Έντυπη Έκδοση Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους Υπάρχουν πολλές εικόνες που σε ζορίζουν. Και πολύ περισσότερες μικρές ιστορίες ανθρώπων. Μικρές για εσένα, για εκείνους μεγάλες, σχεδόν ιστορίες ζωής. Η πανδημία είναι μια ομίχλη που κρύβει προσωπικές ερημιές. Οι ηλικιωμένοι που πρέπει να προσθέσουν στον φόβο και τη λύσσα τους να αγκαλιάσουν τα εγγόνια τους. Τα βουβά σχολικά προαύλια που φτιάχτηκαν για την πιο άδολη ανθρώπινη χαρά, το παιδικό γέλιο και το παιχνίδι. Είναι αυτή η ησυχία που δεν αντέχεται εύκολα. Κι αν στην πρώτη καραντίνα χαιρόμασταν όλοι που ακούγαμε ξανά τα πουλιά να ξεθαρρεύουν και να γεμίζουν τα κενά, τώρα στη δεύτερη αυτά τα ίδια πουλιά τα ακούμε σαν μέρος του soundtrack μιας δυστοπίας. Παρατράβηξε, το νιώθουμε όλοι. Μοιάζει να είμαστε κοντά σε κάποιο λυκαυγές, να πλησιάζει η ώρα που θα βγούμε σε ένα πρωί.
Πάλι βέβαια με πολλές επιφυλάξεις για τα αποτελέσματα των διαφημισμένων λύσεων. Αλλά με επιφυλάξεις έχουμε εμβολιαστεί από γεννησιμιού μας. Δεν μας έπιασε όλους το ίδιο. Σε κάποιους δημιούργησε ισχυρά αντισώματα αμφιβολίας, όχι εκείνης που σε κάνει αντιδραστικό σε όλα, αλλά της αμφιβολίας που δεν σε αφήνει να πάρεις πολύ σοβαρά τον εαυτό σου. Σε άλλους η αμφιβολία κακοφόρμισε σε ένα κρεσέντο αρνητισμού για οτιδήποτε δεν καταλαβαίνουν, οτιδήποτε τους υπερβαίνει. Δεν τους κινητοποίησε, τους παρέλυσε, τους πάγωσε την εικόνα για τον κόσμο και τον εαυτό τους.
Επιστρέφω στα προαύλια. Περνάω καθημερινά, δεν συνηθίζεται, δεν χωνεύεται. Τα καλοκαίρια η ίδια εικόνα είναι πολύ παρήγορη γιατί ξέρεις πως τα παιδιά είναι κάπου αλλού, όμορφα. Τώρα τα σκέφτεσαι να σε περιμένουν μονίμως στην πόρτα να τους φέρεις τον έξω κόσμο. Παρ’ όλα αυτά, έχω διαβάσει πολλά για το τι θα αφήσει στα παιδιά αυτή η ιστορία. Περισσότερα από τα μισά μού ακούγονται υπερβολικά. Είναι στενάχωρο αλλά όχι από εκείνα που αφήνουν ανεξίτηλα τραύματα. Ετσι νομίζω τουλάχιστον. Στην πρώτη ρουτίνα που θα πάρουν πίσω, θα μπουν πάλι στο νερό και θα κυλήσουν. Δεν θα κοιτάξουν πίσω.
Θυμάμαι καλά στα επτά μου τα τανκς να περνούν μπροστά στα μάτια μου στην Πατησίων για να πάνε στο Πολυτεχνείο. Τους γονείς μου να με μαζεύουν μέσα. Δεν ξέρω αν ήταν φοβισμένοι – αν και τα παιδιά τον μυρίζονται τον φόβο των μεγάλων. Εγώ μάλλον χαιρόμουν που πρώτη φορά έβλεπα τανκ από τόσο κοντά. Πήρα εκείνη την ημέρα και την έκανα κάτι άλλο. Γιατί μπορούσα, ήμουν ένα μικρό παιδί, τα πάντα μπορούσα να τα κάνω όπως ήθελα. Ισως κάπως έτσι να κάνουν τα σημερινά πιστσιρίκια την πανδημία, όπως θέλουν. Εμείς να στενοχωριόμαστε κι εκείνα να είναι μια χαρά.
Αυτό που θα περάσει πιο δύσκολα είναι οι απώλειες. Καμία δεν είναι παράπλευρη – λόγω ηλικίας ή επικείμενου νοσήματος. Είναι θάνατοι. Τελεία. Πάρα πολλά σπίτια θα πρέπει να διαχειριστούν τις μνήμες τους. Και να βρουν την ισορροπία τους ύστερα από τα καινούργια μετρήματα. Το μέτρημα με τους έξω, το μέτρημα με το μέσα τους. Αυτό δεν θα το αποφύγει κανείς μας, έστω σε άλλες συνθήκες.