Ελέσα Αντύπα: Στους ορίζοντες του βλέμματος
Η ταλαντούχα νεαρή ζωγράφος μιλάει για την πρώτη ατομική της έκθεση στην ιστορική Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, για το μυστήριο της έμπνευσης και για την αποστολή των νέων δημιουργών.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
«Σ’ έναν κόσμο μυριάδων εικόνων, χιλιάδων πιθανών συνθέσεων για έναν ζωγράφο, συναντά κανείς αναπάντεχα μια όψη της πραγματικότητας η οποία υφαρπάζει, εγκλωβίζει το βλέμμα σαν ισχυρός μαγνήτης. Το μυστήριο της έμπνευσης, της δυνατής έλξης που σε καλεί να πιάσεις τα πινέλα σου, συνιστά μια ασυνείδητη διαδικασία που δεν ερμηνεύεται πάντοτε» αναφέρει μιλώντας στο
ΒΗΜΑgazino η Ελέσα Αντύπα. Τη συναντάμε στην ιστορική Αίθουσα Τέχνης Αθηνών ανάμεσα στους πίνακες της πρώτης ατομικής της έκθεσης με τίτλο «Ορίζοντες του βλέμματος». Η 30χρονη ζωγράφος παρουσιάζει μια ενότητα 25 έργων ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα από λάδι σε καμβά: πρόσωπα που μας κοιτούν κατάματα αλλά και πρόσωπα που στρέφουν το βλέμμα τους μακριά μας.
Οπως σημειώνει στον κατάλογο και η επιμελήτρια της έκθεσης, Ελισάβετ Πλέσσα: «Η Ελέσα Αντύπα ζωγραφίζει εκ του φυσικού, επιχειρώντας να αποτυπώσει στον καμβά της αυτό που βλέπει. Την ίδια στιγμή, παράδοξα, τις διαστάσεις του καμβά της μοιάζει να τις καθορίζουν οι ορίζοντες του βλέμματός της. Μοντέλο της Αντύπα μπορεί να είναι εξίσου ένα κομμάτι ύφασμα, ένα ρούχο που στο έργο της αποκτά παράλληλη ζωή με τη ζωή του σώματος το οποίο ντύνει».
Η Ελέσα Αντύπα μάς ξεναγεί στην έκθεση. Αναφέρεται σε μία σκέψη του Ροντέν. «Για έναν καλλιτέχνη καθετί είναι ωραίο γιατί το βλέμμα του μπορεί και ανακαλύπτει τον χαρακτήρα, την εσωτερική αλήθεια που διαφαίνεται κάτω από τη μορφή» λέει. Οπως παραδέχεται, εκείνη τη συγκινούν οι μεταβολές που υφίσταται ένα ορατό θέαμα από το περιρρέον φως και τις διαβαθμίσεις του, τις ανακλάσεις του, τις χρωματικές διακυμάνσεις. Και το φως είναι τελικά αυτό που αποκρύπτει και αποκαλύπτει τους ανθρώπους που ζωγραφίζει, οι οποίοι είναι συνήθως πρόσωπα οικεία στην ίδια. «Γνωρίζω τη ζωή τους και το βάρος της» εξηγεί. «Παράλληλα, έναυσμα για την εκκίνηση ενός έργου δύνανται να καταστούν πίνακες ζωγράφων σύγχρονων και παλαιότερων, θραύσματα αγαλμάτων, ακόμα και μία ταινία» προσθέτει μιλώντας για τις πηγές της έμπνευσής της.
Ψυχολογία και τέχνη
Πριν από την εισαγωγή της στη Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών αλλά και τη μαθητεία της δίπλα στον Γιώργο Ρόρρη σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Οι αρχικές αυτές σπουδές στην Ψυχολογία προέκυψαν από την ανάγκη μου να υπεισέλθω σε έναν κόσμο αναζήτησης μιας βαθύτερης, κρυμμένης αλήθειας του ανθρώπινου ψυχισμού» αναφέρει. Αυτή η προσπάθεια της ανατομίας του ανθρώπινου ψυχισμού αποτυπώνεται και στα έργα της. Οπως σημειώνει και ο εικαστικός Αλέκος Κυραρίνης, που επίσης προλογίζει την έκθεση: «Η Ελέσα Αντύπα ζωγραφίζοντας δεν ψάχνει το κέντρο του κόσμου, ψάχνει το δικό της κέντρο. Και έτσι ελπίζει να γίνει μέρος του κόσμου».
Οπως εξηγεί, πάντως, οι σπουδές της στην Καλών Τεχνών την προσγείωσαν απότομα στο πεδίο της σύγχρονης τέχνης, ενώ η μαθητεία της στο ατελιέ του Γιώργου Ρόρρη αποτέλεσε ορόσημο στην εξέλιξή της: «Γιατί στο εργαστήρι του η κατανόηση της ζωγραφικής γλώσσας δεν γινόταν μόνον υπό το βλέμμα των μεγάλων ζωγράφων, αλλά εξεταζόταν υπό ένα φιλοσοφικό πρίσμα, με κοινωνικοπολιτικές και ψυχαναλυτικές προεκτάσεις. Εκεί γνώρισα και την Κάλλια Τριανταφύλλου, της οποίας η διδασκαλία – πέραν της εξαιρετικής και σπάνιας ζωγραφικής της – άφησε με τη σειρά της σημαντικό αποτύπωμα στην πορεία μου».
Για την Ελέσα Αντύπα κάθε έργο τέχνης που είναι ειλικρινές ξεπηδά από μία ανάγκη. «Η ζωγραφική διαδικασία, η άρση μιας φαινομενικά ίσως αδιάφορης εικόνας σε μνήμη μετουσιωμένη σε χρώματα και νέφτι στον καμβά, η αέναη πάλη του ζωγράφου με το έργο του, η σκέψη, ο στοχασμός και ο αναστοχασμός, η αποκάλυψη και η απελπισία, όλα αυτά που ο καλλιτέχνης υφίσταται στο ατελιέ του, είναι μια μοναχική και εσωτερική διαδικασία» αναφέρει και προσθέτει: «Είναι μια διαδικασία που απαιτεί τη σιωπή, τη μοναξιά. Είναι γόνιμη η μοναξιά, επειδή είναι δύσκολη, έλεγε ο Ρίλκε. Μέσα σε αυτήν ο ζωγράφος προσπαθεί να βρει τη δίοδο, ώστε το εσωτερικό του βίωμα να γίνει πράξη».
Και ύστερα η κουβέντα μας μετατοπίζεται στο θέμα της προσωπικής γλώσσας που ανακαλύπτει ο κάθε καλλιτέχνης για να δημιουργήσει. «Ο Σίλε κατορθώνει με μία τρεμάμενη, αιχμηρή, διατρητική γραμμή απ’ το μελάνι του να ερμηνεύσει με τρομερή οξύτητα το ψυχογράφημα της αυτοπροσωπογραφίας του. Κάθε ζωγράφος, μείζονος ή ελάσσονος σημασίας, πρέπει να βρει τη δική του γλώσσα ώστε να εκφραστεί» περιγράφει και συμπληρώνει: «Προσωπικά, έχω καταλάβει ότι έχω ανάγκη τις αλλεπάλληλες στρώσεις χρωμάτων, την πύκνωση, την επαναδιαπραγμάτευση με το έργο μετά από καιρό. Ετσι, συνειρμικά έρχονται στο μυαλό μου τα λόγια του Πικάσο· ένα έργο γίνεται ένα άθροισμα καταστροφών, απορριφθέντων ευρημάτων, που στο τέλος δημιουργούν την τελική εικόνα».
Ποια είναι όμως η ευθύνη ενός νέου καλλιτέχνη στην Ελλάδα; «Ζούμε σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης όπου στον βωμό μιας σύγχρονης ενιαίας κουλτούρας τα εθνικά χαρακτηριστικά κάθε πολιτισμού αλλοιώνονται καθώς παρεισφρέουν στοιχεία μιας παγκόσμιας πολιτιστικής συνείδησης. Αυτό εμπεριέχει πλήθος θετικών στοιχείων, μπορεί να οδηγήσει όμως σε μία ομογενοποίηση και τελικώς ισοπέδωση της τοπικής ταυτότητας. Ετσι, θεωρώ πως ευθύνη του νέου, σύγχρονου καλλιτέχνη στην Ελλάδα είναι η κατανόηση του πολιτισμού που κουβαλάει και η συνέχιση του νήματος αυτού μέσα από τη δική του προσπάθεια και οπτική» εξηγεί. Οσο για τα άμεσα σχέδιά της: «Αναμένω με πολύ ενδιαφέρον εικαστικές εκδηλώσεις, αλλά πρώτα απ’ όλα θα επισκεφθώ τη Νέα Εθνική Πινακοθήκη, το Μουσείο Γουλανδρή με τα νέα εκθέματα και φυσικά θέλω να ταξιδέψω ώστε να δω όση περισσότερη ζωγραφική μπορώ στα μουσεία του κόσμου».
INFO
«Ορίζοντες του βλέμματος»: Αίθουσα Τέχνης Αθηνών (Γλύκωνος 4, Αθήνα), έως τις 19 Ιουνίου.

