Οι προθέσεις του Αλέξη Τσίπρα είναι πλέον σαφείς: Οπως φάνηκε την προηγούμενη εβδομάδα, ο Πρωθυπουργός δεν επιδιώκει πλέον την ομαλότητα και την αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης στη χώρα και έναντι αυτής. Αντιθέτως, επιλέγει την ένταση και τη διατήρηση της πολιτικής αντιπαράθεσης σε πρωτοφανώς υψηλούς τόνους.

Επιστροφή στο «βρώμικο ’89»

Αυτά φάνηκαν στην πρώτη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση την προηγούμενη Τετάρτη, η οποία όμως συνέπεσε με μία άλλη εξέλιξη: την παραγγελία για το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών του Κώστα Σημίτη.
Από τον συνδυασμό των γεγονότων και από τον τρόπο με τον οποίο στελέχη της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ έσπευσαν να υπερθεματίσουν στην προσπάθεια απαξίωσης του πρώην πρωθυπουργού, όλοι αντιλήφθηκαν πλέον τι θα επακολουθήσει τους επόμενους μήνες. Ηδη ορισμένοι μιλούν για το «βρώμικο ’18», μια παραλλαγή του «βρώμικου ’89», σχεδόν τριάντα χρόνια μετά την εκστρατεία της Αριστεράς κατά του Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο λόγος για αυτή την επιδίωξη είναι προφανής: Πρόκειται για το μοναδικό μέσο το οποίο διαθέτει ο Πρωθυπουργός προκειμένου να διατηρήσει το στράτευμά του σε εγρήγορση και να διεκδικήσει την πολιτική διάσωση του ιδίου και του κόμματός του στις εκλογές.
Η επιλογή αυτή ωστόσο έχει επιπτώσεις στην ίδια τη χώρα, τις οποίες η κυβέρνηση δείχνει να περιφρονεί.
Η ομάδα του Μεγάρου Μαξίμου θεωρεί ότι ενεργεί πλέον λίγο-πολύ κάτω από το ραντάρ των εταίρων και δανειστών, λόγω και της ευρύτερης και σοβαρότερης αναταραχής στην Ευρώπη. Υπό αυτή τη συνθήκη μοιάζει να μη δίνει ιδιαίτερη σημασία, έως και να περιφρονεί, μια καθοριστική παράμετρο για την πορεία της χώρας στο διάστημα των επόμενων μηνών, οι οποίοι και θα καθορίσουν το μέλλον.
Η παράμετρος αυτή αφορά την προσδοκία πολιτών, οικονομικών παραγόντων και επενδυτών για την εμπέδωση της σταθερότητας στην Ελλάδα κατά το διάστημα έπειτα από τον τερματισμό των προγραμμάτων προσαρμογής. Η ατμόσφαιρα που καλλιεργείται από την κυβέρνηση γεννά επιφύλαξη σε όλες τις πλευρές. Οπως μαρτυρούν πρόσωπα τα οποία έχουν εικόνα και αίσθηση της εσωτερικής αγοράς, η κυρίαρχη στάση αυτή την περίοδο χαρακτηρίζεται στην καλύτερη περίπτωση από επιφύλαξη και στη χειρότερη από αγωνία για το εγγύς μέλλον.
Πλην συγκεκριμένων εξαιρέσεων επιχειρηματικών ομίλων, οι οποίοι διατηρούν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με την κυβέρνηση, στις περισσότερες περιπτώσεις επικρατεί ανησυχία. Αυτή μεταφράζεται από ορισμένους ακόμη και σε διάθεση ματαίωσης σχεδίων ή τουλάχιστον σε προσπάθεια τήρησης μιας στάσης αναμονής και περιορισμού της έκθεσης και των πιθανών ζημιών.

Παροχολογία εν όψει εκλογών

Υπό αυτές τις συνθήκες, ενόσω όλοι αναμένουν να δουν ή να διαγνώσουν ποια ακριβώς είναι τα πολιτικά σχέδια του Αλέξη Τσίπρα, γνωρίζουν ότι η χώρα βρίσκεται ήδη σε προεκλογική περίοδο εν όψει των δεδομένων, μέχρι στιγμής, αναμετρήσεων του Μαΐου για την τοπική αυτοδιοίκηση και την Ευρωβουλή.
Βλέπουν ταυτόχρονα και ακούν την κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό να προαναγγέλλουν χιλιάδες προσλήψεις στο Δημόσιο, παρακολουθούν πώς η πολιτική σύγκρουση οδηγείται στα άκρα και αντιμετωπίζουν με καχυποψία εξελίξεις όπως η στοχοποίηση του Κώστα Σημίτη, σε συνέχεια των φραστικών επιθέσεων από τον ίδιο τον κ. Τσίπρα κατά του Λουκά Παπαδήμου, ο οποίος έχει κατηγορηθεί περίπου ως πραξικοπηματίας από το καλοκαίρι κι έπειτα.
Η θυσία των πάντων στον βωμό της ψηφοθηρίας είναι προφανής στην υπόθεση του κ. Σημίτη. Ο ΣΥΡΙΖΑ ξεδιπλώνει την τακτική του με κεντρική επιδίωξη την απαξίωση της περιόδου διακυβέρνησης του ΠαΣοΚ και ελπίζοντας στην εκλογική αφαίμαξη, έστω και μερική, του σημερινού ΚΙΝΑΛ.

Η προεξόφληση της ήττας και η μόνιμη… εκκρεμότητα

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης για το Σύνταγμα παρουσιάστηκε κάτι… νέο. Εκεί ο κ. Τσίπρας, ερμηνεύοντας κατά βούληση τις διατάξεις περί αναθεώρησης, ανέφερε εμφατικά ότι στόχος του είναι να εξασφαλίσει πλειοψηφία 180 βουλευτών σε αυτή τη Βουλή, ούτως ώστε να δεσμεύσει και το περιεχόμενο της αναθεώρησης ή τουλάχιστον, όπως υπογράμμισε, την «κατεύθυνση», σε περίπτωση που η ΝΔ κατέχει πλειοψηφία 151 βουλευτών έπειτα από τις εκλογές. Κατά τον τρόπο αυτόν ο κ. Τσίπρας άθελά του, όμως, προεξόφλησε την πολιτική του ήττα, λέγοντας στον Κυριάκο Μητσοτάκη: «Αυτό το οποίο επιθυμείτε στην πραγματικότητα είναι να έχετε εσείς τη δυνατότητα, η παράταξή σας δηλαδή, να προχωρήσουμε όχι σε αυτά τα οποία μπορεί να συναινέσουμε, όπως προβλέπει ο συνταγματικός νομοθέτης, αλλά να προχωρήσετε σε μια ιδεολογικά δική σας αναθεώρηση».
Μέχρις ότου διαφανεί η πορεία των πολιτικών εξελίξεων, η προσοχή των οικονομικών παραγόντων εντός και εκτός Ελλάδας στρέφεται στην προσπάθεια ανάγνωσης των όσων θα συμβούν σε λίγο μεγαλύτερο βάθος χρόνου.
Το αναζητούμενο στοιχείο είναι η προοπτική πολιτικής σταθερότητας. Κάτι που περνά αφενός από το αν θα υπάρξει ισχυρή και στέρεα κυβέρνηση μετά τις εκλογές, αλλά κυρίως από το αν θα εξασφαλιστεί πλειοψηφία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, ώστε να αποτραπεί η περιδίνηση της Ελλάδας και της οικονομίας της σε έναν ατέρμονο εκλογικό κύκλο (λόγω και της απλής αναλογικής) και μάλιστα σε συνθήκες έντασης και κοινωνικής αναταραχής.
Οσο τα ενδεχόμενα αυτά παραμένουν ανοιχτά και όσο η σημερινή κυβέρνηση δείχνει να αδιαφορεί για την εξάλειψη των εκκρεμοτήτων, η αβεβαιότητα και η επιφύλαξη κυριαρχούν έναντι της χώρας.