Συμπεράσματα από την πορεία του Μακαρίου ως πολιτικού ηγέτη
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Η πορεία του Κυπριακού μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει χαρακτηριστεί «ιστορία χαμένων ευκαιριών». Αμέσως ανακύπτει το ερώτημα: Ποιοι έχασαν τις ευκαιρίες; Η προφανής απάντηση είναι: οι εκάστοτε ηγεσίες, με τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους κατά τα εβδομήντα τόσα χρόνια που πέρασαν από την έγερση του Κυπριακού ως διεθνούς προβλήματος. Ακόμα και αν αμφισβητεί κανείς τον ρόλο της προσωπικότητας στην Ιστορία, δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι, σε κρίσιμες στιγμές, τις αποφάσεις τις παίρνουν άνθρωποι που βρέθηκαν στο τιμόνι και έχουν μπροστά τους δύο τουλάχιστον επιλογές: να ενεργήσουν ή να αδρανήσουν. Τότε, η ποιότητα του πολιτικού μπορεί να κάνει τη διαφορά, για τον ίδιο αλλά και για τον τόπο του.
Στο διάσημο έργο του Politik als Beruf (Η πολιτική ως επάγγελμα) ο κορυφαίος γερμανός κοινωνικός επιστήμονας Max Weber (1864-1920) περιέγραφε δύο ιδεατούς τύπους πολιτικού: Ο πρώτος τύπος, ο πολιτικός του πάθους, μένει προσηλωμένος στις θέσεις του και είναι πάντοτε έτοιμος να επιδιώξει το ακατόρθωτο, χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες. Ο δεύτερος τύπος, ο πολιτικός του μέτρου, αναλογίζεται τις συνέπειες των επιλογών του για τον κόσμο που τον ανέδειξε και τον εμπιστεύεται και σταθμίζει τις αντικειμενικές συνθήκες. Για τον Weber, ο ιδεώδης πολιτικός, χωρίς να απεμπολεί την αξιακή του σκευή, οφείλει να σκέπτεται ορθολογικά και να δρα με αίσθημα ευθύνης.
Το Κυπριακό, στην πρώτη κρίσιμη εικοσιπενταετία του, σφράγισε, με τη στάση και τις επιλογές του, η προσωπικότητα του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄. Από την εκλογή του, το 1950, ο Μακάριος αναδείχτηκε σε αδιαφιλονίκητο ηγέτη του αγώνα για ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Διεκδίκησε τον στόχο αυτόν με πάθος έναντι διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων (που αρχικά δίσταζαν), της ελληνικής κοινής γνώμης (που τον αποθέωνε), του (πολύμορφου) διεθνούς παράγοντα, και πρωτίστως του ποιμνίου του (το οποίο όρκισε να επιδιώξει «έως θανάτου… την Ενωσιν και μόνον την Ενωσιν»).
Στο πρώιμο εκείνο στάδιο, ο Μακάριος έκανε δύο μοιραίες επιλογές: Πρώτον, απέφυγε να εμπλακεί ο ίδιος σε διάλογο με τους Βρετανούς, χωρίς προηγούμενη αναγνώριση του δίκαιου αιτήματός του, και επέμεινε να αναλάβει η Αθήνα τη διπλωματική διεκδίκηση της ένωσης. Η συνέπεια ήταν η διεθνοποίηση του ζητήματος που, μοιραία, πρόσφερε πάτημα για την παρέμβαση της Τουρκίας. Δεύτερον, κρίνοντας την ελληνική διπλωματική προσπάθεια ανεπαρκή, συνήργησε στην έναρξη του ένοπλου αγώνα, χωρίς όμως να είναι σε θέση να ελέγξει την εξέλιξή του. Οι αιματηρές συνέπειες της δράσης της ΕΟΚΑ, στην αμνήστευση των οποίων θα επέμενε ο αρχηγός της Γεώργιος Γρίβας, περιόρισαν τα περιθώρια χειρισμών του Μακαρίου όταν δέχτηκε να διαπραγματευτεί ο ίδιος με τους Βρετανούς. Ταυτόχρονα, βάθυναν το χάσμα με τους Τουρκοκυπρίους.
Ο Μακάριος πίστευε στην Ενωση και, πιθανότατα, συναισθανόταν το βάρος που επωμιζόταν ως εθνάρχης των Ελλήνων της Κύπρου. Γιατί, λοιπόν, αψήφησε τις ορατές αντιξοότητες, από τις οποίες η αναμενόμενη αντίδραση της Τουρκίας δεν ήταν η λιγότερο επικίνδυνη, και έκρινε επείγουσα τη διεκδίκηση της Ενωσης το 1950-55; Ενδεχομένως, πίστευε, όπως ίσως και ο στρατάρχης Παπάγος, ότι ο προορισμός του ήταν να ενώσει την Κύπρο με την Ελλάδα· ίσως εξεγειρόταν η ψυχή του να βλέπει τους Ελληνες Κυπρίους, «εν μέσω 20ώ αιώνι», να ζουν κάτω από αποικιακό ζυγό· ίσως, πάλι, όπως εκμυστηρεύτηκε στον Φίλιππο Δραγούμη τον Φεβρουάριο του 1954, «φοβούνταν μην [του] φύγει απ’ τα χέρια κάθε έλεγχος της καταστάσεως και κάθε κύρος υπό την πίεση των εθνικοφρόνων και τυχοδιωκτικών στοιχείων» που τον περιέβαλλαν – ή, όπως το έθεσε ο Γρίβας στον ίδιο έλληνα πολιτικό, αν ανέστειλε την εκστρατεία του, «τότε οι κομμουνιστές θ’ αναλάμβαναν την ηγεσία του ενωτικού αγώνα».
Σύμφωνα με έναν άλλο διάσημο Γερμανό, τον καγκελάριο Bismarck, η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού. Ο ίδιος ο Μακάριος φάνηκε να αποδέχεται το αξίωμα αυτό, όταν το 1959 συνυπέγραφε τη λύση της δεσμευμένης ανεξαρτησίας, όταν το 1968 δημόσια έπαιρνε αποστάσεις από την Ενωση (το επιθυμητό) χάριν της ανεξαρτησίας (του εφικτού), ή όταν, μετά την τουρκική εισβολή του 1974, δέχτηκε την προοπτική ενός ομόσπονδου δικοινοτικού κράτους. Δυστυχώς για το νησί και τους κατοίκους του, κάθε φορά είχαν προηγηθεί ενδιάμεσα στάδια, κατά τα οποία οι επιλογές του κύπριου ηγέτη δεν συνδύαζαν πάντα το πάθος με την ευθύνη.
Αν κάτι διδάσκει η μεταπολεμική πορεία του Κυπριακού είναι ότι, χωρίς την επιλογή του κατάλληλου χρόνου (timing) και χωρίς ισχυρές συμμαχίες, και η πιο δίκαιη υπόθεση μπορεί να καταλήξει σε τραγικό αδιέξοδο. Κι επειδή οι συνέπειες βαρύνουν έναν ολόκληρο λαό, χρέος του πολιτικού είναι, τιθασεύοντας το πάθος (ή τη ματαιοδοξία) του, να εξηγήσει τις επιλογές του – είτε αυτές οδηγούν σε ρήξη είτε σε συμβιβασμό – χωρίς να κρύβει τις συνέπειες.
+++++++++
Ο κ. Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του ΑΠΘ.

