Ξεκίνησε μετά την άρση του τραπεζικού απορρήτου, στα μέσα Σεπτεμβρίου, το σκανάρισμα 200.000 δανειοληπτών που έχουν υποβάλει αίτημα για ένταξη στον νόμο Κατσέλη και αναμένουν την εκδίκαση της υπόθεσής τους στο Ειρηνοδικείο. Τα χρέη τους στις τράπεζες διαμορφώνονται στα επίπεδα των 17 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 9 δισ. ευρώ αφορούν οφειλές από την κατηγορία της στεγαστικής πίστης.
Οι τράπεζες θεωρούν ότι η ταχύτερη ανάκτηση των συγκεκριμένων δανείων, με οργανικό τρόπο, δηλαδή με βιώσιμες ρυθμίσεις, αποτελεί κλειδί για την επίτευξη των στόχων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τα επόμενα χρόνια.
Παράλληλα, οι τράπεζες θέλουν να μειωθεί από τον Ιανουάριο της ερχόμενης χρονιάς το πλαφόν στην αντικειμενική αξία των ακινήτων που μπορούν να ενταχθούν στον νόμο Κατσέλη, εφόσον υπάρχει παράταση στην ισχύ του. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν υποβάλει πρόταση για μείωση του ανώτατου ορίου από τις 280.000 σήμερα, στις 100.000 ευρώ.
 Οι τράπεζες εκτιμούν ότι περίπου το 20% – 25% των συγκεκριμένων οφειλετών ανήκει στην κατηγορία των στρατηγικών κακοπληρωτών. Δηλαδή πρόκειται για δανειολήπτες που δεν πληρούν τα κριτήρια του ισχύοντος προστατευτικού πλαισίου για την κύρια κατοικία.

Αξιόπιστο δείγμα

Ο εντοπισμός τους αποτελεί προτεραιότητα και θα γίνει μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας που δημιουργήθηκε από την ελεγκτική εταιρεία PWC και τον Τειρεσία και έχει τεθεί εδώ και μερικούς μήνες σε λειτουργία. Σε καθημερινή βάση όλες οι τράπεζες εισάγουν στη βάση δεδομένων ηλεκτρονικά αρχεία με πληροφορίες σχετικές με την περιουσιακή και χρηματοοικονομική κατάσταση των δανειοληπτών που αναμένουν την εκδίκαση της υπόθεσής τους στο πλαίσιο του νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Τραπεζική πηγή εκτιμά ότι η σχετική προεργασία για ένα αξιόπιστο δείγμα υποθέσεων θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του έτους, ενώ πλήρη εικόνα για το σύνολο των οφειλετών θα υπάρχει σε περίπου έναν χρόνο από σήμερα. Με τον τρόπο αυτόν, οι τράπεζες αποκτούν πλήρη και ακριβή στοιχεία για τις οικονομικές δυνατότητες όσων διεκδικούν κούρεμα με τη βούλα του δικαστηρίου, γεγονός που διευκολύνει το έργο τους προς δύο κατευθύνσεις:
– Στον εντοπισμό των περιπτώσεων που δεν πληρούν τα κριτήρια ένταξης στον νόμο. Μέχρι στιγμής στο 40% των υποθέσεων που εκδικάζονται δικαιώνεται η τράπεζα. Μάλιστα στην πλειονότητα των περιπτώσεων απόρριψης των αιτημάτων προστασίας της πρώτης κατοικίας ο λόγος είναι ουσιαστικός και όχι τυπικός. Δηλαδή διαπιστώνεται ότι ο οφειλέτης έχει κινητή ή και ακίνητη περιουσία προς εξυπηρέτηση του χρέους του.
Εφόσον βρεθούν οι συγκεκριμένοι δανειολήπτες μέσω της νέας ηλεκτρονικής πλατφόρμας, οι τράπεζες είναι διατεθειμένες να προσφέρουν μια ευνοϊκή ρύθμιση, με βάση τα χαρακτηριστικά του πελάτη τους, προειδοποιώντας τον ωστόσο ότι αν δεν τη δεχθεί, το μόνο που καταφέρνει είναι να καθυστερήσει την εφαρμογή μιας πολύ χειρότερης για αυτόν λύσης, που μπορεί να περιλαμβάνει και ρευστοποίηση της περιουσίας του.
– Για τους υπόλοιπους οφειλέτες που δεν ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία, η χρησιμοποίηση όλων των πληροφοριών θα βοηθήσει τα πιστωτικά ιδρύματα να σχεδιάσουν διακανονισμούς προσαρμοσμένους στα μέτρα του καθενός. Οι ρυθμίσεις σε αυτές τις περιπτώσεις θα είναι οι πλέον γενναιόδωρες, ώστε να πειστούν οι δανειολήπτες να κλείσουν την υπόθεσή τους, χωρίς να περιμένουν την εκδίκασή της.

Τα κοινά ανοίγματα

Εξάλλου, οι τράπεζες δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο γρήγορο ξεκαθάρισμα των κοινών ανοιγμάτων τους. Στο πλαίσιο αυτό, η τράπεζα στην οποία ένας πελάτης έχει το μεγαλύτερο χρέος αποφασίζει πλέον για τον τρόπο ρύθμισης όλων των οφειλών. Με τον τρόπο αυτόν υπάρχει σημαντική εξοικονόμηση στον χρόνο εξέτασης κάθε υπόθεσης.
Επιπλέον, υπάρχει η σκέψη να δημιουργηθεί μια online πλατφόρμα υποβολής αιτήσεων ρύθμισης και δικαιολογητικών για την εισοδηματική και περιουσιακή κατάσταση των δανειοληπτών που έχουν υποβάλει αίτημα για την ένταξη στον νόμο Κατσέλη. Με τον τρόπο αυτόν εκτιμάται ότι θα αυξηθεί ο αριθμός των πελατών που με δική τους πρωτοβουλία θα απευθυνθούν στον πιστωτή τους για τη διεκδίκηση μιας προνομιακής ρύθμισης και η όλη διαδικασία θα τρέξει πιο γρήγορα.
Σε κάθε περίπτωση, πρώτη επιλογή για την εξυγίανση του χαρτοφυλακίου της στεγαστικής πίστης αποτελούν οι ρυθμίσεις. Μέχρι το τέλος του 2019, με βάση τα σχέδια που έχουν υποβληθεί στην ΕΚΤ, θα πρέπει τα «κόκκινα» στεγαστικά να μειωθούν από τα 27 στα 20 δισ. ευρώ, ενώ για τη διετία 2020 – 2021 η απαιτούμενη προσαρμογή ενδεχομένως να ξεπεράσει τα 15 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα, καθώς η λύση των πλειστηριασμών δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε μαζική κλίμακα, λόγω της κοινωνικής διάστασης του ζητήματος, αλλά και των ενδεχόμενων επιπτώσεων στην κτηματαγορά.

Λύσεις διευθέτησης των χρεών και με κούρεμα

Τόσο σε όσους έχουν ενταχθεί στον νόμο Κατσέλη και αναμένουν την εκδίκαση της υπόθεσής τους όσο και στους υπόλοιπους οφειλέτες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των δανείων τους, οι τράπεζες είναι διατεθειμένες να προσφέρουν αρκετά γενναιόδωρες ρυθμίσεις.
Εχοντας αναπτύξει αυτοματοποιημένα συστήματα ανάλυσης της χρηματοοικονομικής εικόνας του δανειολήπτη, οι τράπεζες προκρίνουν λύσεις διευθέτησης των χρεών βραχυπρόθεσμου ή μακροπρόθεσμου χαρακτήρα. Στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνονται υπόψη μεταξύ άλλων η αναλογία χρέους προς την εμπορική αξία του προσημειωμένου ακινήτου, καθώς και η εισοδηματική και περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη.
Οσο πιο μεγάλο το χρέος σε σχέση με την τρέχουσα αξία των εγγυήσεων και όσο πιο μόνιμα χαρακτηριστικά έχει η μείωση των εισοδημάτων του δανειολήπτη, τόσο πιο επιθετικοί είναι και οι όροι της ρύθμισης που επιλέγεται.
Σύμφωνα με πληροφορίες, τους τελευταίους μήνες σε ορισμένες τράπεζες το 85% των λύσεων που προωθούνται είναι μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, ενώ τουλάχιστον στο 1/3 εξ αυτών εφαρμόζεται διαχωρισμός της οφειλής σε δύο μέρη.
Σε αυτή την περίπτωση, το υπόλοιπο διαχωρίζεται σε δύο τμήματα:
α) το τμήμα του δανείου το οποίο ο δανειολήπτης εκτιμάται ότι μπορεί να εξοφλήσει με βάση την υφιστάμενη και την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του, και
β) το υπόλοιπο τμήμα του δανείου, το οποίο τακτοποιείται μεταγενέστερα με ρευστοποίηση περιουσίας ή άλλου είδους διευθέτηση, η οποία συμφωνείται από τα δύο μέρη.
Οι πιθανότητες για κούρεμα του δανείου αυξάνονται αναλογικά με τη διαφορά μεταξύ της παλαιάς και της τρέχουσας εμπορικής αξίας του ακινήτου. Η διαγραφή χρέους πάντως δεν χαρίζεται, αλλά παρέχεται σταδιακά και για όσο διάστημα ο οφειλέτης αποπληρώνει το «υγιές» τμήμα του δανείου.
Εκτός από τον παραπάνω τύπο ρύθμισης, οι τράπεζες προχωρούν στις περισσότερες περιπτώσεις σε επιμήκυνση της διάρκειας του δανείου, αλλά και σε μειώσεις επιτοκίων, ώστε να περιορίσουν σε όσο το δυνατόν χαμηλότερα επίπεδα τις μηνιαίες δόσεις και να καταστήσουν εκ νέου το χρέος βιώσιμο.

Αφαντοι οι μισοί δανειολήπτες

Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες στη μάχη με τα «κόκκινα» δάνεια αποτελεί η αδυναμία επικοινωνίας με τους πελάτες τους. Σύμφωνα με πληροφορίες, περίπου το 50% των οφειλετών παραμένουν άφαντοι, καθώς δεν απαντούν στα τηλέφωνα ή έχουν καταργήσει τους αριθμούς κινητών και σταθερών που διαθέτουν οι τράπεζες, ενώ δεν ανταποκρίνονται ούτε στις γραπτές επιστολές. Ειδικά στην επαγγελματική πίστη τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα για τις τράπεζες, καθώς πολλές μικρές επιχειρήσεις έχουν κατεβάσει στα χρόνια της κρίσης ρολά και δεν υπάρχει εύκολος τρόπος για τον εντοπισμό των πρώην ιδιοκτητών τους.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι πιστωτές να μην μπορούν να υποβάλουν καν μία πρόταση ρύθμισης της οφειλής. Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες εξετάζουν το ενδεχόμενο να ζητήσουν τη συνδρομή άλλων φορέων ώστε να καταστεί ξανά δυνατή η επικοινωνία με τους οφειλέτες. Για παράδειγμα, εξετάζεται το ενδεχόμενο να ζητηθεί η συνδρομή της Εφορίας ώστε να βρεθούν είτε η διεύθυνση διαμονής των δανειοληπτών ή κάποιο τηλέφωνο επικοινωνίας και να γίνει μία τελευταία προσπάθεια για την τακτοποίηση της κάθε υπόθεσης.