Είναι καθισμένη στο πάτωμα. Φοράει μια τζιν σαλοπέτα. Μοιάζει με έφηβο κορίτσι. Ξαφνικά το πρόσωπό της σοβαρεύει. Διηγείται την ιστορία μιας προσφυγοπούλας που φαρμακώθηκε από την κακιά πεθερά της και ύστερα ένας από τους μουσικούς αρχίζει να τραγουδά: «Aπό ξένο τόπο κι απ’ αλαργινό ήρθ’ ένα κορίτσι, φως μου, 18 χρονώ».
Βρισκόμαστε στο Μικρό Γκλόρια. Η Ηρώ Σαΐα με τους συνεργάτες της, τον συνθέτη Νεοκλή Νεοφυτίδη στο πιάνο και τον Παντελή Ντζιάλα στα κρουστά και στις κιθάρες, κάνουν πρόβα ακολουθώντας τις σκηνοθετικές οδηγίες του Αγγελου Μπούρα. Η παράσταση «Παραδώσου!» που ετοιμάζουν κάνει πρεμιέρα σε λίγες ημέρες, στις 15 Νοεμβρίου.
«Βουτάτε στην παράδοση, στο δημοτικό τραγούδι, κύρια Σαΐα;». «Ξέρετε αυτή η παράσταση υπήρχε στο μυαλό μας εδώ και καιρό. Η αγάπη μας για την παράδοση είναι δεδομένη. Ο Αγγελος Μπούρας από τον περασμένο Μάιο μάς είχε προτείνει να κάνουμε κάτι στον χώρο αυτόν. Αναζητούσα ένα θέμα. «Να κάνουμε κάτι για την παράδοση» του είπα. Μου απάντησε με ένα τετράστιχο: «Και τα πουλιά σαν κελαηδούν και αυτά τραγούδια λένε, θαρρείτε και πως τα πτηνά από έρωτα δεν κλαίνε;». Νόμισα ότι επρόκειτο για στίχους δημοτικής ποίησης. Και όμως ήταν δικό του. Τον παρότρυνα λοιπόν να γράψει ωραία κείμενα σε έμμετρο λόγο για να ντύσουν τα τραγούδια που θα λέγαμε. Ουσιαστικά σε αυτή τη δουλειά τέσσερις άνθρωποι «μαγειρεύουμε» το χθες με το σήμερα. Και δεν θα παρουσιάσουμε μόνο παραδοσιακά τραγούδια, αλλά και πιο σύγχρονα. Από το «Αϊ της αγάπης μαχαιριά» των αδελφών Κατσιμίχα, που το έχουμε διασκευάσει σε ακραιφνώς ηπειρώτικο, μέχρι «Tα λιανοτράγουδα» του Χατζιδάκι που όπως γνωρίζετε είναι γραμμένο πάνω σε δημοτική ποίηση».

Αναζητώντας τις ρίζες

«Δεν φοβάστε μη σας πουν φολκλόρ;» τη ρωτώ. «Μα η παράδοση είναι ιδωμένη με ματιά σημερινή. Δεν πάμε να αναπαραγάγουμε κάτι παλιό. Δεν θέλουμε να κάνουμε ένα αφιέρωμα στο παραδοσιακό τραγούδι, αλλά να δώσουμε την παράδοση μέσα από τη δική μας ματιά».
Η ίδια μεγάλωσε στην επαρχία. «Το δημοτικό τραγούδι, οι μουσικές στο πανηγύρι του χωριού μου, το βυζαντινό μέλος – είμαι και κόρη ιερέα – κυλούν μέσα μου. Βέβαια κάπου εκεί στην εφηβεία τα απαρνήθηκα. Μου φαίνονταν παλιά, ξεπερασμένα – έπρεπε στην εφηβεία μου να τα αμφισβητήσω και αυτά – και τα ανακάλυψα πάλι αργότερα». Διηγείται πώς είχε έρθει στην Αθήνα. «Ημουν 18 ετών. Εντάχθηκα στα σεμινάρια του Σταμάτη Κραουνάκη, δεν υπήρχε ακόμα η Σπείρα-Σπείρα. Θυμάμαι, γύριζα στο σπίτι και άκουγα μουσική ώρες ατελείωτες. Είχα ακούσει όλη τη Νίνου, την Μπέλλου, παλιούς ρεμπέτες. Είχα ένα τετράδιο και σημείωνα στίχο-στίχο, με το μολυβάκι μου, τα γυρίσματά τους για να τα μάθω. Είχε μια αξία τότε η μουσική. Είχε σημασία να αγοράσεις το CD από το δισκοπωλείο. Τότε έψαχνες για να βρεις κάτι, τώρα το βρίσκεις τόσο εύκολα που δεν το αναζητείς. Ετσι ανακάλυψα το δημοτικό τραγούδι. Ηθελα να βρω τις ρίζες μου».
Επιστρέφει ξανά στην πρόβα. Σε λίγες ημέρες περιμένει και τα σκηνικά που δημιούργησε ο Κώστας Βαρώτσος. «Ενα μικρό δάσος από δέντρα» όπως λέει. Ανάμεσα στα τραγούδια της παράστασης υπάρχουν και τέσσερα κομμάτια από το νέο της άλμπουμ «Παραδώσου» που αναμένεται να κυκλοφορήσει τον Δεκέμβρη. Το ομώνυμο τραγούδι θα το ακούσουμε αυτές τις ημέρες, ενώ το καλοκαίρι πήραμε μια γεύση από τον δίσκο με το αγαπημένο πλέον «Κι εγώ η θάλασσά σου». «Ναι, ο νέος δίσκος σε μουσική του Νεοκλή Νεοφυτίδη κινείται σε παραδοσιακούς αλλά και πιο σύγχρονους δρόμους, με στίχους από τη δημοτική ποίηση ή στίχους δικούς μας οι οποίοι αντλούν έμπνευση από την παράδοση» αναφέρει.
Μου μιλάει για τον τίτλο της παράστασης «Παραδώσου!». «Πέρα από το εμφανές λογοπαίγνιο με τη λέξη «παράδοση», με εκφράζει τόσο πολύ και αυτό που γράφει με τον δικό του τρόπο ο Αγγελος Μπούρας: ότι τελικά μόνο όταν παραδινόμαστε σε κάτι το ζούμε πραγματικά και έχει αξία, στους μεγάλους μας έρωτες, στις ωραίες δουλειές, στους ανθρώπους που αγαπάμε».  

«Πέντε άτομα παίζουν μόνο στα ραδιόφωνα»

Τη ρωτώ για τη σύγχρονη μουσική, για τα realities. «Δεν ξέρω τι να σας πω γιατί πια δεν προλαβαίνω και να δω τηλεόραση. Πλέον όλα είναι εμπόριο, αναλώσιμα προϊόντα για μια μόνο εποχή, τα πρόσωπα και δυστυχώς και τα τραγούδια. Δείτε και το ραδιόφωνο, παίζονται τα ίδια και τα ίδια. Πέντε άτομα όλα κι όλα παίζονται μόνο! Οι υπόλοιποι δεν υπάρχουμε, όχι γιατί δεν έχουμε τραγούδια, αλλά γιατί δεν μας δίνουν την ευκαιρία να υπάρξουμε ραδιοφωνικά».
Η ίδια αυτή την περίοδο είναι παραδομένη πάντως στα πράγματα που αγαπά. Παντρεμένη με τον Σταύρο Ξαρχάκο, μητέρα διδύμων, του μικρού Σταύρου και της Μαρίας-Ιζόλδης, τρέχει από το πρωί μέχρι το βράδυ. «Τα παιδιά μου με βοήθησαν να ανακαλύψω όρια του εαυτού μου που δεν γνώριζα καν ότι υπήρχαν. Οταν ήμουν ελεύθερο πουλί κουραζόμουν με μια πρόβα. Τώρα φεύγω και πρέπει να γυρίσω, να μαγειρέψω, να κάνω τα παιδιά μπάνιο, να παίξω μαζί τους. Αλλά τελικά για εμένα αυτή τη στιγμή το γέλιο των παιδιών μου είναι ο ωραιότερος ήχος».