«Σπουδαία λέξη είναι η απλή λέξη»
Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλάει στο «Βήμα» για το νέο του βιβλίο αλλά και τον «δυστοπικό υπαρξισμό» που καλλιεργεί εσχάτως με τα αφηγήματά του
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Οι πάγοι έλιωναν και η στάθμη της θάλασσας ανέβαινε δυσοίωνα, επικίνδυνα. Εν τω μεταξύ, σαν να μην έφτανε αυτό, αποκαλύφθηκε στη Γροιλανδία ένας μετεωρίτης, ο ογκωδέστερος που έπεσε ποτέ στη Γη, κατά τους επιστήμονες. Και τότε ακριβώς ξέσπασε η επιδημία. Η νόσος εξαπλώθηκε αστραπιαία. Οι άνθρωποι πέθαιναν μυστηριωδώς. Επέζησαν μονάχα όσοι είχαν την τύχη να προστατεύονται από μια εξίσου ανεξήγητη γονιδιακή μετάλλαξη. Και κάπως έτσι, αφού «η γη αποπάνω θα έμενε στην κυριότητα των νεκρών», άρχισαν να φτιάχνονται οι «υπόγειες πόλεις». Σε μια τέτοια πόλη, «έναν συνδυασμό κυψέλης και μυρμηγκοφωλιάς», βρίσκουμε και την ηρωίδα του Μιχάλη Μακρόπουλου, την ανώνυμη αφηγήτρια στην καινούργια του νουβέλα Η θάλασσα που μόλις κυκλοφόρησε. Το βιβλίο, βέβαια, γράφτηκε πριν από την πανδημία που εξακολουθούμε να βιώνουμε. «Την πρώτη παράγραφο την έγραψα στο χωριό, πέρσι το καλοκαίρι. Χωρίς να έχω κάτι στο μυαλό μου, κάποια συγκεκριμένη ιστορία, μονάχα την αίσθηση των ταινιών του Ταρκόφσκι που υπάρχουν μέσα στο κείμενο σε διάφορα σημεία. Τα πάντα ξεκίνησαν από την εικόνα μιας κοπέλας που ανακαλεί το παρελθόν. Υστερα όμως, όπως συμβαίνει συνήθως στην περίπτωσή μου, ήρθαν πολλά μικρά και ετερόκλητα νήματα και πλέχθηκαν σιγά σιγά σε κάτι ενιαίο. Πάντως ήταν όλο και πιο έντονη η διάθεσή μου να γράψω κάτι που να είναι πιο κοντά στην επιστημονική φαντασία, κατά κάποιον τρόπο, τον δικό μου τρόπο» είπε ο συγγραφέας στο «Βήμα».
Δυστοπικός υπαρξισμός
Αλλωστε η σχέση του Μιχάλη Μακρόπουλου με τη λογοτεχνία του φανταστικού είναι πολυετής, όχι μόνο αναγνωστική αλλά και εκδοτική, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν και έκανε την εμφάνισή του στα γράμματα. Ωστόσο, του επισημάναμε, αν πλέον χαρακτηρίσουμε τον τρόπο του «δυστοπικό υπαρξισμό» σίγουρα δεν θα πέφτουμε και πολύ έξω. «Γράφω διαισθητικά. Ακολουθώ το κείμενο και μετά το σκέφτομαι. Οταν άρχισα να γράφω τη «Θάλασσα», δεν μου είχε περάσει από το μυαλό λ.χ. ότι αυτή η κοπέλα, η αφηγήτρια, θα συνάψει σχέση με μια άλλη κοπέλα, την Ιωάννα. Κι όμως, καθώς προχωρούσα, μου φάνηκε φυσικό να είναι έτσι τα πράγματα. Ως σύμβολο η θάλασσα λειτουργεί στη νουβέλα σε πολλά διαφορετικά επίπεδα, νομίζω. Υπάρχει εκεί ένα πολύ ισχυρό και περίπλοκο ψυχαναλυτικό υπόστρωμα. Είναι πια θέμα του καθενός πώς θα το αποκωδικοποιήσει, πώς θα το ερμηνεύσει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι εγώ δίνω αρκετά στοιχεία προς πάσα κατεύθυνση. Ενα από αυτά είναι και το κλειδί με το οποίο, εκτός των άλλων, τελειώνει και το βιβλίο». Και συνέχισε: «Δεν είναι μια βίαιη ιστορία η «Θάλασσα». Είναι ένα απαλό και ήρεμο αφήγημα σε σχέση, ας πούμε, με το προηγούμενο βιβλίο μου».
Το Μαύρο νερό (2019) που στάθηκε, δίχως αμφιβολία, μια στιγμή καταξίωσης για τον ίδιο, μια οικολογική αλληγορία τοποθετημένη στα βουνά της Ηπείρου, ένα βιβλίο που διαβάστηκε και συζητήθηκε. «Κι αν έγινε αυτό που λέτε, κανείς δεν μου το χάρισε. Δεκαετίες το παλεύω αυτό το πράγμα. Σε τούτη την υπόθεση, σε μεγάλο βαθμό, ήμουν εγώ κι ο εαυτός μου» συμπλήρωσε. Ο Μιχάλης Μακρόπουλος ζει στη Λευκάδα με τη γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά. Αλλά, λόγω της καταγωγής της συζύγου του, περνάει μεγάλα διαστήματα στο Δελβινάκι Πωγωνίου. «Η σειρά των ηπειρώτικων αφηγημάτων που έχω εκδώσει τα τελευταία χρόνια είναι γέννημα της επαφής μου με τον μικρό τον τόπο. Νιώθω όμως ότι με το «Μαύρο νερό» έκλεισε ένας κύκλος και την ίδια στιγμή άνοιξε ένας άλλος» εξήγησε. Πώς όμως έφτασε ως εδώ; «Πολλά επηρέασαν τη γραφή μου, το ότι έφυγα από την Αθήνα και ήρθα στην επαρχία, το ότι έγινα πατέρας… Εχω την αίσθηση ότι και η στροφή και η εξέλιξη του ύφους μου ήταν σταδιακή. Από ένα σημείο και μετά αφαιρούσα πράγματα, τις φλυαρίες που εγώ ο ίδιος εντόπιζα στα γραπτά μου. Οταν πια έβγαλα το «Δέντρο του Ιούδα» (2014), ένα ώριμο κείμενο, γιατί άργησα να ωριμάσω, είχα ήδη αρχίσει να δουλεύω πάνω σε ένα άλλο ύφος, το τωρινό, που είναι λιτό και δεν σηκώνει πολλά πολλά, ένα ύφος που η νουβέλα τού ταιριάζει μια χαρά».
Η λέξη και η παράδοση
Πέραν του ύφους, ωστόσο, υπάρχει και κάτι άλλο. «Θα έλεγα ότι όλες μου οι ιστορίες αφορούν – ως επί το πλείστον – ένα πρόσωπο, ένα πρόσωπο που είναι ξένο σε έναν ξένο κόσμο. Με διαφορετικά προσωπεία αυτό το θέμα επανέρχεται στις ιστορίες μου. Προφανώς είναι κάτι πολύ δικό μου. Βέβαια το κρίσιμο είναι πώς γράφεις κάτι, όχι τόσο τι γράφεις». Ο Μιχάλης Μακρόπουλος είναι επαγγελματίας μεταφραστής, βιοπορίζεται από τη μετάφραση, της λογοτεχνίας κυρίως. «Είμαι μονίμως σε μια φάση που πρέπει να βγάζω σελίδες… Τα δικά μου κείμενα είναι σύντομα, νουβέλες ή διηγήματα. Κι όταν μου έρχεται μια ιστορία, θέλω να τη γράψω αμέσως, να την κλείσω, πιέζομαι να την κλείσω για να μην αγχωθώ, να μη νιώσω ότι μου τρώει χρόνο από τη δουλειά». Τι χρωστάει, εν γένει, στη μετάφραση; «Την τριβή με τη γλώσσα. Και την ευκολία να γράφω τις δικές μου ιστορίες. Τώρα πια, όποτε γράφω είναι σαν να εισπράττω τον κόπο δεκαετιών. Εχω βρει μια απλότητα στη γραφή η οποία είναι πλέον απαραίτητη για μένα. Δεν θεωρώ ότι η σπουδαία λέξη είναι η δύσκολη λέξη. Θεωρώ ότι η σπουδαία λέξη είναι η απλή λέξη που φορτίζεται ή φωτίζεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Μπορώ να καταλάβω τη λειτουργία της γλώσσας».
Η συγγραφική του σχέση με την παράδοση ποια είναι; «Μέχρι μια ηλικία δεν διάβαζα ελληνική λογοτεχνία. Διάβαζα περισσότερο ξένη. Δεν μου άρεσαν τα θέματα της ελληνικής ή, τέλος πάντων, δεν με ήλκυαν. Αυτό διορθώθηκε μετά τα 30-35 μου χρόνια. Τον Παπαδιαμάντη τον αγαπώ πια πολύ, τώρα που τον καταλαβαίνω τον αγαπώ, καθώς και τον Βιζυηνό. Διάβασα επίσης τον Μητσάκη, τον Θεοτόκη… Αλλά η Γενιά του ’30 μού είναι ξένη. Θέλω να πω, καταλαβαίνω τι λένε, αλλά δεν μπορώ να τους νιώσω. Απεναντίας με έλκουν οι ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπως ο Σκαρίμπας, τον οποίο επίσης αγαπώ πολύ, ή ο Πεντζίκης. Συγγραφείς δηλαδή που δεν εντάσσονται κάπου, που είναι αυτόνομες νησίδες στη θάλασσα της ελληνικής λογοτεχνίας, πλην όμως αρκετά κοντινές σε μένα». Του ζητήσαμε, τέλος, να αναφέρει τρεις σημαντικές (για τους δικούς του λόγους) μεταφράσεις του. Και απάντησε: Κρασί από πικραλίδα του Ρέι Μπράντμπερι, τα Σταφύλια της οργής του Τζον Στάινμπεκ και (την προσώρας ανέκδοτη) Χρυσή κούπα του Χένρι Τζέιμς.

