος μόνο στους ασθενείς, αλλά και στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και στην οικονομία, καθώς αντικαθιστά άλλες κοστοβόρες υπηρεσίες, όπως χειρουργεία, ημέρες νοσηλείας κ.λπ. Το Εθνικό Σύστημα Υγείας κερδίζει σημαντικούς πόρους, αφού η καινοτομία αποτελεί επένδυση για το μέλλον της υγείας.

Αναγνωρίζουμε ως πρώτο θετικό βήμα τη δημιουργία μηχανισμού Αξιολόγησης Τεχνολογίας Υγείας και ευελπιστούμε αυτό να είναι μόνο η αρχή μιας σειράς ουσιαστικών μέτρων που θα αξιολογούν αντικειμενικά τα νέα φάρμακα και θα ελέγχουν τη σπατάλη, ώστε να καλυφθούν οι πραγματικές ανάγκες των ελλήνων ασθενών.

Ως AstraZeneca, εκτιμούμε ότι είναι απαραίτητο ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικής. Η λύση προς όφελος των ασθενών και των εταιρειών του κλάδου μας είναι η αναπροσαρμογή της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης σε ένα επίπεδο, που και να καλύπτονται οι ανάγκες όλων των ασθενών, και να μην απειλείται η βιωσιμότητα των εταιρειών. Μία αύξηση της τάξεως των €500 εκατ., σε συνδυασμό με έναν βιώσιμο μηχανισμό επιστροφών, θα ήταν μια απόφαση στη σωστή κατεύθυνση, σύμφωνα και με μελέτες που έχουμε κάνει».

Κυρία Χουλιάρα, έχετε ενεργό ρόλο στο ΔΣ του PhRMA Innovation Forum. Με ποιον τρόπο θεωρείτε ότι η σύσταση του συγκεκριμένου φορέα μπορεί να ομαλοποιήσει και να βοηθήσει τη συνεργασία Πολιτείας – φαρμακευτικών εταιρειών;

«Συνεργασία είναι η λέξη-κλειδί για εμάς. Ειδικά σε μια δυσμενή για τον κλάδο περίοδο, θεωρούμε ότι επιβάλλεται η συνεργασία και η σύμπλευση όλων των φορέων για τη διαμόρφωση ενός βιώσιμου πλαισίου συνεργασίας και λειτουργίας όλων των ενδιαφερόμενων στον φαρμακευτικό κλάδο.

Στο PhRMA Innovation Forum (PIF) εργαζόμαστε για τη δημιουργία καλύτερων και ποιοτικότερων συνθηκών πρόσβασης σε καινοτόμα φάρμακα και στην επίτευξη ενός εθνικού συμβολαίου αξιοπιστίας, εμπιστοσύνης και σταθερότητας με την Πολιτεία. Ο ελληνικός πληθυσμός αξίζει και δικαιούται αναβαθμισμένης φαρμακευτικής περίθαλψης και υψηλής ποιότητας υπηρεσίες υγειονομικής κάλυψης.

Για αυτόν τον λόγο, βρισκόμαστε σε συνεχή επικοινωνία τόσο με την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας όσο και με τη διοίκηση του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ), καθώς και με φορείς σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Πιστεύουμε πως μέσω της αλληλοκατανόησης, αλλά και της ανταλλαγής πληροφοριών και τεχνογνωσίας, θα διαμορφωθεί μια επιτυχημένη και βιώσιμη λύση για τον κλάδο μας».

To τελευταίο διάστημα οι βιοδείκτες αποτελούν ένα σημαντικό θέμα προς συζήτηση μεταξύ των εταιρειών της φαρμακευτικής αγοράς και της Πολιτείας. Σε συνάρτηση με το όφελος που προσφέρουν και το υψηλό κόστος που έχουν, τι προτείνετε;

«Επισημαίνω ότι οι βιοδείκτες παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην πρόληψη του καρκίνου, την έγκαιρη διάγνωση και στην επιλογή της κατάλληλης εξατομικευμένης θεραπείας για τους ασθενείς που έχουν ήδη διαγνωσθεί με την ασθένεια. Ενώ τέτοιοι προβλεπτικοί δείκτες έχουν ήδη αλλάξει ριζικά τις θεραπείες για διάφορες κατηγορίες καρκίνων, δυστυχώς στη χώρα μας δεν υπάρχει ακόμα συγκεκριμένη θεσμοθετημένη διαδικασία για την αποζημίωση των διαγνωστικών εξετάσεων βιοδεικτών. Και αυτό σημαίνει ότι είτε ο ασθενής πληρώνει ο ίδιος την εξέταση – και αυτό είναι μια σημαντική επιβάρυνση για τον προϋπολογισμό του ογκολογικού ασθενούς – είτε αποκλείονται ασθενείς που θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την εξατομικευμένη θεραπεία, γιατί δεν έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν το κόστος της απαραίτητης εξέτασης βιοδείκτη.

Θεωρούμε ότι υπάρχει άμεση ανάγκη διαμόρφωσης ενός σταθερού πλαισίου ορθής αξιολόγησης των κλινικών και φαρμακοοικονομικών δεδομένων για την αποζημίωση των βιοδεικτών, την επικαιροποίηση συνολικά της λίστας με τους βιοδείκτες που αποζημιώνονται, καθώς και τη διασφάλιση της ποιότητας των αποτελεσμάτων τους.

Μπορούμε όλοι μαζί να αξιοποιήσουμε τις νέες τεχνολογίες υγείας, γιατί είναι κρίμα η ξεκάθαρη εικόνα της σχέσης κόστους / οφέλους να μην είναι κριτήριο αποφάσεων και να μη δίνεται η ευκαιρία σε συνανθρώπους μας να διεκδικήσουν το καλύτερο για την υγεία τους».

Ποιες είναι οι στρατηγικές προτεραιότητες της AstraZeneca;

«Στην AstraZeneca, είμαστε όλοι βαθιά πεπεισμένοι ότι κάθε μας πράξη θα πρέπει να έχει στο επίκεντρό της την επιστήμη. Στόχος μας είναι να κάνουμε τη διαφορά στη ζωή των ανθρώπων υπερβαίνοντας τα όρια του εφικτού, για να ανακαλύψουμε νέα καινοτόμα φάρμακα που θα αλλάξουν ριζικά τη ζωή των ασθενών. Με συνέπεια και ευθύνη, έχουμε δημιουργήσει ένα δυναμικό χαρτοφυλάκιο καινοτόμων φαρμάκων και θεραπειών για αναπνευστικές, καρδιαγγειακές, νεφρικές, μεταβολικές και ογκολογικές παθήσεις, το οποίο αναπτύσσουμε με ταχείς ρυθμούς.

Ο στρατηγικός στόχος είναι διπλός. Θέλουμε οι ασθενείς να έχουν απρόσκοπτη και έγκαιρη πρόσβαση στις θεραπείες που χρειάζονται, έτσι ώστε να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους και να αυξήσουν το προσδόκιμό της, αλλά θέλουμε να συμβάλλουμε και στη βιωσιμότητα του ελληνικού συστήματος υγείας και του κλάδου. Για αυτό προσεγγίζουμε τα θέματα της φαρμακευτικής πολιτικής με ρεαλισμό, ευαισθησία και προτάσεις και είμαστε πάντα ανοιχτοί στον εποικοδομητικό διάλογο. Στη μακρά πορεία μας, έχουμε πετύχει η AstraZeneca να αποτελεί συνώνυμο της αξιοπιστίας στην παροχή καινοτόμων φαρμάκων και θεραπειών και θέλουμε η ίδια αξιοπιστία να μας χαρακτηρίζει και ως συνομιλητές με την Πολιτεία».

Τι σημαίνει για εσάς Εταιρική Υπευθυνότητα; Με ποιες δράσεις έχετε επιλέξει να επικοινωνήσετε την ευαισθητοποίησή σας ως εταιρεία απέναντι στις ανάγκες της κοινωνίας;

«Στην AstraZeneca φροντίζουμε οι δράσεις που υλοποιούμε να δημιουργούν προστιθέμενη αξία για την κοινωνία στην οποία δραστηριοποιούμαστε και για αυτό οι δύο άξονες που καθοδηγούν τις δράσεις μας είναι η υγεία και η κοινωνία.

Σε αυτή την κατεύθυνση, επιχορηγούμε πρωτοβουλίες κοινωφελούς χαρακτήρα στον τομέα της υγείας που αφορούν κυρίως ευπαθείς ομάδες. Παράλληλα υποστηρίζουμε ενεργά τους συνανθρώπους μας που το έχουν ανάγκη, μέσω της συνεργασίας μας με αξιόπιστους φορείς.

Επίσης, στο πλαίσιο της φιλοσοφίας μας που έχει στο επίκεντρο την επιστήμη, υλοποιούμε το πρόγραμμα Εταιρικής Υπευθυνότητας, «Responsible Science», με το οποίο προάγουμε την ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης, προωθούμε την καινοτομία και προσφέρουμε τη δυνατότητα εξέλιξης σε νέους έλληνες επιστήμονες.

Δεσμευόμαστε να συνεχίσουμε να ερευνούμε, να αμφισβητούμε, να ανακαλύπτουμε και να επιτυγχάνουμε αποτελέσματα για τη βελτίωση της ζωής όλου του κοινωνικού συνόλου».