Οι ατέλειες, οι αστοχίες και οι ανεπάρκειες του συστήματος Υγείας «πληγώνουν» τους ασφαλισμένους, οι οποίοι αναγκάζονται εν μέσω κρίσης να πληρώνουν για να αγοράσουν χρόνο, ιατρικές επισκέψεις και υπηρεσίες σε ένα, κατά τα άλλα, υγειονομικό πλαίσιο με δημόσια… πυξίδα.
Η περίπτωση του μόνιμου – όπως διαγράφεται τα τελευταία χρόνια – εκτροχιασμού της φαρμακευτικής δαπάνης είναι ενδεικτική της αδυναμίας της πολιτείας αφενός να καλύψει τις πραγματικές πληθυσμιακές ανάγκες και αφετέρου να συγκρατήσει την υπερσυνταγογράφηση και την αντικατάσταση παλαιών φθηνών σκευασμάτων από αντίστοιχα ακριβότερα.
Αναλυτικότερα, ο κλειστός προϋπολογισμός για τη φαρμακευτική εξωνοσοκομειακή κάλυψη των πολιτών έχει κλειδώσει στα 1,94 δισ. ευρώ ή στα 970 εκατομμύρια ευρώ το εξάμηνο. Τα δεδομένα εν τούτοις καταγράφουν μια ανεξέλεγκτη πορεία υπέρβασης.

Συμμετοχή που ξεπερνά τo 30%

Η 6η τροποποίηση του προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ, που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα στη Διαύγεια, «ομολογεί» ότι το 2018 θα κλείσει με τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις να καλούνται να καταβάλουν τουλάχιστον 1,1 δισ. ευρώ σε claw-back και rebate (μηχανισμοί αυτόματης επιστροφής σε περίπτωση υπέρβασης και έκπτωσης).
Ζημιωμένοι όμως είναι και οι πολίτες, καθώς εν μέσω κρίσης έχει αυξηθεί δραματικά η ιδιωτική δαπάνη για την αγορά σκευασμάτων. Ετσι, ενώ το 2009 η συμμετοχή στη φαρμακευτική περίθαλψη ήταν μεσοσταθμικά 9%, σήμερα ξεπερνά το 30%.
Μοιραία, σε απόλυτους αριθμούς, το 2017 η συμμετοχή ανήλθε στα 600 εκατομμύρια ευρώ. Οπως, δε, προκύπτει από τις σχετικές αναλύσεις, τα 360 εκατομμύρια είναι η συμμετοχή από το προβλεπόμενο 10% ή 25% και τα 240 εκατομμύρια ευρώ το «καπέλο» λόγω επιλογής πρωτοτύπου.
Επιπρόσθετα και δεδομένης της διεύρυνσης της «αρνητικής» λίστας – δεκάδες φάρμακα έχουν μεταφερθεί στη λίστα των μη αποζημιούμενων σκευασμάτων από τον ΕΟΠΥΥ – εκτιμάται ότι ο συνολικός λογαριασμός των πολιτών ξεπερνά τα 800 εκατομμύρια.
«Η ασκούμενη πολιτική φαρμάκου έχει αποτύχει να αντιμετωπίσει το βασικό πρόβλημα που είναι η ποσότητα και η σύνθεση της φαρμακευτικής κατανάλωσης. Δεν δόθηκε προτεραιότητα στις δομικές μεταρρυθμίσεις για την καταπολέμηση της πολυφαρμακίας (στα χρόνια της κρίσης οι συνταγές αυξήθηκαν από 4,5 εκατ. σε 6,5 εκατ. τον μήνα) και για την αύξηση του μεριδίου της αγοράς των γενοσήμων, τα οποία είναι εξίσου αξιόπιστα αλλά πιο φθηνά φάρμακα» σημειώνει ο καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής,  διευθυντής του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, κ. Γιάννης Τούντας.
Μόνο 1.000

Οικογενειακοί γιατρoί

Εν τω μεταξύ, σε ένα γιγαντιαίο εγχείρημα που στήθηκε σε… πήλινα πόδια εκτυλίσσεται και η λεγόμενη «εμβληματική και επαναστατική» μεταρρύθμιση στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ).

Η αιφνιδιαστική μείωση της στάθμης της «δεξαμενής» των συμβεβλημένων ιατρών στα τέλη του καλοκαιριού έχει αφήσει ακάλυπτους 10 εκατομμύρια ασφαλισμένους. Τα δεδομένα, όπως αυτά προκύπτουν έπειτα από το αναιμικό ενδιαφέρον των γιατρών στις σχετικές προκηρύξεις – εκκλήσεις του υπουργείου Υγείας, αποκαλύπτουν το μέγεθος της «μαύρης τρύπας» που έχει προκύψει στις υπηρεσίες Υγείας.

Ειδικότερα, οι οικογενειακοί γιατροί (δηλαδή γενικοί ιατροί, παθολόγοι και παιδίατροι) στις Τοπικές Μονάδες Υγείας (ΤΟΜΥ) και στον ΕΟΠΥΥ δεν αγγίζουν καν τους 1.000, με τις ελλείψεις να τινάζουν στον «αέρα» τα 5 εκατομμύρια δωρεάν ραντεβού των ασφαλισμένων ετησίως.

Οι εκπρόσωποι του ιατρικού κλάδου κάνουν λόγο για μία ακόμη στρέβλωση που στραγγαλίζει τα νοικοκυριά καθώς η μεταρρύθμιση της ΠΦΥ, που σύμφωνα με την ηγεσία του υπουργείου Υγείας θα απαντούσε στο αίτημα της άρσης των υγειονομικών ανισοτήτων, στην πράξη οδηγεί στην απασφάλιση των ασφαλισμένων.

Κατά τον τρόπο αυτόν διευρύνεται το χάσμα ανάμεσα σε εκείνους που αναγκαστικά θα περιμένουν στις δημόσιες ουρές και σε εκείνους που (είτε κατ’ επιλογήν, είτε κατ’ ανάγκην) θα αγοράζουν χρόνο καταφεύγοντας στον ιδιωτικό τομέα.

Εν τω μεταξύ και σύμφωνα με τον κ. Τούντα, η τόνωση της αποδυναμωμένης και  πολύπαθης ΠΦΥ θα μπορούσε, αντί να ξεκινήσει από το «μηδέν», να στηθεί στο ήδη υπάρχον δίκτυο δημόσιων δομών που έχει αφεθεί στην τύχη του.

«Οι επιλογές της κυβέρνησης στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας κινήθηκαν σε λάθος κατεύθυνση. Αντί να ενισχύσει με κάθε δυνατό τρόπο τη στελέχωση και τον εξοπλισμό των Κέντρων Υγείας και των πρώην Πολυϊατρείων του ΙΚΑ που εντάχθηκαν στο ΠΕΔΥ, επέλεξε για λόγους εντυπωσιασμού να οργανώσει ένα επιπλέον θνησιγενές σύστημα Τοπικών Μονάδων Υγείας (ΤΟΜΥ) χωρίς να είναι σε θέση να τα στελεχώσει επαρκώς» σημειώνει.

Και προσθέτει: «Το αποτέλεσμα είναι οι έλληνες πολίτες να στρέφονται όλο και περισσότερο στον ιδιωτικό τομέα για την κάλυψη των εξωνοσοκομειακών αναγκών υγείας, βάζοντας ακόμα πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη και εντείνοντας, έτσι, τις ήδη δυσβάστακτες κοινωνικές ανισότητες στην υγεία».

Ραντεβού στα (επί πληρωμή) απογευματινά ιατρεία

Ενα ακόμη οξύμωρο σχήμα έχει δημιουργηθεί εντός του ΕΣΥ. Παρά τον δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα του συστήματος, οι αναμονές στα τακτικά εξωτερικά ιατρεία εξωθούν τους ασθενείς να κλείσουν ραντεβού στα απογευματινά ιατρεία.

Σε αυτή την περίπτωση, όμως, τα ασφαλιστικά ταμεία δεν αποζημιώνουν την επίσκεψη, έτσι μοιραία ο ασθενής καταβάλλει την αμοιβή του γιατρού που έχει διαμορφωθεί στα 72 ευρώ εάν είναι καθηγητής και στα 64 ευρώ εάν είναι συντονιστής διευθυντής. Ανάλογα με τη βαθμίδα η αμοιβή μειώνεται, με την πιο χαμηλή (24 ευρώ) να αφορά ραντεβού με επιμελητή Γ’.

Ομως, παρότι οι τιμές των απογευματινών ιατρείων ανταγωνίζονται αυτές του ιδιωτικού τομέα, η ζήτηση στα δημόσια νοσοκομεία παραμένει αυξημένη και λόγω του υψηλού  κόστους της ιδιωτικής νοσοκομειακής περίθαλψης.

Αρκεί κανείς να αναλογιστεί ότι οι πολίτες έκλεισαν 220.793 ραντεβού πέρυσι σε απογευματινά ιατρεία των νοσοκομείων της Αττικής, ενώ ο αντίστοιχος αριθμός για το πρώτους οκτώ μήνες του 2018 είναι 137.548.

Μόνο στον Ευαγγελισμό απευθύνθηκαν πέρυσι 12.954 ασφαλισμένοι, ενώ αυξημένη κίνηση καταγράφεται και εφέτος καθώς έως τα τέλη Αυγούστου είχαν επισκεφτεί τα απογευματινά ιατρεία 8.800 ασθενείς.

Πάρα ταύτα, το ταμείο του μεγαλύτερου νοσοκομείου της χώρας παραμένει «μείον» μολονότι τα απογευματινά ιατρεία υποτίθεται ότι θα αποτελούσαν μια οικονομική ένεση στις αμοιβές του υγειονομικού προσωπικού αλλά και στον προϋπολογισμό του ΕΣΥ, με ανταποδοτικά οφέλη και για τους ασθενείς.

«Η αξία των εξετάσεων στις οποίες υποβάλλονται οι ασφαλισμένοι κατά την ολοήμερη λειτουργία είναι κατά μέσο όρο 450.000 ευρώ τον μήνα. Το ποσό αυτό δεν αποζημιώνεται από τον ασθενή αλλά από τον ΕΟΠΥΥ» εξηγεί ο καρδιολόγος και πρόεδρος του Συλλόγου Εργαζομένων του νοσηλευτικού ιδρύματος Ηλίας Σιώρας, επιχειρώντας να λύσει μια εξίσωση μεγάλης δυσκολίας.

«Ομως, το μεγαλύτερο ασφαλιστικό ταμείο της χώρας έχει σωρεύσει χρέη προς τον Ευαγγελισμό της τάξεως των 230 εκατομμυρίων ευρώ – το ποσό αυτό αναλογεί σε  δύο ετήσιους προϋπολογισμούς για τη λειτουργία του νοσοκομείου. Τα οικονομικά αυτά μεγέθη περιγράφουν τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουμε καθώς, για να περιθάλψουμε τον κόσμο, κάνουμε αιματηρές οικονομίες από παντού» καταλήγει.