Στην Αθήνα της Κατοχής και της πείνας
Μια δολοφονία ενός Γερμανού των Ες Ες γίνεται αφορμή για την ακτινογράφηση της πρωτεύουσας το 1941

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Κατά πλειονότητα, τα σύγχρονα ελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα ασχολούνται με τη σημερινή πραγματικότητα και περιγράφουν την κοινωνία κυρίως της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, ενίοτε και κάποιας επαρχιακής πόλης. Ελάχιστοι συγγραφείς έχουν ως θέμα την Ιστορία και κάποια γεγονότα παλαιοτέρων εποχών, ειδικά της Κατοχής, κάτι που συνήθιζε να κάνει ο Γιάννης Μαρής, ο εισηγητής της αστυνομικής λογοτεχνίας στη χώρα μας. Τώρα, έρχεται ο Πάνος Αμυράς (Αθήνα, 1966), ο οποίος έχει σπουδάσει οικονομικές επιστήμες και είναι δημοσιογράφος. Το μυθιστόρημά του Ο λιμός τοποθετείται στην Αθήνα της Κατοχής, τον Δεκέμβριο του 1941, και ενώ η πόλη ζει τον εφιάλτη του μεγάλου λιμού. Οι κάτοικοι πεθαίνουν απ’ την πείνα, ενώ ο υπαστυνόμος Αγραφιώτης που υπηρετεί στο αστυνομικό τμήμα της Πλάκας ερευνά τη δολοφονία ενός λοχαγού των Ες Ες που έγινε στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία»: ο αξιωματικός έπεσε στο έδαφος από ένα μπαλκόνι, κάποιος τον έσπρωξε, ενώ προηγουμένως τον μαχαίρωσε. Η ιστορία αρχίζει μ’ έναν μικρό λούστρο, τον ορφανό Στελλάκη, ο οποίος βιοπαλεύει γυαλίζοντας παπούτσια των Γερμανών έξω από το ξενοδοχείο – το σώμα του Γερμανού έπεσε πάνω του και τον τραυμάτισε.
Ο Αγραφιώτης πληροφορείται πως ο νεκρός λοχαγός βρέθηκε στην ελληνική πρωτεύουσα ως απεσταλμένος του Γιόζεφ Γκέμπελς, υπουργού Προπαγάνδας του Ράιχ. Το θύμα είχε μαζί του έναν χαρτοφύλακα που εξαφανίστηκε. Τι περιείχε άραγε; Υπάρχουν πληροφορίες πως είχε συλλέξει στοιχεία για κύκλωμα μαύρης αγοράς, όπου είναι μπλεγμένα μέλη της κατοχικής κυβέρνησης και μαυραγορίτες.
Στο μυθιστόρημα, εκτός από τα φανταστικά πρόσωπα, δημιουργήματα του συγγραφέα, εμφανίζονται και ιστορικά πρόσωπα, με σημαντικότερο τον Αγγελο Εβερτ, διοικητή της Αστυνομίας Πόλεων της Αθήνας. Βλέπουμε και την Ιωάννα Τσάτσου, αδελφή του Γιώργου Σεφέρη, να ζητάει από τον Αγραφιώτη να κάνει κάτι, μαζί με άλλους, ώστε να πάψουν να πεθαίνουν παιδιά στους δρόμους από την πείνα. Ακόμα εμφανίζεται κι ο Αγγελος Σικελιανός. Επίσης, βλέπουμε, τον Σπύρο Σκούρα, παραγωγό του κινηματογράφου, που συζητά με τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Αθηναγόρα για τη βοήθεια στο επισιτιστικό πρόβλημα της Ελλάδας, ο οποίος συναντιέται με τον πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούζβελτ.
Ευθύς εξαρχής, ο Πάνος Αμυράς προσπαθεί να δείξει στον αναγνώστη το ζοφερό κλίμα που επικρατούσε στη σκλαβωμένη Αθήνα και βέβαια ο τίτλος Ο λιμός παραπέμπει στη μεγάλη δοκιμασία πείνας που μάστιζε τους κατοίκους της. Περιγράφοντας τους δρόμους της πόλης, μιας πόλης εγκαταλελειμμένης, με την οσμή του θανάτου πανταχού παρούσα, μιλάει για τη λεωφόρου Συγγρού και την πλατεία Συντάγματος, όπου δεκάδες σκελετωμένοι ζητιάνοι εκλιπαρούσαν για λίγο φαγητό, ενώ ένα κάρο του δήμου μεταφέρει νεκρούς από την πείνα. Από την άλλη μεριά, βλέπουμε τους μαυραγορίτες γύρω από την Ομόνοια, να συνεργάζονται αρμονικά με τους κατακτητές, τους βασικούς τους προμηθευτές σε τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, να διαμορφώνουν μια νέα κοινωνική τάξη, μαζί με τους χοντρέμπορους, εκείνους που άρπαζαν κοσμήματα, λίρες, έπιπλα και σπίτια από τους κατόχους τους για λίγα πληθωριστικά χρήματα. Παράλληλα, γίνεται λόγος για τους γερμανόφιλους, οι οποίοι, όταν ο στρατός της Βέρμαχτ εισέβαλε στη χώρα, έσπευσαν να δώσουν τα διαπιστευτήριά τους στη νέα εξουσία. Επιπλέον, μαθαίνουμε πως η συνεργασία της Ειδικής Ασφάλειας, της ελληνικής αντικομμουνιστικής υπηρεσίας, με τους Γερμανούς «είχε γίνει γάγγραινα» για το σώμα της αστυνομίας.
Το μυθιστόρημα του Πάνου Αμυρά, βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, επιχειρεί να φωτίσει τη σκοτεινή περίοδο της Κατοχής μέσω μιας αστυνομικής ιστορίας, κάτι που έχει πράξει με μεγάλη επιτυχία ο Φίλιπ Κερ, ο οποίος με τον ίδιο τρόπο έδειξε στα μυθιστορήματά του την άνοδο και την πτώση του ναζισμού στη Γερμανία, κυρίως στο Βερολίνο.

