Θα έλεγα πως αυτή τη στιγμή ένα φλιτζάνι με αχνιστό τσάι του βουνού είναι η Σταχτοπούτα των ροφημάτων. Αν σκεφθούμε δηλαδή ποια παράδοση αιώνων έχει δημιουργηθεί γύρω από το ινδικό και το κινεζικό τσάι, και με ολόκληρες τελετουργίες μάλιστα, τι μηχανήματα έχουν εφευρεθεί κατά καιρούς και πωλούνται σε ολόκληρο τον κόσμο για να αιχμαλωτίσουν τα αρώματα και τις γεύσεις του καφέ, τότε μάλλον θα συμφωνήσουμε ότι αυτό που οι ξένοι γνωρίζουν, όσοι το γνωρίζουν βέβαια, και ως shepherd’s tea, δηλαδή «τσάι του βοσκού», έχει… βουνά να κατέβει για να μπει στην καθημερινότητα πολλών σημερινών καταναλωτών.
Τα παραπάνω όμως, προς το παρόν, δεν σημαίνουν το ελάχιστο για την αξία του καθενός ροφήματος και το πόσο ωφέλιμο, πέρα από απολαυστικό, μπορεί να είναι για τον άνθρωπο. Οι έρευνες, ευτυχώς, συνεχίζονται, με όλο και περισσότερα ενδιαφέροντα στοιχεία να έρχονται στο φως.

Αρχίζοντας από το τέλος

Αν και το μάζεμα του φυτού γίνεται τους καλοκαιρινούς μήνες, μέχρι και Αύγουστο, η καινούργια συγκομιδή φθάνει σ’ εμάς αυτές τις τελευταίες εβδομάδες. Σε όσα καταστήματα βέβαια εννοούν να φέρνουν κάθε φορά φρέσκο προϊόν. Γιατί υπάρχει και προϊόν κλεισμένο από χρόνια σε σακουλάκι, με αρχαιολογική αξία περισσότερο. Πώς φθάνει όμως στα χέρια των ανθρώπων της πόλης το τσάι του βουνού και τι ξέρουν κι εκείνοι για το πώς θα έπρεπε να είχε φθάσει;
Είναι λοιπόν τώρα η εποχή να αγοραστεί το τσάι του βουνού που θα μας συντροφέψει όλον τον χειμώνα. Και συνήθως το βρίσκουμε είτε στους πάγκους χύμα απλωμένο (μερικές φορές «πεταμένο» είναι η πιο σωστή λέξη), είτε μέσα σε μια διάφανη χοντρή πλαστική σακούλα, εντελώς anonymous. Πότε, από ποιον, από πού; Καμία ένδειξη. Επιπλέον, όταν κάτι μένει για καιρό τυλιγμένο σφιχτά μέσα σε ένα κακής ποιότητας πλαστικό περιτύλιγμα και εκτεθειμένο στο φως, υπάρχει ο κίνδυνος να προσροφήσει ανεπιθύμητες ενώσεις από το περίβλημα.
Είναι περίεργο λοιπόν να λέγονται και να γράφονται τόσα καλά για τα φυτά αυτά και τις ιαματικές τους επιδόσεις, αλλά να γίνονται τόσο λίγα ώστε να ξέρει ο καταναλωτής τι ακριβώς παίρνει. Για τα λουκάνικα τώρα πια διαβάζεις επάνω στις ετικέτες που τα συνοδεύουν ολόκληρο μυθιστόρημα σχετικά με τα συστατικά τους. Αλλά για το τσάι του βουνού, εκτός από κάποιες συσκευασίες με κάπως ισχνές πληροφορίες, συνήθως υπάρχει μόνο η… προφορική παράδοση του καταστήματος: «Είναι καλό, είναι από τη Δίρφυ», «από τον Ταΰγετο», ακόμα και «από τον Ολυμπο», θα πει ο πωλητής, αν διαθέτει αρκετή φαντασία.
Γιατί να επιμείνουμε στην αυστηρή σήμανση και την προσεγμένη συσκευασία για ένα τέτοιο προϊόν; Διότι, πρώτα απ’ όλα, παίζει ρόλο το υψόμετρο όπου έχει φυτρώσει το φυτό αυτό. Οπως λέει ο γεωπόνος και επιστήμονας τροφίμων κ. Σπύρος Τσιάπος, «φυτρώνει και αναπτύσσεται σε υψόμετρο που κυμαίνεται από 500 έως και 2.000 μέτρα. Και όσο μεγαλύτερο είναι το υψόμετρο όπου φύεται το φυτό, τόσο μεγαλύτερη είναι και η περιεκτικότητά του σε ωφέλιμα συστατικά. Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως σε μια καλλιέργεια του φυτού, όσο χαμηλότερα πραγματοποιείται αυτή τόσο εντονότερα είναι τα προβλήματα από τα ζιζάνια, αφού στο μεγάλο υψόμετρο επιβιώνουν με πιο μεγάλη δυσκολία εξαιτίας ίσως και του ελαττωμένου ποσοστού οξυγόνου. Αρα η καλλιέργεια στα χαμηλά έχει ως αποτέλεσμα ο καλλιεργητής να είναι αναγκασμένος να χρησιμοποιεί  περισσότερα φυτοφάρμακα».
Ετσι γίνεται κατανοητό ακόμα καλύτερα το πόσο απαραίτητη είναι η ύπαρξη ενδεικτικής ετικέτας για την όποια ποσότητα προϊόντος πωλείται. Μια σωστή ετικέτα θα έπρεπε να περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής ενδείξεις: Τόπος συλλογής – Υψόμετρο – Ημερομηνία συλλογής – Υγρασία τελικού προϊόντος. Αυτό επίσης θα έκανε να ξεχωρίσουν τα φυτά που έχουν καλλιεργηθεί εδώ στην Ελλάδα από άλλα εισαγόμενα, ίσως και από χώρες όπου δεν υπάρχει αυστηρός έλεγχος στις συνθήκες παραγωγής.
 

Πόσο ζεστό να είναι το «ζεστό»;

Ας υποθέσουμε λοιπόν πως βρήκαμε το σωστό τσάι και θέλουμε να πάρουμε ό,τι καλύτερο από αυτό. Εννοείται πως δεν θα πρέπει να έχει ξεριζωθεί, γιατί αυτό σημαίνει την καταστροφή ενός ολόκληρου φυτού, που θα μπορούσε σίγουρα να δώσει και άλλο υλικό στα επόμενα τρία με πέντε χρόνια. Πρέπει λοιπόν να είναι κομμένο σε κάποιο ύψος από το έδαφος και η συλλογή του να γίνεται τη στιγμή της ανθοφορίας. Σε ένα αφέψημα πάντως, εννοείται πως δεν χρειάζεται να χρησιμοποιούμε μόνο τα άνθη. Και τα φύλλα και το στέλεχος είναι χρήσιμα.
Πολύ καλύτερα βέβαια είναι να χρησιμοποιείται το φυτό όσο γίνεται πιο ακέραιο, σε αντιπαράθεση με τη μορφή όπου είναι σχεδόν τριμμένο σε πολύ-πολύ μικρά κομμάτια, σαν σκόνη σχεδόν, με ένα φακελάκι να είναι κάτι σαν… μαγιό, χρήσιμο για τις βουτιές στο ζεστό νερό που επακολουθούν. Οπως λέει ο κ. Τσιάπος, «σε όσο μικρότερα κομμάτια κόβεται ένα φυτό τόσο περισσότερες οι «πληγές» του, δηλαδή τόσο περισσότερα είναι τα σημεία όπου μπορούν να δημιουργηθούν (ανεπιθύμητες) οξειδώσεις».
Για τον καφέ έχουν γίνει πολύ περισσότερες μελέτες είναι η αλήθεια. Αξίζει λοιπόν να δανειστούμε κάτι από αυτές. Διότι, όπως έχει γραφτεί και παλαιότερα σε αυτές τις σελίδες, με παράδειγμα τον ελληνικό καφέ, ο κόκκος δίνει τις περισσότερες από τις ουσίες που περιέχει όχι τη στιγμή του βρασμού, δηλαδή στους 100 βαθμούς Κελσίου, αλλά λίγο χαμηλότερα, γύρω στους 90-92 βαθμούς. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το τσάι του βουνού. Δεν ρίχνουμε το φυτό να βράσει μαζί με το νερό, που επιπλέον είναι και καταστρεπτικό για την επιβίωση της βιταμίνης C, αλλά το βάζουμε στο φλιτζάνι, όπου εκεί θα μείνει «περιμένοντας» το νερό. Το οποίο δεν πρέπει να κοχλάζει, δηλαδή να αγγίζει τους 100 βαθμούς, όταν συναντιούνται. Το νερό όταν βρεθεί στο φλιτζάνι αφήνεται να δράσει για λίγα λεπτά και να δώσει ένα αρκετά καλό εκχύλισμα. Ή όπως αναφέρεται με περισσότερο αυστηρά βήματα στο βιβλίο για τον σιδερίτη:
1Βράζουμε το νερό και το αποσύρουμε από την εστία θερμότητας.
2Επειτα από 2 έως 3 λεπτά ρίχνουμε το τσάι του βουνού και περιμένουμε για 4 με 5 λεπτά πριν το καταναλώσουμε.
Μία ακόμα υπόδειξη σχετικά με το θέμα από τον κ. Τσιάπο είναι ότι για ένα καλό εκχύλισμα καλύτερο είναι να μην ανακατεύουμε διάφορα φυτά. Μαζί με το τσάι του βουνού δηλαδή να μη βάζουμε και φασκόμηλο και πράσινο τσάι, και λουίζα ή χαμομήλι. Διότι δεν ξέρουμε σε ποιες ακριβώς θερμοκρασίες το καθένα από αυτά αποδίδει το μέγιστο των ουσιών του.
Από τη δική μου πλευρά πάντως το εκτιμώ πολύ όταν βρίσκεται ένα μαγαζί που να μη σου φέρνει το τσάι του βουνού στο φακελάκι. Δείχνει πως κάτι έχουν καταλάβει οι άνθρωποι. Ισως όμως αυτό από εκτίμηση να πρέπει να γίνει πλέον απαίτηση. Ολόκληρο το φυτό στο φλιτζάνι μας.

Φύλαγε το τσάι σου…

Διαβάζεις ότι στην πραγματικότητα υπάρχουν 150 διαφορετικά είδη σιδερίτη στη Μεσόγειο. Ποια όμως είναι αυτά που βρίσκονται στην Ελλάδα;
Τα πιο γνωστά λοιπόν είναι: τσάι του Ολύμπου (Sideritis Scardica), μαλοτήρα στην Κρήτη (Sideritis Syriaca), τσάι της Εύβοιας (Sideritis Euboea), τσάι του Παρνασσού (Sideritis Raeseri), τσάι του Ταϋγέτου (Sideritis Clandestina), τσάι της Πίνδου (Sideritis perfoliata, subsp. athoa)
Και όταν έχουμε βρει κάποιο από αυτά, πώς θα πρέπει να το φυλάξουμε για να διατηρηθεί όπως πρέπει και για όσο πρέπει;
Το καλύτερο βέβαια είναι ένα γυάλινο μεγάλο βάζο, και μάλιστα αν είναι δυνατόν με σκούρο χρώμα. Επειδή όμως είναι κάπως σπάνιο να βρεις τέτοιο βάζο, μια πολύ πιο απλή λύση είναι να τυλιχθεί το διάφανο δοχείο με κάποιο αδιαφανές χαρτί και να φυλαχθεί σε δροσερό και σκοτεινό μέρος. Διότι αρκετά τρόφιμα και ποτά, όπως όσα προσφέρονται συσκευασμένα σε βάζο ή το εμφιαλωμένο κρασί, επηρεάζονται αρνητικά από το ηλιακό φως.
Στη συζήτηση με τον κ. Τσιάπο για τα όσα μπορεί κάποιος να πάρει από την επεξεργασία του φυτού αυτού, προέκυψε και το θέμα των συμπληρωμάτων διατροφής.
Εχουν προχωρήσει αρκετά οι έρευνες για το πώς παίρνεις όσο γίνεται περισσότερες από τις χρήσιμες ουσίες του φυτού σε μορφή που να μπορεί να γίνει η εκμετάλλευσή τους για τον εμπλουτισμό άλλων προϊόντων. Εχει δημοσιευθεί μάλιστα μια εργασία από ομάδα ελλήνων ερευνητών με τίτλο Green extraction and simultaneous inclusion complex formation of Sideritis scardica polyphenols (Korombokis, Mourtzinos, Igomenidis, Karathanos), όπου προτείνεται για τις πολύ χρήσιμες πολυφαινολικές ενώσεις, αυτές να λαμβάνονται με τη βοήθεια υδατικού διαλύματος κυκλοδεξτρίνης. Και αυτή είναι μια μέθοδος στο πλαίσιο της λεγόμενης «πράσινης χημείας», αφού οι κυκλοδεξτρίνες είναι αλυσίδες με έξι έως οκτώ μόρια γλυκόζης, που προκύπτουν από την κατεργασία αμύλου με τη βοήθεια ενζύμων. Αρα με μια αποδεκτή μέθοδο το τσάι του βουνού μπορεί να δίνει πλέον αρκετές ποσότητες των χρήσιμων συστατικών του.
Εδώ βέβαια και ο συνομιλητής μας προτρέπει τους καταναλωτές να είναι προσεκτικοί. Διότι η λήψη χρήσιμων βέβαια για τον οργανισμό ουσιών μπορεί να γίνει με λανθασμένο τρόπο. Οποιος δεν πιστεύει ας ρίξει μια ματιά στο εξής: J.D. Lambert et al, «Possible controversy over dietary polyphenols, benefits vs risks», «Chemical Research in Toxicology», 2007/20/σελ. 583, όπου αναφέρεται ότι υπάρχει κίνδυνος για παρενέργειες, κυρίως στο συκώτι, από πολυφαινόλες. Αρα τα συμπληρώματα διατροφής και τα σχετικά με το τσάι του βουνού πρέπει να χορηγούνται από ειδικό για να μη γίνει κάποιο λάθος στην ποσότητα ή σχετικά με την ανεκτικότητα από τον οργανισμό. Και είναι πολύ πιθανόν τα δύο φλιτζάνια με τσάι του βουνού κάθε ημέρα να είναι υπεραρκετά για τον ανθρώπινο οργανισμό.
Βέβαια όταν διαβάζεις κάποια υπερενθουσιώδη κείμενα σχετικά με το πόσες, και μάλιστα σοβαρές, ασθένειες, όπως αρτηριακή υπέρταση, καρκίνος, καρδιαγγειακά νοσήματα, Αλτσχάιμερ, οστεοπόρωση, «γιατρεύει» το απλό αυτό τσάι του βουνού, είναι ανθρώπινο να θέλεις να βρεις και να φας με το κουτάλι τα όσα περιέχει. Στην πραγματικότητα όμως, προτού αναφερθούμε σε κάποιες επιστημονικές εργασίες (και μόνον) και αναλύσουμε τις πιθανές θετικές επιδράσεις στην υγεία μας, θα πρέπει να τονιστεί ότι πρόκειται ακόμη και κυρίως για εργαστηριακές μελέτες. Τώρα μόλις αρχίζουν οι κλινικές μελέτες, δηλαδή οι παρατηρήσεις σε ανθρώπους.

Ερευνώντας τον σιδερίτη

Μία από τις αναμφισβήτητες πλέον χάρες του σιδερίτη είναι η αντιοξειδωτική δράση του. Και εδώ χρειάζονται κάποιες διευκρινίσεις. Μια ένωση λέμε ότι οξειδώνεται όταν φεύγουν από αυτήν ηλεκτρόνια. Οξειδώσεις συμβαίνουν στον ανθρώπινο οργανισμό και είναι για καλό του. Ετσι παίρνει, για παράδειγμα, ενέργεια από οργανικές ουσίες. Το οξυγόνο όμως με τη μεσολάβηση ενζύμων συμμετέχει και σε κάποιες οξειδώσεις που μπορεί να προκαλέσουν σημαντικές βλάβες στον οργανισμό σε μοριακό επίπεδο. Αν γίνει πρόσληψη οξυγόνου από μια οργανική ένωση, ενώ δεν θα έπρεπε, προκύπτει μια νέα ένωση και ένα άτομο υδρογόνου. Αυτά τα δύο είναι ασταθή και δραστικά, γιατί έχουν ένα ηλεκτρόνιο ιδιαίτερα πρόθυμο να πάει αλλού. Και η νέα ένωση και το ελεύθερο υδρογόνο λέγονται και ελεύθερες ρίζες. Αν αφεθούν να δράσουν ανεξέλεγκτα, μπορεί να προκαλέσουν βλάβες στα κύτταρα. Αρα χρειάζεται να παρέμβουν κάποιες άλλες ουσίες, που όπως είναι αναμενόμενο τις χρειάζεται ο οργανισμός και πολύ λογικά τις ονομάζουμε αντιοξειδωτικές.
Η οξείδωση που προκαλούν στα κύτταρα οι ελεύθερες ρίζες θεωρείται ότι ευθύνονται για πολλές από όσες σοβαρές παθήσεις αναφέρθηκαν πριν.
Flavus στα λατινικά σημαίνει κίτρινος και ξανθός. Κίτρινο χρώμα έχουν και οι ουσίες που ονομάστηκαν φλαβονοειδή. Ο σιδερίτης περιέχει σημαντικές ποσότητες από τις ουσίες αυτές και θεωρείται ότι παρέχουν προστασία στον ανθρώπινο οργανισμό από τις ανεπιθύμητες οξειδώσεις. Διότι το αίμα μετά την κατανάλωση ουσιών πλούσιων σε φλαβονοειδή παρουσιάζει αυξημένες ποσότητες ουρικού οξέος, που εδώ είναι ευπρόσδεκτο, διότι είναι ισχυρό αντιοξειδωτικό. Και ως επιβεβαίωση υπάρχει και μια πολύ συγκρατημένη αλλά αρκετά γνωστή εργασία από το 2005 των Halliwell, Rαfter, Jenner(https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/15640490).

Προτού χαθεί η επαφή

Η νόσος Αλτσχάιμερ τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει μια δημοσιότητα που δεν είχε παλιά, μάλλον διότι τώρα έχει αυξηθεί η συχνότητα διάγνωσης. Θεωρείται προς το παρόν μη θεραπεύσιμη, εκφυλιστική και τελικά θανατηφόρα, με τη μέση διάρκεια ζωής του ασθενούς ύστερα από τη διάγνωση να υπολογίζεται πλέον στα επτά έτη. Ετσι παρατηρείται και μια ένταση στις έρευνες γύρω από την ασθένεια. Αξίζει λοιπόν να αναφερθούμε σε τρεις εργασίες σχετικές με το θέμα αυτό. Η μία μόνο είναι από Ελληνες, ώστε δεν μπορεί να πάει το μυαλό μας στο ότι ίσως να υπερβάλλουν για λόγους… εθνικούς.
Στην πρώτη, με δημοσίευση τον Δεκέμβριο του 2017, έχοντας λάβει δύο εκχυλίσματα, ένα από πικραλίδα (Cichorium spinosum) και ένα από τσάι του βουνού (Sideritis scardica), οι ερευνητές εξέτασαν την επίδρασή τους σε καλλιέργεια νευρικών κυττάρων ασθενών. Το συμπέρασμά τους; Οτι οι ουσίες που περιέχονται στα δύο αυτά εκχυλίσματα φαίνεται πως έχουν τη δυνατότητα για την πρόληψη ή (αυτό κάπως πιο μακρινό) και τη θεραπεία της νόσου Αλτσχάιμερ.
Η επόμενη, από τον Απρίλιο του 2018, αναφέρεται στο πώς, παίρνοντας τις πολυφαινόλες που περιείχε το φυτό Sideritis scardica με τη βοήθεια ενός διαλύματος νερού και αλκοόλης επέδρασαν στο σύνηθες πειραματόζωο όταν πρόκειται για τη νόσο Αλτσχάιμερ, τον Caenorhabditis elegans, έναν πολύ-πολύ μικρό νηματοσκώληκα. Και εκεί διαπίστωσαν ότι πράγματι υπήρχε αισθητή βελτίωση σε σχέση με τον τοξικό παράγοντα amyloid-β που θεωρείται ένοχος για τις βλάβες του εγκεφάλου τις συνδεόμενες με την ασθένεια.
Τέλος, σε εργασία που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2018, μία από τις λίγες ακόμη, όπου αναφέρονται αποτελέσματα για απευθείας πειράματα με ανθρώπους, η εικόνα είναι ακόμα πιο θετική για τον Sideritis scardica. Μια ομάδα ανδρών και γυναικών ηλικίας 50-70 ετών χωρίστηκε σε τρεις υποομάδες. Στη μία χορηγήθηκε κάτι που δεν περιείχε κάποια ενεργή ουσία (placebo), στη δεύτερη έδωσαν εκχύλισμα από το γνωστό φυτό Gingko biloba και στην τρίτη υποομάδα χορηγήθηκε εκχύλισμα από τον σιδερίτη. Αυτό γινόταν καθημερινά επί 28 ημέρες. Στο τέλος τα αποτελέσματα των εξετάσεων έδειξαν ότι η υποομάδα του σιδερίτη παρουσίασε τη μεγαλύτερη βελτίωση κυρίως στην ικανότητα συγκέντρωσης και ήρεμης σκέψης.

Και δεν τελειώνουμε εδώ

Στον σιδερίτη όμως ανάμεσα στις άλλες θεραπευτικές αρετές του αποδίδεται και δράση έναντι του σακχαρώδους διαβήτη.
Η δυσκολία ενός οργανισμού που πάσχει από διαβήτη είναι σε γενικές γραμμές το να διαχειριστεί τα μόρια της γλυκόζης, τα οποία με την κυκλοφορία του αίματος διοχετεύονται σε όλο το σώμα και με τη συμβολή της ινσουλίνης περνούν στα κύτταρα. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται να δράσουν δύο ένζυμα, η α-αμυλάση και η α-γλυκοσιδάση. Αν η δράση των δύο αυτών ενζύμων διακοπεί, δεν θα αυξηθούν τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα. Υπάρχει εργασία στην «Journal of Functional Foods» (τόμ. 11, σελ. 538-547) όπου αναφέρεται ότι ο σιδερίτης περιέχει ενώσεις που μπορούν να δράσουν ενάντια στα παραπάνω ένζυμα.
Επίσης σε άλλη εργασία δοκιμάστηκε η «δύναμη» του σιδερίτη κόντρα σε ισχυρούς μικροβιακούς οργανισμούς (Staphylococcus epidermidis, Micrococcus luteus, Staphylococcus aureus, Escherichia coli, Klebsiella pneumoniae, Pseudomonas aeruginosa και Candida albicans της μαγιάς). Και το αιθανολικό διάλυμα του σιδερίτη αποδείχθηκε αρκετά αποτελεσματικό ενάντια σε αυτούς, ιδιαίτερα στο πολύ γνωστό μας Escherichia coli.
Ο σιδερίτης λοιπόν είναι ένα φυτό πολύτιμο, που εδώ και αιώνες μόνο έδινε στους ανθρώπους αυτού του τόπου. Αντίθετα, εκείνοι από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα μόνο έπαιρναν και είχαν βαλθεί να το εξαφανίσουν. Φύτρωνε σε πλαγιές άγονες για τα εξημερωμένα από τον αγρότη φυτά και ζούσε με το νερό της βροχής και τα συστατικά ενός φτωχού σε αυτά εδάφους. Τώρα αρχίζει να καλλιεργείται συστηματικά, και αυτό είναι καλό, για να σταματήσει (έστω και με ολική απαγόρευση) το ξερίζωμα των άγριων φυτών. Αλλωστε ο σιδερίτης είναι ένας θάμνος που ο καλλιεργητής κατά τη διάρκεια της συγκομιδής, Ιούλιο με Αύγουστο, κόβει τα κλαδιά του αρκετά πιο επάνω από τη ρίζα, διότι μπορεί το φυτό να ζήσει και παραπάνω από δύο χρόνια, προσφέροντας κάθε χρόνο μια νέα συγκομιδή.
Αν υπάρξει μια στοιχειώδης πιστοποίηση και ο καταναλωτής ξέρει ότι αυτό που αγοράζει έρχεται στα χέρια του από εδάφη που είναι σε υψόμετρο σαφώς μεγαλύτερο από τα 500 μέτρα, τότε όλα καλά. Και ακόμα καλύτερα για το άγριο φυτό που πρέπει να υπάρχει εκεί, τα βγάζει πέρα μόνο του μια χαρά, δίνει λίγο νέκταρ και γύρη στις μέλισσες, συγκρατεί τα χώματα όταν πέφτει η βροχή ενώ στολίζει πολύ όμορφα και τις πλαγιές, χειμώνα-καλοκαίρι.

Η πάλη των τσαγιών

Το μαύρο τσάι από την Κίνα ή από άλλες χώρες προσφέρεται σε πολυάριθμες ποικιλίες και γεύσεις. Είναι γνωστό ότι πρόκειται για προϊόν ζύμωσης του πράσινου τσαγιού. Ηδη οι ερευνητές έχουν ψάξει το θέμα και με πολλές εργασίες έχουν αποδείξει ότι αν ενδιαφέρεται κάποιος μόνο για το τι είναι πιο ωφέλιμο, το πράσινο τσάι, τα φύλλα δηλαδή και μόνο, του φυτού Camelia sinensis είναι χιλιόμετρα πιο μπροστά από το μαύρο τσάι. Γι’ αυτό και εκτός Ελλάδος ήδη το πράσινο τσάι ανεβαίνει όλο και περισσότερο στις προτιμήσεις των καταναλωτών. Αρα στην παλαίστρα απέναντι στον Σιδερίτη ανεβαίνει το πράσινο τσάι. Και ο αγώνας εκ των προτέρων καταλαβαίνουμε ότι θα είναι πολύ δύσκολος. Για τον Σιδερίτη, φυσικά, αφού προς το παρόν η αναγνωρισιμότητα του ενός προϊόντος είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη, όχι μόνο έξω από την Ελλάδα. Ομως αυτό που θα πρέπει να μετρήσει εδώ είναι το περιεχόμενο και τι από τα διάφορα χρήσιμα για τον οργανισμό συστατικά θα βρούμε στο φλιτζάνι.
Σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει μετά το 2010 η περιεκτικότητα του πράσινου τσαγιού σε κατεχίνες είναι μεγάλη ενώ δεν έχουμε αντίστοιχη παρουσία στο τσάι του βουνού. Πρόκειται για ισχυρότατα αντιοξειδωτικά και η κυριότερη κατεχίνη, που βρίσκεται στο πράσινο τσάι, η επικατεχίνη, βρέθηκε ότι μπορεί να θανατώνει ακόμη και καρκινικά κύτταρα. Αυτό βέβαια σε δοκιμές στο εργαστήριο (in vitro), σε καλλιέργειες τέτοιων κυττάρων και όχι σε ζωντανούς οργανισμούς. Θεωρούνται πάντως ουσίες πολύτιμες στη μάχη κατά του διαβήτη, του καρκίνου, των καρδιακών παθήσεων και των εγκεφαλικών επεισοδίων. Και με την ευκαιρία πρέπει να αναφερθεί εδώ πως όσοι βάζουν γάλα στο τσάι τους «βγάζουν εκτός» τις πολύτιμες κατεχίνες αφού η καζεΐνη, μια πρωτεΐνη του γάλακτος, δεσμεύει τις κατεχίνες!
Το εκπληκτικό λοιπόν είναι πως οι μελέτες έδειξαν και ο σιδερίτης έχει παρόμοια αντιοξειδωτική δράση, δηλαδή διαθέτει και αυτό το φυτό τα δικά του όπλα ώστε στις εργαστηριακές δοκιμές να δίνει αποτελέσματα εφάμιλλα των αποτελεσμάτων του πράσινου τσαγιού. Και σε αυτό ας προστεθεί πως ο σιδερίτης δεν περιέχει καφεΐνη. Την ουσία που ενώ μας παραπέμπει το όνομά της στον καφέ περιέχεται σε εξ ίσου σεβαστές ποσότητες και στο τσάι. Αρα όποιος για διάφορους λόγους πρέπει να αποφύγει την καφεΐνη μπορεί να βρει καταφύγιο στο τσάι του βουνού. Που θα είναι κατά πάσα πιθανότητα ελληνικό προϊόν, μάλλον θα έχουν χαθεί λιγότερα αιθέρια έλαια και χρήσιμα συστατικά μέχρι να φθάσει στο φλιτζάνι του και μπορεί προληπτικά να δρα κόντρα σε σοβαρές εκφυλιστικές ασθένειες.

Ενα βιβλίο για τον σιδερίτη

Ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου σπούδασε στη Γεωπονική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με ειδίκευση στον Τομέα της Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων και έχει εκπονήσει και μεταπτυχιακή διατριβή σχετικά με θέματα διατροφής του ανθρώπου. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τη μελέτη και την ανάδειξη των ευεργετικών ιδιοτήτων τροφίμων ελληνικής καταγωγής. Οπότε δεν είναι και έκπληξη το ότι ασχολήθηκε και με τον σιδερίτη. Και όπως μας είπε, όχι μόνο του αρέσει ως ρόφημα αλλά παρατήρησε πως οι νέοι εδώ γνωρίζουν περισσότερα για το πράσινο τσάι σε σχέση με το «δικό μας» τσάι του βουνού.
Στο βιβλίο το πρώτο μέρος αναλώνεται σε πληροφορίες για την καλλιέργεια του φυτού ενώ στο δεύτερο μέρος, που καταλαμβάνει το άλλο μισό του βιβλίου, γίνεται αναλυτική παρουσίαση των ευεργετικών ιδιοτήτων του φυτού. Αυτό επιτυγχάνεται με την αναφορά σε κάποιες πολύ διαδεδομένες ασθένειες, που οι αιτίες τους πρώτα εξηγούνται με πολύ απλά λόγια και σχήματα και στη συνέχεια στο τι αναφέρουν κάποιες επιστημονικές εργασίες. Ο συγγραφέας πάντως τονίζει, σε περισσότερα από ένα σημεία και πολύ σωστά, ότι ο Σιδερίτης δεν είναι (προς το παρόν;) ένα φάρμακο που θεραπεύει μια βαριά ασθένεια που ήδη εκδηλώθηκε, αλλά μπορεί να ενεργήσει προληπτικά. Στο τέλος παρατίθεται και επιλεγμένη βιβλιογραφία με 44 εργασίες.