Ο καθηγητής Philip Schmitter, που εξελέγη προσφάτως και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, σε συνέντευξή του στο «Βήμα» (26 Ιουνίου ε.ε., σελ. Α22) και στον κ. Παναγιώτη Μίχο αναφέρθηκε σε μια διάκριση ανάμεσα σε δύο είδη μελετητών, συγκαταλέγοντας τον εαυτό του στο δεύτερο εξ αυτών. Οπως είπε καταλήγοντας, «είμαι αλεπού. Γυρνάω και διδάσκω σε διαφορετικά μέρη του κόσμου για διαφορετικά θέματα».

Διαβάστε ακόμη: Μη σκέφτεσαι σαν σκαντζόχοιρος – Σκέψου σαν αλεπού

Επειδή ίσως δεν είναι οικεία σε πολλούς η αναλυτική διάκριση στην οποία αναφερόταν ο γνωστός καθηγητής, αξίζει η ανασκόπηση της σχετικής επιχειρηματολογίας.

Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα από την αρχή. Σύμφωνα με ένα ρητό του Αρχιλόχου, ποιητή και στοχαστή της ελληνικής αρχαιότητας, «η αλεπού ξέρει πολλά και διαφορετικά πράγματα, ενώ ο σκαντζόχοιρος μόνο ένα, αλλά σπουδαίο» – «πολλ’ οίδ’ αλώπηξ, εχίνος δε εν, μέγα». Το νόημα του ρητού απέδωσε λατινιστί ο Ερασμος στα Adagia με ταυτόσημο τρόπο – «multa novit vulpex, verum echinus unum magnum». Εν συνεχεία, το παλαιό ελληνικό ρητό και τον μύθο ή τα συμβολικά νοήματα που κρύβονται πίσω από αυτό αναβίωσε στη σύγχρονη εποχή και σε θεωρητικό επίπεδο ο Isaiah Berlin σε μια διάλεξη που έδωσε στην Οξφόρδη το 1950 («The Hedgehog and the Fox»), σχολιάζοντας τη συγγραφική και διανοητική στάση και προσέγγιση του σπουδαίου ρώσου συγγραφέα Λέοντος Τολστόι.

Διέκρινε, έτσι, δύο στάσεις ή τύπους διανοητικής (ή και πολιτικής) θεώρησης των πραγμάτων: έναν δογματικό, κάπως απλουστευτικό και μονολογικό ως προς τις παραδοχές και τις αξιακές του δεσμεύσεις και έναν πιο ανοιχτό, πλουραλιστικό και ρεαλιστικό, που εμφανίζει προσαρμοστικότητα και ευελιξία προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του. Από τη μια ο «σκαντζόχοιρος» και από την άλλη η «αλεπού», κατά τη σχετική μεταφορική εικόνα. Ενώ ο πρώτος εμφανίζεται ως μονοκόμματος και ανελαστικός, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα και τις καταστάσεις με τον ίδιο πάντα τρόπο, κουλουριάζεται στον εαυτό του, κλείνεται σε μια εσωστρέφεια και αυτοαναφορικότητα, προβάλλοντας τα αγκάθια του προς κάθε κατεύθυνση, η δεύτερη («πονηρή αλεπού») αδιαφορεί για τη σταθερότητα και τη μονοσημία, αλλάζει συνεχώς «παιχνίδια» και τακτικές, είναι απρόβλεπτη και ελεύθερη ή φιλική στις αλλαγές πορείας.

Ο υπαινιγμός είναι προφανής, όπως και το σχετικό ερώτημα για πολίτες, πολιτικούς και διανοητές: με τι άραγε πρέπει να μοιάζει κανείς, με τον πεισματικό «ακανθόχοιρο» ή με την πονηρή «αλεπού»; Η σταθερότητα και η εμμονή μπορεί να συνοδεύονται από αξιοπιστία, αλλά είναι πάντοτε προτιμότερες από την εναλλακτική στρατηγική της προσαρμοστικότητας και της ευελιξίας; Ποιον δρόμο ή «τρόπο» να ακολουθεί κανείς, αυτόν του σκαντζόχοιρου ή της αλεπούς; Τον δρόμο του δόγματος ή την ελευθερία της ευελιξίας;

Αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα, δεν είναι βέβαιο ότι η δεύτερη λύση είναι πάντοτε η καλύτερη, παρά την ευλυγισία, την ευστροφία και την πολυπραγμοσύνη της. Αντιθέτως, η μονοσημία και η απλότητα του αγκαθωτού εχίνου, που το μόνο που ξέρει είναι να μετατρέπεται σε μια αιχμηρή μπάλα (ή «οβίδ»), ίσως είναι σωτήρια για εκείνον. Γιατί μπορεί να λειτουργεί αποτρεπτικά απέναντι στην πονηρή αλεπού, που αδυνατώντας παρά την εξυπνάδα της να κάνει κάτι άλλο ίσως εγκαταλείψει την προσπάθεια και στραφεί σε κάποιον άλλο, πιο εύκολο και ευάλωτο στόχο-θήραμα. Εκτός αν η επινοητική αλεπού σπρώξει τον κουλουριασμένο εχίνο σε μια παρακείμενη λιμνούλα, οπότε αυτός θα αναγκαστεί είτε να πνιγεί είτε να παραδοθεί στην ευφυέστερη διώκτριά του.

Για τούτο και πολλοί σπεύδουν να θαυμάζουν, από μια πρώτη ματιά, περισσότερο την αλεπού παρά τον εχίνο. Κατά τον Μακιαβέλι, η μέθοδος της αλωπεκής (μαζί με αυτή της λεοντής) ήταν από τα συνηθέστερα παραδείγματα πολιτικής ηγεσίας. Ακόμα και ο Τολστόι, κατά τον Berlin, ενώ ήταν στην πραγματικότητα «αλεπού» στη σύνθεση και τη συγγραφή του, ήθελε να πιστεύει πως λειτουργούσε ως «εχίνος». Τον γοήτευαν η απλότητα, η σταθερότητα και η μονοσημία του αγκαθωτού ζώου, που μένει σταθερά προσηλωμένο σε πάγιες αξίες και δοκιμασμένους στον χρόνο τρόπους ζωής.

Εξάλλου, και στο αρχαιοελληνικό ρητό του Αρχιλόχου δεν ανιχνεύεται κάποια υποτιμητική χροιά στη στάση του εχίνου, που ξέρει να φυλάγεται καλά και να ενεργεί σταθερά και αξιόπιστα. Ισως δεν παρέλκει να σημειωθεί εν προκειμένω ότι σε μια από τις τελευταίες μελέτες του ο κορυφαίος αμερικανός φιλόσοφος του Δικαίου (R. Dworkin) τάχθηκε με το «δίκαιο του εχίνου» («Justice for Hedgehogs»). Γιατί εν τέλει «σοφός» δεν είναι εκείνος που ξέρει πολλά, αλλά αυτός που ξέρει λίγα και καλά, όσα είναι χρήσιμα και αναγκαία. Λέγεται, μάλιστα, ότι πηγή εμπνεύσεως του αρχαίου ποιητή ήταν μια ερωτική περιπέτεια, όπου ο εραστής, παρ’ όλη την πολιορκία και την επινοητικότητά του (σαν «αλεπού»), δεν κατάφερε τελικά να επιτύχει τον ποθητό σκοπό. Ο «εχίνος» (ερωτικός στόχος), συστρεφόμενος στον εαυτό του, παρέμεινε απρόσιτος και απροσπέλαστος, ενώ η αρχική γοητεία του μεταστράφηκε σε απωθητική αιχμηρότητα και εχθρότητα. Αλλά και η επίμονη πολιορκία της «αλεπούς» δεν είχε αίσια για την ίδια έκβαση, αφού δεν υπήρξε ανταπόκριση, παρά αποστροφή. Ισως έπρεπε και εκείνη να αλλάξει μέθοδο, ώστε να υπερνικήσει την κλειστότητα και την ενδοστρέφεια, που είναι μεν αποτελεσματική, αλλά οδηγεί στην απομάκρυνση και στην αποστροφή.

Εμμέσως συνάγεται από αυτή τη διάσημη παρομοίωση ότι ο άνθρωπος (πολιτικός είτε επιστήμων) μπορεί, ίσως και πρέπει, να είναι και τα δύο – άλλοτε «εχίνος» και άλλοτε «αλεπού», άλλοτε σταθερός και απαρέγκλιτος και άλλοτε ευέλικτος και προσαρμοστικός, μεταβάλλοντας τη δράση του ανάλογα με τις συνθήκες και τις καταστάσεις.

Ο κ. Αντώνης Μακρυδημήτρης
είναι καθηγητής στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών.