Τη λένε Μαρία και εργάζεται στο ταχυδρομείο της γειτονιάς της, στο γραφείο αποστολής δεμάτων εξωτερικού. Αυτό δεν έχει και πολλή σημασία στη συγκεκριμένη αφήγηση αλλά δεν είναι το μόνο. Για την ακρίβεια είναι πάρα πολλές οι λεπτομέρειες ή τα στοιχεία που, εν τέλει, δεν έχουν κάποια (ή και καμία) σημασία. Πλην όμως, ενόσω διαβάζουμε την αξιοπρόσεκτη νουβέλα Κίτρινη ουρά (εκδ. Εντευκτηρίου) της Παναγιώτας Δημοπούλου, έχουμε την αίσθηση ότι και έχουν σημασία (μία ή και περισσότερες) και ότι (αν μη τι άλλο) θα μας οδηγήσουν κάπου, στη λύση ενός μυστηρίου, που δεν είναι άλλο από την αιφνιδιαστική εξαφάνιση της (ήδη κατονομασμένης) κεντρικής ηρωίδας. Αυτό συμβαίνει διότι η πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας (γεννημένη το 1980 στην Αθήνα, με σπουδές θεατρολογίας) χρησιμοποιεί (πολύ συνειδητά) μια κατ’ επίφασιν αστυνομική πλοκή για να μας στρέψει (αρκούντως αποτελεσματικά θα λέγαμε, αν αφήσουμε κατά μέρος εκείνη την εξεζητημένη επαναληπτικότητα που δεν είναι πάντοτε λειτουργική, εφόσον δεν πυκνώνει παντού τη σουρεαλιστική ατμόσφαιρα) προς το αυθεντικό μυστήριο της ιστορίας της. Αυτό συμπυκνώνεται στη φράση «Κανείς δεν γνωρίζει τίποτα για κανέναν». Εν προκειμένω, τη διαλεύκανση της υπόθεσης αναλαμβάνει μια πεπειραμένη ερευνήτρια η οποία (καθώς συγκεντρώνει μαρτυρίες από ανθρώπους που διασταυρώθηκαν με τη Μαρία) δεν ξεχνά ποτέ δύο βασικά αξιώματα της δουλειάς της. Αφενός, «μία εξαφάνιση έχει σημασία μόνο όταν κάποιος αναζητά το άτομο που εξαφανίζεται». Αφετέρου, «πάντα κάποιος υπάρχει που γνωρίζει κάτι για κάποιον». Η Δημοπούλου, αναζητώντας ακόμη τους τρόπους και τη φωνή της, προφανώς, έγραψε μια ενδιαφέρουσα, αλληγορική νουβέλα για την υπαρξιακή (και λογοτεχνική) αγωνία που πυροδοτεί η λειψή ανθρώπινη επικοινωνία.