Στοιχεία της δεκαετίας του ’60
Το «Συζυγικό καθήκον» είναι ένα ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα που απεικονίζει την ατμόσφαιρα και την κοινωνία της εποχής
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ένα μυθιστόρημα αστυνομικό, όταν σε αυτό δεν υπάρχει φόνος; Προφανέστατα, ναι, αν στην πλοκή του υπάρχει ένα έγκλημα πλην του φόνου ή αν κάποιος ετοιμάζεται να το διαπράξει και ορισμένοι προσπαθούν να το αποτρέψουν. Ενα από τα καλύτερα δείγματα τέτοιας αστυνομικής ιστορίας χωρίς φόνο είναι Η περιπέτεια της χριστουγεννιάτικης πουτίγκας της Αγκαθα Κρίστι με ήρωα τον Ηρακλή Πουαρό. Σε αυτού του είδους τα μυθιστορήματα εκείνο που έχει σημασία δεν είναι τόσο η πλοκή, η δράση, οι ανατροπές, όσο οι χαρακτήρες των ηρώων, οι συμπεριφορές τους και ο κοινωνικός τους περίγυρος. Κάτι παρόμοιο έκανε ο Χριστόφορος Βεϊνόγλου (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου, 1953). Με σπουδές στο Πολυτεχνείο και επαγγελματικές εμπειρίες στη μετάφραση, έγραψε το μυθιστόρημα Συζυγικό καθήκον, όπου πρωταγωνιστούν τρεις φίλοι: o ευκατάστατος δικηγόρος Αλκιβιάδης (παντρεμένος με την Νταίζη), ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Χαράλαμπος με προφίλ λαϊκού τύπου (αρραβωνιασμένος με τη Νεκταρία) και ο δημοσιογράφος Ντάνης (παντρεμένος με τη Χαρούλα). Η ιστορία τους διαδραματίζεται στην Αθήνα στις αρχές του 1964, πριν και μετά από τις εκλογές που κέρδισε η Ενωση Κέντρου, κόμμα του οποίου ηγείτο ο Γεώργιος Παπανδρέου με το θριαμβευτικό ποσοστό 52,7% (η Δεξιά ως ΕΡΕ έλαβε το 35,20% και η Αριστερά ως ΕΔΑ το 11,80%).
Από την αρχή, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως ντεκόρ τη βροχή, ένα από τα βασικά στοιχεία των νουάρ μυθιστορημάτων (όχι των αστυνομικών ή εκείνων που αποκαλούνται «μυστηρίου» ή «θρίλερ»). Το μυθιστόρημα αρχίζει με τον Αλκιβιάδη, ο οποίος εξετάζει ένα σχέδιο εξαγοράς από τον επιχειρηματία Δελίκη, τον πιο καλό πελάτη του, την εξαγορά μιας επιχείρησης με στάβλους στην Αμφιθέα. Η Χαρούλα αναθέτει στον Χαράλαμπο να παρακολουθήσει τον άντρα της κι ο ντετέκτιβ, ο οποίος συνήθως αναλαμβάνει υποθέσεις σχετικές με μοιχεία και διαζύγια, ξυλοδαρμούς γυναικών από συζύγους ή διαφορές για κληρονομικά, ανακαλύπτει πως ο Ντάνης έχει ερωμένη την Νταίζη. Ο Δελίκης ζει τη μεγάλη ζωή κι έχει μια κόρη, την Ντέμη, η οποία αγαπάει τον ιππόδρομο και συνδέεται αισθηματικά με κάποιον τζόκεϊ, ένα είδος ζιγκολό. Του δίνει χρήματα αλλά αυτός τη συκοφαντεί.
Για να τιμωρήσει αυτόν και τον πατέρα της, η Ντέμη βάζει φωτιά στους στάβλους του Ιπποδρόμου. Στο μεταξύ, η Χαρούλα μαχαιρώνει τον άντρα της. Ολοι σχεδόν οι εμπλεκόμενοι στην πλοκή επιδίδονται στο κυνήγι του κέρδους (ένας δικαστής έχει πάθος με τη χαρτοπαιξία), στην καλοπέραση και τις ηδονές και αυτό, ενώ εμπίπτει στις φυσιολογικές ανθρώπινες δραστηριότητες, κάποιους ενοχλεί. Η ιστορία που έχει ως κεντρικό θέμα τη συζυγική απιστία τελειώνει με happy end, καθώς τα πράγματα επανέρχονται στην κανονικότητα.
Αυτό που παρατηρεί ο αναγνώστης είναι μεν η χαμηλών τόνων εξιστόρηση της δράσης των ηρώων, χωρίς αγριότητες, εντάσεις, αίματα, αλλά και η παρουσίαση του τρόπου ζωής τους, αφού ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Ο ντετέκτιβ Χαράλαμπος ζει στου Γκύζη, σε μια διώροφη μονοκατοικία με αυλή, και ο Δελίκης στο Κεφαλάρι σε παλιά βίλα με κήπο, όπου δουλεύουν μια οικιακή βοηθός, σοφέρ, μαγείρισσα και κηπουρός. Ο συγγραφέας περιγράφει εναργώς την Αθήνα της εποχής με τροχονόμους, συνοικίες με χωματόδρομους, φοιτητικές συγκεντρώσεις, διασκέδαση σε καμπαρέ και μπαρ όπου σερβίρουν κονιάκ, και με προεκλογική ατμόσφαιρα, ζωντανή αλλά όχι παθιασμένη.
Κλείνοντας το βιβλίο, αναρωτιόμαστε αν ο Χριστόφορος Βεϊνόγλου εμφανιστεί σύντομα με μια ιστορία ανάλογη ή πιο δραματική, δηλαδή που θα έχει έναν φόνο, μια έρευνα, κάποιους υπόπτους και τη λύση του αινίγματος, όπως συμβαίνει στα κλασικά αστυνομικά αναγνώσματα. Οι γνώσεις του στην πρόσφατη ελληνική Ιστορία και οι ικανότητές του στην αφήγηση δημιουργούν προσδοκίες.

