Ησυνάντησή μας με τη Νίκολα Ράαμπ έγινε σε ένα διάλειμμα από τις πρόβες της «Γενούφα», της όπερας του Γιάνατσεκ με την οποία ανοίγει εφέτος η αυλαία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Η γερμανίδα σκηνοθέτρια, μία από τις πιο σημαντικές της νεότερης γενιάς σε διεθνές επίπεδο, με μεγάλες επιτυχίες σε Βιέννη, Κοπεγχάγη, Μπρέγκεντς, Γκέτεμποργκ, Λος Αντζελες, Σικάγο κ.α., βρίσκεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα για λόγους επαγγελματικούς. Στο παρελθόν, είχε ταξιδέψει μία φορά στην Κρήτη αλλά παραδέχεται πως τα τελευταία χρόνια προτιμούσε την Ιταλία και τη Γαλλία. Τώρα που είναι στην Αθήνα, όμως, προσπαθεί να εκμεταλλευθεί τον ελεύθερο χρόνο της – Σαββατοκύριακα κυρίως – για να γνωρίσει τη χώρα μας. Εχει ήδη επισκεφθεί το Αγκίστρι, τις Μυκήνες, το Ναύπλιο, τους Δελφούς, το Γαλαξίδι και δηλώνει γοητευμένη.
Και η «Γενούφα»; Ποια είναι η σχέση της με ένα από τα σημαντικότερα λυρικά έργα του 20ού αιώνα που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα; «Είναι η πρώτη δική μου σκηνοθεσία του έργου αυτού αλλά έχω δουλέψει τρεις φορές ως βοηθός σκηνοθέτη σε άλλες παραγωγές» λέει η Ράαμπ. Μιλάει με πάθος και ενθουσιασμό. Λέει πως σαφώς υπάρχουν όπερες που προτιμά από άλλες, αλλά κάθε φορά δίνεται ψυχή τε και σώματι σε αυτήν που πρόκειται να ανεβάσει. «Στην προκειμένη περίπτωση αυτό που με κέντρισε ιδιαίτερα και στάθηκε και σημείο εκκίνησης για τη δουλειά μου είναι η ανθρώπινη πλευρά της υπόθεσης: οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ηρώων και τις οποίες ο συνθέτης σκιαγραφεί θαυμάσια. Αυτό ήταν άλλωστε και το μεγάλο του χάρισμα. Η «Γενούφα» θεμελίωσε τη φήμη του Γιάνατσεκ ως συνθέτη όπερας. Η φήμη άργησε να έρθει στη ζωή του. Το 1904 που δόθηκε η πρεμιέρα του έργου ήταν ήδη 50 ετών. Μετά από αυτήν, όμως, μπόρεσε να ορίσει τη δημιουργική του πορεία με τρόπο που δεν είχε καταφέρει να κάνει νωρίτερα».

Ωμός ρεαλισμός

Η τρίπρακτη «Γενούφα» βασίζεται σε κείμενο του τσέχου συνθέτη το οποίο με τη σειρά του στηρίζεται στο θεατρικό της Γκαμπριέλα Πρεΐσοβα με τίτλο «Η ψυχοκόρη της» (1890). Πρόκειται για μια ιστορία ωμού ρεαλισμού που παρουσιάζει αναγνωρίσιμες αντιστοιχίες με τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη. Σύμφωνα με την υπόθεση, η όμορφη Γενούφα περιμένει παιδί από τον μυλωνά Στέβα και αποθαρρύνει τον νεότερο ετεροθαλή αδελφό του Λάτσα, ο οποίος είναι ερωτευμένος μαζί της. Αυτός, για να την εκδικηθεί, της χαράζει το πρόσωπο με ένα μαχαίρι. Καθώς είναι πλέον στερημένη από την ομορφιά της, ο Στέβα δεν τη θέλει πια και αρραβωνιάζεται την κόρη του δημάρχου. Τότε η μητριά της Γενούφα, η αυστηρών αρχών Νεωκόρισσα του χωριού, στρέφεται στον ακόμη ερωτευμένο Λάτσα. Οταν εκείνος αρνείται να νομιμοποιήσει το παιδί του αδελφού του, η Νεωκόρισσα θανατώνει το νεογέννητο λέγοντας ψέματα στη Γενούφα ότι το παιδί της πέθανε στη γέννα. Λίγους μήνες αργότερα, την ημέρα του γάμου του Λάτσα με τη Γενούφα, το νεκρό σώμα του παιδιού αποκαλύπτεται. Η Νεωκόρισσα ομολογεί το έγκλημά της και καταδικάζεται από όλους εκτός από τη Γενούφα, η οποία τη συγχωρεί. Παρά τις εξελίξεις, ο Λάτσα μένει κοντά στην αγαπημένη του…
«Αυτό που θα δείτε στη σκηνή θα είναι ένα αφαιρετικό, μεταφυσικό θέαμα με πραγματικούς ανθρώπους» λέει γελώντας η Ράαμπ. «Στη «Γενούφα» οι αποφάσεις παίρνονται από τις γυναίκες. Οι άνδρες είναι απόντες ή τουλάχιστον κινούνται στην περιφέρεια των πραγμάτων. Οταν ανοίγει η αυλαία τρεις γενιές γυναικών βρίσκονται επί σκηνής: γιαγιά, μητριά και θετή κόρη. Αυτές αναλαμβάνουν τα ηνία και αποφασίζουν την πορεία των εξελίξεων κυρίως μέσω του χαρακτήρα της Νεωκόρισσας, της μεσαίας από τις τρεις, της μητρικής φιγούρας. Οι αποφάσεις της καθορίζουν τις ζωές όλων των υπολοίπων. Ενα σπίτι λειτουργεί ως το αρχικό κύτταρο του σκηνικού αλλά και της αφήγησης της ιστορίας. Επιβλέπει, προφυλάσσει, κρύβει και στο τέλος αποκαλύπτει γεγονότα, μυστικά, οικογένειες, γυναίκες, παιδιά, το παρελθόν και το παρόν. Με σχεδόν μεταφυσικό τρόπο λειτουργεί στις εξελίξεις μέχρι τελικά να διαλυθεί, όταν πλέον δεν εξυπηρετεί κάτι».
Η λέξη «μεταφυσικό» επανέρχεται σταθερά στον λόγο της Ράαμπ. Η ίδια πιστεύει ότι πρόκειται για στοιχείο διαχρονικότητας. «Ακόμη και σήμερα μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι πρέπει να κάνει κάτι λόγω κοινωνικών επιταγών ή φόβου. Εν προκειμένω η Νεωκόρισσα παίρνει τις συγκεκριμένες αποφάσεις γιατί φοβάται μήπως χάσει τον αυτοσεβασμό της. Αυτό μπορεί να συμβεί σε όλους, είναι ανθρώπινο. Το θέατρο, η τέχνη γενικότερα, μας βοηθούν να δούμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη. Αυτό ακριβώς θεωρώ πως είναι και η δική μου δουλειά. Να ξυπνήσω κάτι στο κοινό. Δεν με ενδιαφέρει να εξηγήσω τα πάντα, αλλά θέλω να κεντρίσω τον θεατή ώστε να βάλει ο ίδιος τον εαυτό του σε μια διαδικασία αναζήτησης».

Λευκό σπίτι στο δάσος

Μέσα από αυτό το πρίσμα η Ράαμπ, με βασικό συνεργάτη στα σκηνικά και στα κοστούμια τον διεθνώς αναγνωρισμένο Γιώργο Σουγλίδη, προτείνει μια κλασική ανάγνωση του έργου και αντιμετωπίζει τον ωμό ρεαλισμό της ιστορίας μέσα από μια ποιητική διάσταση. Το βασικό στοιχείο του σκηνικού είναι ένα λευκό σπίτι «εγκλωβισμένο» μέσα στο δάσος, όπως προβλέπει το έργο, σαν μια αναφορά στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και στους αυστηρούς κανόνες της κοινωνίας από τους οποίους κανείς δεν ξεφεύγει. Οσο το έργο εξελίσσεται, το σπίτι αλλάζει μορφές και τελικά διαλύεται. Τα κοστούμια έχουν επιρροές από τη μοραβική ύπαιθρο, ενώ στην παραγωγή θα χρησιμοποιηθούν και εντυπωσιακές παραδοσιακές τσέχικες φορεσιές.
Στη διανομή της «Γενούφα» συμμετέχουν έλληνες και ξένοι πρωταγωνιστές. Στον ρόλο του τίτλου, η ανερχόμενη υψίφωνος Σάρα Τζέιν Μπράντον, «μία από τις ντίβες του αύριο» όπως τη χαρακτήρισε ο βρετανικός «Independent», ενώ στη δεύτερη διανομή την ηρωίδα θα ερμηνεύσει η πρωταγωνίστρια της ΕΛΣ Μαρία Μητσοπούλου. Τη Νεωκόρισσα θα υποδυθεί η Γερμανίδα Ζαμπίνε Χογκρέφε  που αποθεώθηκε στην περυσινή «Ηλέκτρα» του Ρ. Στράους με την οποία η Λυρική εγκαινίασε τη λειτουργία της στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος και στη δεύτερη διανομή η «δική μας» Τζούλια Σουγλάκου. Ο Ολλανδός Φρανκ βαν Ακεν, ένας από τους δημοφιλέστερους τενόρους της γενιάς του, θα ερμηνεύσει τον Λάτσα ενώ στους υπόλοιπους ρόλους εμφανίζονται διακεκριμένοι έλληνες λυρικοί τραγουδιστές. Την Ορχήστρα της ΕΛΣ διευθύνει ο Λουκάς Καρυτινός.